Είμαστε ρατσιστές, σεξιστές και πολύ φοβισμένοι!

Ζούμε σε καιρούς βαθιάς ήττας, απογοήτευσης, απομαζικοποίησης των διαδικασιών και απουσίας ορίζοντα με ορατά αποτελέσματα που να μπορείς να επιδιώκεις και να παλεύεις για να τα πετύχεις. Αυτό έχει μια καλή πλευρά. Η άρση των βεβαιοτήτων και των δοκιμασμένων συνταγών αφήνει χώρο για την ανάδυση καινούριων ιδεών, τρόπων σκέψης ή ξαναφέρνει παλιές καλές αλλά ξεχασμένες ιδέες στο προσκήνιο. Υπάρχει και μια πολύ κακή όμως. Η επιστροφή σε σίγουρες ταυτότητες, κλειστές ομάδες, συνταγές που συνηθίσαμε και τις εφαρμόζουμε έξω πλέον από πολιτική αποτελεσματικότητα αλλά επειδή συγκροτεί την κοινότητα. Η ακραία ιδεολογικοποίηση και η γέννηση των καινούριων ιδεών και πρακτικών συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Και αυτό φέρνει σύγκρουση, πολεμικές, διασπάσεις και ανταγωνισμούς. Αλλά αυτό θα γεννήσει ένα καινούριο κίνημα πιο πλούσιο και πιο αποτελεσματικό να αντιμετωπίσει τις εποχές που έχουμε μπροστά μας.

Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο τοποθετώ το θέμα αυτού του κειμένου και νομίζω ότι οι κριτικές απ’ όλες τις πλευρές που αγννούν την συγκυρία αυτή και κατηγορούν ο ένας την άλλη, καταγγέλουν και υπερασπίζονται Ιδέες και Αρχές με πολύ πάθος – τόσο που δεν τους εμποδίζουν να εκδιώχνουν (πρώην πλέον) συντρόφους από ομάδες και διαδικασίες -, ότι όλες αυτές οι κριτικές χάνουν τη δημιουργική τους δύναμη που θα πλούτιζε και θα ριζοσπαστικοποιούσε τους χώρους μας. Αντ’ αυτού λειτουργούν διαλυτικά και άρα προς όφελος της εξουσίας – της μεγάλης εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου και των μικρών εξουσιών σε τοπικά επίπεδα καθώς και πολιτικών ομάδων.

Το γνωστό πρόβλημα της ιδεολογίας και της ταυτότητας

Υπάρχει ένα βασικό θέμα που το συναντάμε παντού. Για παράδειγμα, όταν μια ομάδα εκδίδει ένα κείμενο αυτοπαρουσίασης αρχίζει και γράφει όλα αυτά τα «αντί», είμαστε αντι-εξουσιαστές, αντι-φασίστες, αντι-ρατσιστές, αντι-σεξιστές, αντι-σπισιστές κοκ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι ότι τα γράφει, είναι ότι τα εννοεί κιόλας. Ως εάν η διακήρυξη των «αντί» να τα πραγματοποιεί κιόλας. Οι διακηρύξεις λειτουργούν συνήθως ως μια πράξη διαχωρισμού από την υπόλοιπη κοινωνία, ως μια πράξη που επιβεβαιώνουν μια άλλη ταυτότητα των υποκειμένων, μια άλλη ιδεολογία. Λένε, λοιπόν, ότι εμείς είμαστε αυτό και αυτό (αντιφα και αντιεξουσιαστές) και πάμε να δούμε τι θα κάνουμε ως τέτοιοι.

Αυτό έχει το εξής πρόβλημα. Ότι αντιλαμβάνεται την επαναστατική διαδικασία, τον ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων ως μια στιγμιαία κήρυξη πολέμου ενάντια στους φανερά αντιπάλους μας, στους φανερά (και συμβολικά θα έλεγα) υπερασπιστές των καθεστωτικών/κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Δεν κατανοεί το βάθος και την εργασία που απαιτεί ο ριζικός μετασχηματισμός των σχέσεων. Και αυτή η κατανόηση θα απαιτούσε μια άλλη διαδικασία. Προφανώς, οι διακηρύξεις με τα «αντί» στη σειρά έχουν νόημα και ως δημόσιες τοποθετήσεις απέναντι στο κυρίαρχο και ως σινιάλα σε συντροφικά εγχειρήματα κοντά μας ή μακριά μας (που δεν μπορεί να υπάρξει και φυσική επαφή). Αυτή νομίζω ότι είναι η βασική χρησιμότητά τους και γι’ αυτό θα έπρεπε να συνεχίσουν να βγαίνουν. Απλά δεν θα έπρεπε στο εσωτερικό των ομάδων να τις παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά.

Η άλλη διαδικασία που θα απαιτούσε η βαθιά κατανόηση που αναφέρω έχει να κάνει ακριβώς με τον τίτλο του κειμένου. Είμαστε ρατσιστές και σεξιστές και όλα τα άλλα σκατά, επειδή είμαστε γέννημα θρέμμα αυτού του κόσμου με αυτές τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και συναντιόμαστε μήπως από κοινού και μόνον από κοινού θα μπορέσουμε να τις ξεπεράσουμε και να τις μετασχηματίσουμε επαναστατικά. Η κατάσταση είναι τόσο απλή. Αν δεν έχουμε ως σημείο αφετηρίας αυτήν την δύσκολη και πικρή αλήθεια δεν μπορούμε να πάμε και πολύ μακριά.

Στην κατανόηση αυτής της κατάστασης η πατριαρχία στέκεται εμπόδιο. Θα ήθελα όμως να προσθέσω δίπλα στην πατριαρχία και την έννοια της οικογενειοκρατίας (την αναφέρω ξανά κι εδώ). Η οικογενειοκρατία/πατριαρχία είναι ένα σύστημα με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανδρών για την κυριαρχία εντός μιας ομάδας, είτε εντός ενός κινήματος (στο βαθμό εκείνο που ολόκληρες ομάδες τελικά υιοθετούν την κουλτούρα του Άνδρα), η κουλτούρα του «τα εν οίκω μη εν δήμω» σύμφωνα με την οποία κάθε ομάδα έχει τα δικά της κρυμμένα μυστικά που δεν μπορούν να βγουν παραέξω είναι ενδεικτικές περιπτώσεις. Ακόμα, η ανάπτυξη οικογενειακών σχέσεων σε ομάδες ή χώρους με όλους τους ρόλους βγαλμένους από τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας, με πατέρα, μάνα, αγαπημένα-υπάκουα παιδιά και παιδιά ατίθασα και περιθωριοποιημένα. Όλα αυτά είναι τόσο ορατά μπροστά μας. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βγάλουμε από μέσα μας την ιδεολογία που έχουμε διακηρύξει. Και να ξεκινάμε με την παραδοχή του τίτλου και του παραπάνω αποσπάσματος.

ο φόβος

Γιατί όμως δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε με αυτή την απλή παραδοχή και να ξεκινήσουμε με ωραίες, συντροφικές σχέσεις να τα ξεπερνάμε όλα αυτά. Ο βασικός λόγος είναι ότι είμαστε γέννημα θρέμμα αυτής της βαθιά εξουσιαστικής σκατένιας κοινωνίας. Αυτός είναι λόγος αντικειμενικός και ιστορικός για τον οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά. Έγινε. Ο βασικότερος λόγος, νομίζω, δεν είναι ότι είμαστε απλά μαλάκες και τσαντιζόμαστε εύκολα, ότι δεν αρνούμαστε τα προνόμιά μας επειδή έχουμε βολευτεί και περνάμε καλά (προφανώς ισχύει και αυτό σε κάποιο βαθμό). Νομίζω πως ο βασικότερος λόγος είναι ο φόβος.

Όλα αυτά που μας συγκροτούν, οι πεποιθήσεις μας, η άποψη μας για τον κόσμο, για τον ίδιο μας τον εαυτό, οι κοινότητες που εντασσόμαστε, οι αγώνες που δίνουμε και οι σχέσεις που αναπτύσσουμε φτιάχνουν βήμα βήμα, αργά αργά ένα πολύ συμπαγές πράγμα, ένα βαρίδι της ανθρώπινης ελευθερίας, ένα καταφύγιο για τις δύσκολες στιγμές της αβεβαιότητας και της όποιας κρίσης, ένα πράγμα που μας φτιάχνει σκληρούς, συμπαγείς, αδιαπέραστους: ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.

Αυτή η ταυτότητα. Ας είμαστε επιεικείς. Ζούμε σε πολύ δύσκολους καιρούς, ο ρευστός κόσμος του καπιταλισμού, της καταστροφής των πραγματικών κοινοτήτων και των σχέσεων αλληλεγγύης, κάνουν τις προσωπικές σχέσεις  απίστευτα δύσκολες για τους περισσότερους ανθρώπους κοκ. Η ταυτότητα είναι μια κάποια λύση. Είναι ένα δίχτυ προστασίας, είναι το πιάσιμο από μια – έστω φαντασιακή – κοινότητα (όπως είναι το έθνος λχ). Από την άλλη ξέρουμε πολύ καλά πως είναι μια πάγια τακτική της εξουσίας ώστε να μας διαχωρίζει μεταξύ μας (οι διαφορετικές ταυτότητες) και από την άλλη – αναφερόμενος στην φιλελεύθερη κρατική εξουσία – οι ταυτότητες και η ελευθερία του να υιοθετείς όποια ταυτότητα θέλεις λειτουργούν σαν αντικείμενα που χρήζουν προστασίας από ένα κράτος, από μια πολιτική κοινότητα που σου παρέχει το πλαίσιο ανάπτυξης όλων των ταυτοτήτων σου. Το πλαίσιο βέβαια  στα όριά του περιφρουρείται από μπάτσους και στρατό – αλλά αυτό δε φαίνεται με τη πρώτη ματιά. {Δεν είναι αυτή η στιγμή για να αναλύσουμε το θέμα της ταυτότητας και πως το ξεπέρασμα της ταυτότητας – και όχι η πολλαπλότητα των ταυτοτήτων όπως είναι της μόδας  – σχετίζονται με την ελευθερία που υπερασπιζόμαστε.}

Είναι ο φόβος, στον πυρήνα της δημιουργίας της ταυτότητας. Ο φόβος του να είμαστε μόνοι και απροστάτευτοι, να μην εξασφαλίζουμε την αναπαραγωγή μας (με την ευρεία έννοια), να μην χωράμε και να μην εκφράζουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Αυτός ο φόβος λοιπόν επιλύεται με την ανάδυση και την στερέωση μιας ταυτότητας (στην απουσία πραγματικής κοινότητας). Και αυτόν τον φόβο θα έπρεπε να ξεπεράσουμε για να πολεμήσουμε την ταυτότητα. Και πρέπει να έχουμε τέτοιες εσωτερικές κινηματικές διαδικασίες που να μην χρειάζεται να φοβάσαι να μιλήσεις και να υπάρξεις. Να μην χλευάζονται, τρολλάρονται, διακωμωδούνται, αποσιωπούνται οι απόψεις. Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα που διεξάγεται και θα συνεχίσει να διεξάγεται και θα πρέπει αναγκαστικά να περάσει πάνω από την πατριαρχία και τα ανδρικά προνόμια. Θα προσέθετα αυτά της οικογενειοκρατίας που δεν αναπτύσσονται ιδιαίτερα στο λόγο μας.

Η βίαιη σύγκρουση που λαμβάνει χώρα (ειδικά στο θέμα του σεξισμού) αναδεικνύει κάποια πολύ συντηρητικά χαρακτηριστικά που πρέπει να επισημάνουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι τα χαρακτηριστικά αυτά παράγονται και αναπαράγονται και από το λόγο της κυριαρχίας, από τη σκοπιά ενός αντισεξισμού που εμφανίζεται στα media και τα social media. Θα συνοψίσω αυτά τα χαρακτηριστικά στο εξής: φτιάχνουμε έναν κατάλογο με τις ιδεολογικά σωστές ιδιότητες (αντιρατσισμός, αντισεξισμός κτλ) και κρίνουμε συμπεριφορές, καταστάσεις όχι με βάση την ιστορικότητά τους και τη συγκυρία αλλά με βάση τον κατάλογό μας. Εάν εμπίπτει στον κατάλογο τότε καλώς «μπορείτε να εισέλθετε», εάν όχι τότε μπορούμε να σε εξορίσουμε στο πυρ το εξώτερον, μακριά από την ασφαλή ζώνη που έχουμε ή προσπαθούμε να φτιάξουμε.

Αυτό είναι το τυπικό πρόβλημα της χρήσης της ιδεολογίας (που το έχω αναφέρει εδώ κι εδώ κι εδώ).

Η συνέπεια – αν ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο – δεν είναι άλλη παρά η ακραία ιδεολογικοποίηση και άρα φετιχοποίηση των πολιτικών θέσεων, κριτικών και αναλύσεων. Ο φετιχισμός και η ιδεολογικοποιήση είναι η σίγουρη λύση για την αφαίρεση της κριτικής δύναμης των εργαλείων και των λόγων που αναπτύσσουμε και για την μη – δημιουργική διάλυση ομάδων. Και, ω του θαύματος!, η ιδεολογικοποίηση είναι και αυτό παιδί της εξουσίας και εν πολλοίς της πατριαρχίας. (Σημείωση: όταν λέμε πατριαρχία πουθενά δεν μπορεί να εννοούμε κάποιου είδους βιολογικό καθορισμό. Η πατριαρχία μπορεί να παράγεται και να αναπαράγεται και από βιολογικά γυναίκες, όπως μπορεί να πολεμιέται κι από έναν βιολογικά άνδρα.)

Με αφορμή κάποια περιστατικά λαϊκών δικαστηρίων περί σεξισμού (δεν θα αναφερθώ δημόσια) αναδεικνύονται κάποια ερωτήματα που χρήζουν άμεσης απάντησης. Μέσα από ποιες διαδικασίες κρίνονται οι σεξιστικές από τις μη σεξιστικές συμπεριφορές; Ποιο είναι το υποκείμενο που μπορεί να κρίνει και με ποια δύναμη – με τη δύναμη του άνδρα ή του όχλου; – όπως κάνουν συνήθως οι πολλοί άντρες όταν θέλουν να επιβάλλουν το δικό τους «δίκαιο»; Μέσα από ποιες συλλογικές διαδικασίες θα ξεπεράσουμε τέτοιες συμπεριφορές;

Σύντομες απαντήσεις

Δεν μπορεί να υπάρξει ιδεολογική/ουσιοκρατική κατηγορία περί εξουσιαστικών ή σεξιστικών συμπεριφορών. Μια τέτοια κρίση υπονοεί πως ο σεξισμός ή η εξουσία υπάρχουν μέσα μας ως ουσίες, ως ουσιαστικά χαρακτηριστικά του εαυτού μας και όχι πως έχουμε συγκροτηθεί να έχουμε τέτοιες συμπεριφορές μέσα από τις κοινωνικές μας σχέσεις. Επίσης, μια τέτοια κρίση απαγορεύει και τον μετασχηματισμό μέσα από συλλογικές διαδικασίες (αυτό απαγορεύει επίσης οποιοδήποτε επαναστατικό ή μη μετασχηματισμό της κοινωνίας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση – πράγμα που φυσικά δεν ισχύει. Ο κόσμος αλλάζει συνεχώς, άσχετα αν δεν γίνεται όπως τον θέλουμε). Η αφετηρία είναι αυτή λοιπόν. Να θεωρήσουμε πως οι εξουσιαστικές συμπεριφορές δεν είναι ουσίες μας αλλά έκφραση των κοινωνικών μας σχέσεων και να προσπαθούμε να αλλάξουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις για να αλλάξουμε αυτές τις συμπεριφορές. Πολύ θεωρητικά θα πει κάποιος, γι’ αυτό πάμε στο προκείμενο.

Έχεις μια συγκεκριμένη κατηγορία από κάποια προς κάποιον για σεξιστική συμπεριφορά. Πώς αντιμετωπίζεις συγκεκριμένα αυτή την κατάσταση; Καταρχάς, δεν υπάρχει επίλυση αφηρημένα, μια συνταγή που μπορώ να φτιάξω τώρα και να δουλεύει. Από την άλλη αυτό δε σημαίνει πως πρέπει η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης να αφήνεται στο αυθόρμητο – γιατί το αυθόρμητο, αυτό που βγαίνει πηγαία από μέσα μας μπορεί πολύ συχνά να είναι όλα τα σκατά της κοινωνίας και συνήθως αυτό είναι. Δεχόμενοι ότι ο όποιος – ισμός δεν είναι ουσία, δεχόμαστε πως αυτή η συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει και εμείς είμαστε όλ@ εδώ για να το αλλάξουμε.

Πριν από αυτό το στάδιο, έχουμε το πιο δύσκολο. Ποιος θα αποφασίσει αν κάτι ήταν σεξιστικό ή όχι; Για να απαντηθεί αυτό πρέπει καταρχάς να έχουμε μια βασική συλλογική θέση περί πατριαρχίας. Αν δεχόμαστε αυτό που προτείνω (τον τίτλο) τότε όλοι έχουμε αποδεχτεί ότι «είμαστε τα σκατά και συναντιόμαστε μπας και κάνουμε ένα βήμα εμπρός». Εάν συμφωνούμε σε αυτό – γιατί υπάρχουν και απόψεις που λένε ότι σήμερα δεν έχουμε πατριαρχία – τα πράγματα πάνε παρακάτω. Εάν δε συμφωνούμε τότε υπάρχει χοντρό πρόβλημα με το οποίο δεν μπορώ να ασχοληθώ τώρα (βασικά δεν υπάρχει λύση, μόνο ρήξη.  Είναι σα να προσπαθείς να πείσεις κάποιον ότι υπάρχει καπιταλισμός και αυτό είναι πρόβλημα!). Το παρακάτω λοιπόν έχει ως εξής: σε μια δεδομένη σχέση ανισότητας, καταλληλότερος για να μιλήσει για τις συνέπειες αυτής της σχέσης ως προς το θέμα των καταπιέσεων, των αποκλεισμών κτλ είναι το μέρος της σχέσης που βρίσκεται από κάτω (βλέπε για τη σημασία του βίωματος). Μήπως αυτό το εργαλείο δεν χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για τους μετανάστες, για τους φυλακισμένους, για τους αυτόχθονες λαούς της αποικιοκρατίας, για… , για…; Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο όταν έρχεται η κουβέντα στην έμφυλη ανισότητα; Τυχαίο; Δε νομίζω. Ας ξεπεράσουμε τους φόβους μας.

Το επόμενο στάδιο αφού κάποια έχει μιλήσει για την καταπίεση που υφίσταται δεν είναι ο αφορισμός, εξορισμός κάποιου – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί η συνύπαρξη να πάψει γιατί είναι πλέον αδύνατη. Είναι όμως να δούμε, μέσα από το βίωμα και την μάθηση πως παράγεται και αναπαράγεται η έμφυλη ανισότητα, ποιες διαδικασίες ταιριάζουν σε εμάς κάθε φορά για να το παλέψουμε, να ξεπεράσουμε τους φόβους μας δηλώνοντας ότι θέλουμε και θα προσπαθήσουμε πραγματικά να αλλάξουμε και ποιες διαδικασίες μπορούμε να βρούμε γι’ αυτό (ομάδες αυτομόρφωσης, βιωματικές ομάδες, άλλες διαδικασίες πιο χαλαρές). Πως μέσα από την φανέρωση της ανισότητας θα παραχθεί καινούριο υλικό για την ομάδα και για το κίνημα, καινούριος λόγος και δράση και πως θα αναγεννηθεί μέσα από αυτό, πως θα υπάρξει εκ νέου μετασχηματισμένη.

Αυτός ο μετασχηματισμός είναι η πιο δυνατή επαναστατική πράξη. Γιατί δείχνει έμπρακτα πως ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων είναι δυνατός και μπορεί να γεννηθεί μέσα από το ίδιο σύνολο ανθρώπων που πριν διαπνέονταν από σχέσεις εξουσίας και τώρα όχι (έστω λιγότερο). Αυτό απαντάει στο διαχρονικό ερώτημα που μας τίθεται συνέχεια «αν αυτή η κοινωνία μπορεί να αλλάξει», δηλαδή, να αλλάξουν οι άνθρωποι ως αυτοί που (ιστορικά) είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι στο μυαλό μας (ιδεολογικά). Πετυχαίνοντας αυτό πραγματοποιούμε την επανάσταση – κυριολεκτικά όμως. Την επανάσταση ως μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων και όχι ως μια διαδικασία αναζήτησης/κατασκευής των ομοίων μας. Αποτυγχάνοντας να πραγματοποιήσουμε αυτή την επανάσταση (όπως γίνεται επανειλημμένα) δυστυχώς συντασσόμαστε με τη κυριαρχία, την εξουσία και τις συντηρητικές ομάδες αυτής της κοινωνίας. Σκεφτόμαστε και πράττουμε όπως μας προστάζει η εξουσία, το αστικό κράτος και η πατριαρχία αυτοπροσώπως.

7 responses to “Είμαστε ρατσιστές, σεξιστές και πολύ φοβισμένοι!

Leave a Reply

Your email address will not be published.