Είναι γνωστό ότι συχνά οι κυρίαρχοι διαστρεβλώνουν τις έννοιες και τους δίνουν ακόμα και αντίθετο νόημα από αυτό που είχαν αρχικά (βλ. Orwell). Είναι λιγότερο γνωστό αλλά συμβαίνει εξίσου συχνά να χρησιμοποιούν έννοιες με το κυριολεκτικό τους νόημα αλλά αυτό να μη γίνεται αντιληπτό, να περνάει εντελώς απαρατήρητο. Πολλές φορές το εντελώς οικείο παραμένει και εντελώς αόρατο. Μια τέτοια περίπτωση αφορά ίσως και το σημερινό σημείωμα.
Προτείνω, χωρίς να θέλω να σας τρομάξω, να δούμε όλα αυτά τα pass που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια διαφορετικά (covid, market, freedom, fuel, power, dentist, samos, youth κτλ). Τα pass αυτά ΔΕΝ είναι επιδόματα. Είναι πραγματικά pass. Pass όπως στο “passport”, δηλαδή, εκείνο το έγγραφο που σου δίνεται από την εξουσία για να έχεις πρόσβαση σε άλλη χώρα. Pass όπως το “password” που πρέπει να δώσεις μια λέξη-κλειδί που θα σου ανοίξει μια πύλη ή θα σου δώσει πρόσβαση σε κάποιο περιεχόμενο.
Όλα τα pass που ξέρουμε δεν έχουν καμία διαφορά με τα παραπάνω παραδείγματα. Είναι εισιτήρια/διαβατήρια που μας δίνει το κράτος ώστε να αποκτήσουμε πρόσβαση σε κάποιο χώρο ή υπηρεσία ή αγαθό.
Τα pass δεν είναι επιδόματα, δεν είναι οικονομική ενίσχυση, δεν είναι χρήμα-μέσο ανταλλαγής, δεν είναι μέσα αλλοτρίωσης, ούτε μέσα πειθαρχίας. Eίναι μια νέα μορφή διαβατηρίου και γι’ αυτό το λόγο κανείς λογικός άνθρωπος δε λέει όχι σε αυτά και όλοι τα επιθυμούμε. Ποιος θα έλεγε όχι σε ένα κλειδί που του δίνει πρόσβαση κάπου, ενώ τώρα δεν έχει τέτοια πρόσβαση; Οι μόνοι που το κάνουν είναι καθαρά για λόγους ιδεολογίας – δεν το απαξιώνω.
Το κράτος δημιουργεί δια της βίας και της ικανοποίησης αναγκών και επιθυμίων/απολαύσεων/εθισμών το πλαίσιο, τον φράχτη, τα τείχη και τα σημεία ελέγχου που εσωκλείουν όσα είναι αναγκαία και επιθυμητά για τη ζωή. Ύστερα, μοιράζει διαβατήρια και ατομικά κλειδιά (τα pass) για να μπορούν οι υποτελείς τάξεις να εισέλθουν εντός των τειχών. Είναι μια άδεια εισόδου.
Σκεφτείτε το. Αυτό συμβαίνει στις εθνικές οδούς με τα διόδια, στα covid-pass της πανδημίας, στο taxis net και στο gov gr, στο σούπερ μάρκετ, στο ΚΕΑ και τα επιδόματα του ΟΠΕΚΑ (που θα δίνονται τα επόμενα χρόνια αποκλειστικά σε μορφή κάρτας, ή αλλιώς πάσου όπως οι φοιτητές).
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτά τα pass είναι κάτι αντίστοιχο με τα κουπόνια στις κομμουνιστικές χώρες. Τα κουπόνια εκείνα χρησίμευαν σαν ένα αντίστοιχο έγγραφο για την διανομή των αγαθών από το κράτος. Σαν έγγραφο πρόσβασης στα αγαθά και αυτό. Αυτό που ζούμε τώρα είναι μια μετεξέλιξη αυτού του κουπονιού. Τα σημερινά pass ενώ λειτουργούν σαν τρόπος διανομής των αγαθών έχουν επί πλέον και τη λειτουργία ελέγχου της ανθρώπινης κίνησης (όπως τα διαβατήρια/εισιτήρια στα ΜΜΜ). Δεν είναι μόνο ένας τρόπος διανομής των αγαθών αλλά και ένας τρόπος οργάνωσης της κίνησης των υποτελών πληθυσμών στο χώρο (βλ. covid pass). Επιπλέον, είναι και τρόπος οργάνωσης της κίνησης στον χρόνο. Μέσα από το σύνολο των διασυνδεδεμένων pass και προσωπικών στοιχείων τα κράτη έχουν στη κατοχή τους έναν ολοκληρωμένο χάρτη που απεικονίζει όχι μόνο το πως γίνεται η διανομή και ποια είναι τα σημεία ελέγχου αλλά και ποιοι και πόσοι είναι οι «ωφελούμενοι» και οι «εκτός των τειχών» και πως η πρόσβαση πραγματοποιείται ή απαγορεύεται μέσα στην διάρκεια του χρόνου (κάρτα εργασίας, ΜΜΜ). Τι είναι ο χρόνος άλλωστε; Η ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, η ταχύτητα των αναγκαίων εργασιών, η επιτάχυνση της κυκλοφορίας του εμπορεύματος, η ρύθμιση της κίνησης και της ακινησίας.
Το ιδιαίτερο τεχνικό στοιχείο που ευνοεί όλη αυτή τη λειτουργία είναι φυσικά τα υπολογιστικά συστήματα που έχουν εισαχθεί παντού. Με αυτά γίνεται εφικτό να ενοποιηθούν οι διαφορετικές μοφρές των αδειών εισόδου/εξόδου: παραδοσιακά διαβατήρια, πάσο και κάρτες, κωδικοί σε λογισμικά συστήματα, χρήμα κτλ. Προσοχή, ειδικά για το τελευταίο. Το χρήμα σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί το ίδιο ως διαβατήριο, ως πρόσβαση στην κατανάλωση.
Αν τα pass είναι εισιτήρια πρόσβασης στην κατανάλωση, εισιτήρια εισόδου στον χώρο και κάρτες εισόδου σε διαστήματα χρόνου τότε τι σημαίνει αυτό για το σύνολο της κοινωνικής μας ζωής; Αν τα pass είναι εισιτήρια πρόσβασης στα περιορισμένα αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται είτε από την αγορά είτε απευθείας από το κράτος τότε τι αγορά είναι αυτή και τι είδους κράτος;
Η κατανάλωση, ο χώρος και ο χρόνος βρίσκονται υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, υπό την οργανωσιακή του εξουσία. Μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε ένα κλειστό κύκλωμα μέσα στο οποίο κυκλοφορούν χρήμα, άνθρωποι, εμπορεύματα. Και γι’ αυτό είναι απαραίτητες άπειρες είσοδοι και έξοδοι. Εξ ου και τα pass και τα κάθε είδους κλειδιά. Αναμφίβολα, η αγορά που λειτουργεί με pass δεν είναι αγορά. Αφού το pass δεν είναι κάποια ανταλλαγή. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ένα μέρος της κατανάλωσης και της παραγωγής βγαίνει από την αγορά. Και αυτό το κάνει το κράτος. Το κράτος το ίδιο περιορίζει την αγορά, την ανταλλαγή και αυτό είναι ένα σημείο των καιρών.Των καιρών που η ελαχιστοποίηση (και γι’ αυτό ο έλεγχος) της κατανάλωσης από τις υποτελείς τάξεις θα είναι ο κανόνας.
Μπορούμε να δούμε τα pass με νέα μάτια μέσα στην καθημερινότητά μας. Κάθε pass κι ένα διαβατήριο. Κάθε pass κι ένας περίκλειστος χώρος όπου κάποιοι έχουν πρόσβαση και κάποιοι μένουν απ’εξω. Κάθε pass κι ένα μικρό κελί, ένας μικρός χώρος αναμονής σαν αυτούς που έχουν οι τράπεζες στις εισόδους τους. Είσοδος για λίγο εντός και μετά πάλι απ’έξω.
Αν περιμένεις να διαβάσεις ένα ακόμα αντι-εκλογικό αναρχικό κείμενο που λέει ότι οι εκλογές είναι μια ψευδαίσθηση, μια απάτη και οι άνθρωποι είναι είτε εξαπατημένοι, είτε πουλημένοι στην αστική δημοκρατία τότε μη χάσεις το χρόνο σου. Δεν είναι τέτοιο κείμενο.
Πηγαίνοντας αριστερά ήταν πρόοδος Πηγαίνοντας δεξιά ήταν παράδοση
Σήμερα η πρόοδος και η παράδοση φυλάνε τα πρόβατα μαζί με την Κοκκινοσκουφίτσα και τον Λύκο
Και η γιαγιά έχει πεθάνει για να διηγηθεί το παραμύθι
Η αναρχική θέση ενάντια στις εκλογές εμφανίστηκε σε μια εποχή που η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν ήταν καν ώριμη και δεν ψήφιζαν ούτε καν οι γυναίκες. Εμφανίστηκε ως μια ριζική κριτική στην αστική δημοκρατία που μέσα από τις εκλογές προσπαθούσε να φέρει την κοινωνική ειρήνη ανάμεσα στις τάξεις, σε μια εποχή όπου τα μαζικά, εργατικά κινήματα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Η στρατηγική αποχής από τις εκλογές ως μια αντιπαραβολή στην ανάθεση ήταν απόλυτα συμπληρωματική με την οργανωμένη πάλη. Τότε υπήρχαν συλλογικά, μαζικά σώματα (κυρίως εργατικές οργανώσεις) μέσα από τις οποίες η κοινωνία είχε αποφασιστική δύναμη.
Αυτή η στρατηγική επιλογή έγινε μια πάγια αναρχική θέση που επιβεβαίωσε την αξία της μέσα στα χρόνια – που δεν τα λες και λίγα. Αυτό μας μπερδεύει μερικές φορές και αντί η θέση να υιοθετείται ως μια στρατηγική επιλογή, πολλές φορές παρουσιάζεται και συζητείται λες και αποτελεί κάποια ηθική αξία της αναρχίας. Και άρα όποιος ψηφίσει είναι ξεπουλημένος. Ηθική αξία είναι η αντίθεση στο να αποφασίζουν άλλοι για εμάς, κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα (π.χ. στο χώρο εργασίας). Οι στρατηγικές είναι πάντοτε αντιφατικές ως προς την ηθική τους πλευρά.
Στον Ντουρούτι αποδίδεται η παρακάτω ρήση η οποία εκφράζει απόλυτα το πνεύμα της εποχής: «Όποιος ψηφίσει και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση είναι για εμάς βλαβερός, αλλά το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απόσχει από τις εκλογές και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση»
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα, μα πάρα πολύ.
Φίλες και φίλοι, παρατηρώ εγώ και άλλοι ότι δεν φαίνονται τα σχόλια κάτω από τα δημοσιευμένα κείμενα. Δεν γνωρίζω γιατί συμβαίνει αυτό και πρέπει να ζητήσω τη βοήθεια άλλων. Μέχρι τότε ζητώ την κατανόησή σας.
Ο πόλεμος των εννοιών και των λέξεων που χρησιμοποιούμε είναι εξίσου σημαντικός με όλες τις άλλες πτυχές του κοινωνικού πολέμου.
Ας πούμε, τα κυρίαρχα μέσα και το κράτος χρησιμοποιούν σαν μομφή και ηθική κριτική την λέξη «κατάληψη». Στα αυτιά ενός ανθρώπου που δεν έχει εντρυφήσει σε πολιτικά λεξιλόγια η λέξη «κατάληψη» αντηχεί σε κάτι που είναι βλαπτικό, άδικο και έχει ιδιοτελείς σκοπούς– και σωστά αντηχεί σε κάτι τέτοιο. «Κατάληψη» είναι γι’ αυτόν όταν κάποιος έρχεται στην αυλή σου και σου μπαστακώνεται, τρώει από αυτά που εσύ δημιουργείς ή από τον κοινό κορβανά και ιδιωτεύει σε βάρος των πολλών. Θα προσπεράσω, για χάριν αυτού που θέλω να αναδείξω, ότι όντως πολλές καταλήψεις, στέκια, κοινωνικά κέντρα λειτουργούν περίπου έτσι. Δε θέλω να γίνω κακός χρονιάρες μέρες.
Σε αυτή την χρήση των εννοιών έχει προταθεί από τη μεριά των κινημάτων να οικειοποιηθούμε τους χαρακτηρισμούς που μας αποδίδουν ως κάτι θετικό. Η έννοια του queer είναι μια τέτοια. «Είμαστε ανώμαλες» μια άλλη.
Έχει προταθεί και το αντίστροφο, να πάρουμε τις καλές έννοιες που είναι διαδομένες κοινωνικά και να τις χρησιμοποιήσουμε. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του ’90 το «είμαστε ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας» – φράση που την είχε πει ένας εκπρόσωπος του κράτους για τους μπάτσους μετά την αποφυλάκιση του Μελίστα, αν δε κάνω λάθος. Και άλλα παραδείγματα θα υπάρχουν.
Άρα, έχουμε 2 τακτικές: μια θετική οικειοποίηση όρων που γενικά για την κοινωνία είναι κακές και μια οικειοποίηση καλών όρων που ποτέ δεν θα απέδιδαν σε εμάς οι κυρίαρχοι.
Εμένα μου αρέσει και μια τρίτη τακτική που νομίζω την χρησιμοποιούμε λιγότερο. Να χρησιμοποιούμε τις κακές έννοιες για την δικιά τους δραστηριότητα. Για παράδειγμα, γιατί δεν λέμε ότι κάνουν κατάληψη (και μάλιστα μόνιμη) στ’ Άγραφα για τις ανεμογεννήτριες. Γιατί δεν αποκαλούμε τις δικές μας καταλήψεις ως «αξιοποίηση του κοινωνικού πλούτου για το κοινό όφελος»; Και άλλα τέτοια πολλά μπορούμε να φανταστούμε.
Ο ορισμός των εννοιών και των περιεχομένων τους είναι μια κρίσιμη μάχη. Η χρήση γενικών εννοιών και λέξεων μπορεί να αποδειχθεί και πράξη χειραφέτησης και πράξη χειραγώγησης. Το να καθορίζουν τα κανάλια με την ισχύ τους τις έννοιες στους υποτελείς και κατά βάση φτωχούς ανθρώπους, μπορεί να τους ορίζει το φαντασιακό τους, τον αντιληπτικό τους ορίζοντα, το πλαίσιο των επιλογών τους. Δηλαδή, να τους χειραγωγεί απόλυτα.
Σε γενικές γραμμές, οι κακές λέξεις είναι κακές σε λαϊκή, μαζική κλίματα γιατί κάτι ουσιαστικό κι αληθινό ήθελαν να πουν όταν διαμορφώθηκαν κοινωνικά. Παρόλο που σήμερα μπορεί να πρέπει να αποσυρθούν. Αυτές, όμως, που είναι ακόμα σε χρήση και έχει νόημα να είναι γιατί λένε κάτι αληθινό, μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η «κατάληψη» σε μια εποχή τρομαχτικής επέκτασης των κυριαρχικών καπιταλιστικών σχέσεων είναι μια τέτοια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος καταληψίας από τις εταιρείες και το κράτος. Σε αυτή τη περίπτωση, η οικειοποίηση των εννοιών που μιλάνε για «κακά» πράγματα για την συντριπτική πλειοψηφία των υποτελών μπορεί να είναι χειραφετητική, να είναι διαφωτιστική. Να φωτίζει αυτό που βλέπουμε κάθε μέρα μέσα από τα φώτα των καναλιών και μας φαίνεται αστραφτερό και καθαρό ως αυτό που είναι: σκοτάδι, παρακμή και θάνατος.
Για όλα τα
ζητήματα, τα οποία μας απασχολούν μέσα στα κινήματα, υπάρχει ένας τρόπος να
συζητάς, να κάνεις κριτική και να βγάζεις αποτελέσματα που είναι αδιαμφισβήτητης αποτελεσματικότητας. Αυτός
ο τρόπος περιλαμβάνει την έρευνα και την τεκμηριωμένη ανάλυση, την κριτική
σκέψη, την έμφαση στην επιχειρηματολογία και τον αναστοχασμό και τέλος, με βάση
τον σκοπό μας, αυτό που φανταζόμαστε ότι μπορεί να γίνει. Πολύ σημαντικός ο
αναστοχασμός και ειδικά όταν έχεις έναν ανατρεπτικό σκοπό. Γυρνάς πίσω,
αξιολογείς την εμπειρία, βλέπεις τα λάθη και τα σωστά και τα διορθώνεις. Και
πάλι από την αρχή. Ύστερα, μέσα από τη συλλογική διάνοια και συνεργασία θα
καταλήξετε σε κάποιες πρακτικές που να έχουν αποτέλεσμα στον αγώνα. Συμφωνείς ή
διαφωνείς με βάση αυτά που λέει κάποιος και ΟΧΙ με βάση του ποιος τα λέει, αν
τον συμπαθείς, αν θέλεις να αναγνωριστείς από τον πιο ισχυρό ή να φτιάξεις
συμμαχίες.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΝΕΝΑ ΝΟΗΜΑ αν δεν συμπεριλάβεις το ανθρωπολογικό και
ψυχολογικό υπόστρωμα των ανθρώπων που κάνουν ότι κάνουν. Και αυτό, από μια ελευθεριακή
σκοπιά, όχι με έναν ψυχολογίστικο, πατροναριστικό τρόπο όπου θα «χειρίζεσαι» τους
άλλους με βάση την κατάστασή τους. Αλλά με βοήθεια να συνειδητοποιήσουν οι
ίδιοι οι άνθρωποι τι τους συμβαίνει και να ξεκαθαρίσουν, τέλος πάντων, τι
θέλουν να κάνουν.
Ένα από τα
πιο γνωστά παραδείγματα είναι το εξής, σε μορφή ερωτήματος. Είναι δυνατόν να
προχωρήσει κάποια κοινωνική ανατροπή χωρίς να υπάρχουν ισχυρές, μαζικές κοινωνικο-πολιτικές
οργανώσεις; Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να μπορεί να επιτευχθεί με μικρές ομάδες
συγγένειας, με συνελεύσεις γειτονιών για φαμίλιες, με παρέες και φίλους, με
κοινότητες αγώνα των 15 ατόμων; Η απάντηση είναι φυσικά και ΟΧΙ, δεν είναι
δυνατόν. Πώς γίνεται όλοι οι τρόποι οργάνωσης που επιλέγονται και όλα τα
εγχειρήματα να αφορούν έναν συγκεκριμένο αριθμό ατόμων. Ποια τα κίνητρα και οι
σκοποί των συμμετεχόντων; Αυτά είναι γνωστά ζητήματα αλλά η άρνηση να
τοποθετηθούν με ειλικρίνεια είναι συνεχής και επίμονη. Οι συμμετέχοντες,
βουτηγμένοι στον μικροκοσμό τους αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα όχι γιατί
είναι διανοητικά φτωχοί αλλά γιατί δε θέλουν. Γιατί οι σκοποί τους είναι άλλοι.
Και αυτό είναι ανθρώπινο – όπως θα δείτε παρακάτω. Αλλά τουλάχιστον ας ονοματίζουν
τους σκοπούς τους όπως είναι.
Θα ήθελα
πάρα πολύ να έβρισκα το χρόνο να γράψω για όλα αυτά. Επειδή δεν τον βρίσκω, όμως,
το μόνο που θα κάνω σε αυτό το κείμενο είναι
να αντιγράψω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Harrari, SAPIENS (εκδόσεις: αλεξάνδρεια, 2015) που αφορά άμεσα
το θέμα. Δεν βάζω τον Harrari επειδή συμφωνώ με την προσέγγισή του. Κάθε άλλο. Απλά
επειδή το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι χρήσιμο, αξιόπιστο και γενικά
ευκολοδιάβαστο. Και μιλά απευθείας για όλα τα ζητήματα του «χώρου» ή των
«χώρων». Οποιαδήποτε ομοιότητα με εμπειρίες που έχεις συναντήσει ΔΕΝ είναι
συμπτωματικές. Είναι το πραγματικό, ανθρωπολογικό υπόστρωμα των κοινωνικών μας
σχέσεων. Όπως και να έχει, η ενασχόληση
με την έρευνα, με το ανθρωπολογικό, ψυχικό και βιολογικό υπόστρωμα των ανθρώπων
και των συμμετεχόντων στους αγώνες αφορά συλλογικές δυνάμεις και όχι προσωπικά μπλογκς.
Θα αναδειχθεί παρακάτω – ξανά – ότι ο εχθρός μας είναι το κυρίαρχο αρσενικό. Σε κάθε μικροομάδα πρέπει η εμφάνισή του να αποτρέπεται και να καταστρέφεται μόλις εμφανίζεται. Οι φεμινίστριες έχουν δείξει το δρόμο…. το έχει επιβεβαιώσει και η ανθρωπολογία, αν δε σας φτάνουν τα επιχειρήματά τους. Για να προχωρήσουμε σε μαζικές, κοινωνικές, ελευθεριακές οργανώσεις θα πρέπει , ΠΡΩΤΑ, να θέσουμε φραγμό στο κυρίαρχο αρσενικό και ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ να αναπτύξουμε τη φαντασία μας και το όραμά μας με έναν τρόπο που να βγάζει νόημα.
“The Lion-man” χρονολογείται περίπου 35 με 40 χιλιάδες χρόνια πριν
{Τα αποσπάσματα βρίσκονται ανάμεσα στις σελίδες 37 και 50 του βιβλίου.}
Στις μέρες
μας, είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη ότι τα συναισθήματα, η έκφραση των
βιωμάτων, η ολοένα και αυξανόμενη συναισθηματικοποίηση του δημόσιου λόγου, της
ζωής συνιστά κάποια πρόοδο. Ή ακόμα περισσότερο ένα πέρασμα σε μια κοινωνία με
μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και άρα πιο κοντά στα ιδανικά της αλληλεγγύης και της
ισότητας.
Μπορούμε να
το παρατηρήσουμε κάθε φορά που παρουσιάζεται η επίκληση σε ένα συναίσθημα ως
υποκατάστατο ενός επιχειρήματος ή, ακόμα χειρότερα, ενός τεκμηρίου. Κάθε φορά
που η έκφραση του συναισθήματος γίνεται ο σκοπός και το ίδιο το μέσο. Ή για να
πειστεί ο κόσμος ότι ο πόλεμος είναι κακό πράγμα πρέπει να δείχνουμε βίντεο με
σκοτωμένα παιδάκια ή να κάνει ζουμ ο φακός στα δακρυσμένα μάτια τους όσο ζούνε,
όταν χρειάζονται εικόνες νεκρών μεταναστών να επιπλέουν στην επιφάνεια της
θάλασσας για να αναδειχθεί η δολοφονική πολιτική της ευρώπης-φρούριο ή των
κακών αλλοεθνών. Πολλές, ακόμα και εντελώς αντιπαρατιθέμενες, εκστρατείες
προπαγάνδας έχουν γίνει με βάση τέτοιους τρόπους (από τους vegan μέχρι τον ISIS). Ακόμα-ακόμα
σε διάφορους κύκλους αυτή η προσφυγή στο συναίσθημα εμφανίζεται σαν μια γυναικεία,
θηλυκή ενέργεια που απλώνεται πάνω από τον κόσμο και τον αλλάζει προς το
καλύτερο (έτσι έχει εκπαιδεύσει τα μυαλά τους η πατριαρχία). Κάθε δημόσια
περσόνα, ανεξαρτήτως περιεχομένου και επαγγέλματος, οφείλει πια να διεγείρει τα συναισθήματα. Κάθε ειδησεογραφικό
site,
τηλεοπτικό πρόγραμμα και διαφήμιση οφείλει όχι μόνο να πουλάει σεξ και καύλα
αλλά και μια ποικιλία άλλων συναισθημάτων (φυσικά το σεξ βασιλεύει ως το πρώτο
αγχολυτικό!).
Αγαπημένε μου, μοναδικέ (που έλεγε κι ο τζιμάκος) αναγνώστη, λυπάμαι πολύ αλλά όλο αυτό όσο καλές προθέσεις κι αν έχει από διάφορες μεριές, όσο κι αν φέρνει στην επιφάνεια σωστά και δίκαια ζητήματα (που φέρνει) καλλιεργεί όλο και περισσότερο μια μάζα όντων υπόδουλων στα πιο ανταγωνιστικά και κυριαρχικά ένστικτα. Το βιο-ψυχο-κοινωνικό υπόστρωμα και η προϋπόθεση για την ανάπτυξη και τη κυριαρχία αυτού του ανθρωπότυπου αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς τους τελευταίους αιώνες. Η σύγχρονη μεγαλούπολη με τα κελιά-σπίτια, η συγκέντρωση και στρατολόγηση αμέτρητων ανθρώπων σε καταναγκαστική εργασία και καταναγκαστική κατανάλωση σε τόσο στενούς χώρους δεν μπορεί παρά να προκαλεί στενο-χώρια, θλίψη και ανταγωνισμό. Εν τέλει, καθιστά την συνεχή εναλλαγή υπερδιέγερσης-υποδιέγερσης του ανθρώπινου οργανισμού αναγκαία συνθήκη επιβίωσης, την καθιστά, πλέον, ανάγκη. Ψυχο-βιολογική. Κάθε μέρα χρειαζόμαστε διεγερτικές ουσίες, πρακτικές και ερεθίσματα για να τη βγάλουμε ως το τέλος της. Και άντε μετά να κοιμηθείς. Κι εκεί κάποια υποδιεγερτική ουσία/πρακτική μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Η
συναισθηματικοποίηση του δημόσιου και διαπροσωπικού λόγου, η διαμεσολάβηση μιας
διεγερτικής κατάστασης (με ή χωρίς ουσίες) ανάμεσα σε κάθε γνώση, εμπειρία και
σχέση είναι μια πτυχή αυτής της θλιβερής κατάστασης στην οποία έχουμε
περιέλθει. Η αδυναμία πολιτικού διαλόγου ακόμα και ανάμεσα σε ομοειδείς
πολιτικούς χώρους και η πραγματική επιθυμία για φυσική και κοινωνική εξόντωση
του Άλλου πρέπει να ειδωθεί πρώτιστα ως μια στιγμή αυτής της διάστασης του
κοινωνικού πολέμου. Ο ασταμάτητος πρακτικισμός ή ακτιβισμός και η ατέλειωτη
κριτική θεωρητικολογία – 2 όψεις του ίδιου νομίσματος – είναι κι αυτά
αγχολυτικά αυτής της στρεσσογόνας συνθήκης.
Ανοίγω παρένθεση. Συμμετέχοντας, πριν 5 χρόνια σε μια συνέλευση γειτονιάς (ονόματα δε λέμε, οικογένειες δε θίγουμε) βρέθηκα σε μια στιγμή όπου μια ανθρωποφάγα μάζα είχε έντονα αυτή την επιθυμία εξόντωσης μιας γυναίκας που είχε στο παρελθόν δεχθεί σεξιστική επίθεση, την οποία αυτή η μάζα είχε, αρχικά, συγκαλύψει και στη συνέχεια συσκοτίσει. Όταν αυτή, λοιπόν, βρέθηκε να αντιδρά με τον δικό της τρόπο (με επίθεση σε ένα από τα μέλη της) σε όσα είχε υποστεί, τότε αυτή η μάζα βάλθηκε να την εξολοθρεύσει. Κυριαρχήθηκε ως μια αγέλη από ανθρωποφάγα αισθήματα ενοχής και δημιουργίας αποδιοπομπαίου τράγου. Το «έξω από τη γειτονιά» ήταν η κομψά εκφρασμένη πρόταση αυτής της επιθυμίας για φυσική εξόντωση. Όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω μέσα σε αυτό το καζάνι προσπάθησα να τοποθετηθώ με ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ. Τι το ‘θελα; Αυτή η ψυχραιμία μου ακριβώς ήταν αντικείμενο κατηγορίας όταν μετά βρέθηκα εγώ με τη σειρά μου στο στόχαστρο της επιθυμίας για εξόντωση. Με κατηγόρησε ένας πολύ άντρας ότι είμαι «πολύ ψύχραιμος». Και αυτό έδειχνε ότι δεν στηρίζω την ομάδα, ότι δεν ήμουν μαζί τους. Μαζί τους στο βασίλειο του ενστίκτου της κυριαρχικής εξόντωσης, της επιβίωσης του πιο δυνατού. Και ήταν έτσι. Είχαν δίκιο. Δεν ήμουν μαζί τους. Μαντέψτε ποιοι νίκησαν και ποιοι χάσανε τα αυγά και τα πασχάλια. Κλείνω παρένθεση.
Χρειάζεται, για αρχή, ψυχραιμία..
ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ.
Τι άλλο χρειάζεται;
Σκέψη, λογική και ανάδειξη της πραγματικής πραγματικότητας και του πολιτικού ζητουμένου για μια κοινωνία ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας.
Στόχευση στη δομή των πραγμάτων, στις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων μας. Συνεχής ανάδειξή τους. Πνευματική και διανοητική συγκέντρωση σε αυτές.
Λιτότητα στις διασκεδάσεις και τις εκτονώσεις. Περιορισμός και αυτοσυγκράτηση στην ψυχο-βιολογική ανάγκη για διέγερση. Εκτόνωσή της με δημιουργικό τρόπο που ενισχύει τις καλές ποιότητες που έχουμε και τις ουσιαστικές σχέσεις.
Μείωση της ταχύτητας που κάνουμε τα πράγματα. Ο χρόνος πρέπει να επιβραδυνθεί.
Το συναίσθημα που παράγεται στις σημερινές παράλογες και άγριες κοινωνίες δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου παράλογο και αντι-κοινωνικό. Δεν μπορεί αυτό να είναι οδηγός μας. Το συναίσθημα μπορεί να είναι δύναμη, κίνητρο, έμπνευση. Το συναίσθημα είναι ζωή. Όχι οδηγός. Τα έχουν ήδη σκεφτεί και προλάβει όλα οι ειδικοί της Κυριαρχίας σχετικά με τα συναισθήματα. «Θεραπεία» για να ξεχνάς αυτά που σε πληγώσανε στο παρελθόν ετοιμάζουν στα εργαστήρια της σύγχρονης επιστήμης.
Από τη μεριά
μας, χρειαζόμαστε τη μνήμη. Αυτών που μας έκαναν να χαρούμε και αυτών που μας
πληγώσανε. Χρειαζόμαστε τη μνήμη ότι ο άνθρωπος κάποια στιγμή αναπτύχθηκε και
επιβίωσε επειδή μπόρεσε να παρατηρήσει τον εαυτό του και τη σχέση του με το
περιβάλλον, να αντιληφθεί αιτιώδεις σχέσεις. Να αντιληφθεί την ίδια την
ποιότητα των σχέσεων του. Επειδή μπόρεσε να δημιουργήσει ο ίδιος τις συνθήκες
που χρειαζόταν για να επιβιώσει αντί να είναι ακόλουθος των δοσμένων συνθηκών,
των ενστίκτων και της υφιστάμενης κατάστασης. Επειδή αποφάσισε να αποτρέψει τη
λογική της «επιβίωσης του ισχυρότερου» και αποφάσισε να φροντίσει τον πιο
αδύναμο, αποφάσισε να αναπτύξει κοινωνία αλληλοβοήθειας.
Αυτά τα
χαρακτηριστικά είναι η πηγή της ελευθερίας. Η αυτοπαρατήρηση, η αυτοσυνείδηση,
η δημιουργία των συνθηκών που εμείς επιλέγουμε για εμάς. Αυτά δεν
δημιουργούνται μέσα από τα αυθόρμητα συναισθήματα, τις χημικές αντιδράσεις του
εγκεφάλου σε διεγερτικά ερεθίσματα και τις στρεσσογόνες καταστάσεις του
σήμερα. Θα δημιουργηθούν με την
προσεκτική παρατήρηση. Και, άρα, την αποστασιοποίηση. Η παρατήρηση χρειάζεται
μια σειρά από προϋποθέσεις όπως αυτές που ανέφερα πιο πάνω. Χρειάζεται να είναι
μια παρατήρηση προσωπική. Τίποτα δεν αντικαθιστά την προσωπική δουλειά. Αλλά και
μια παρατήρηση μέσα στη σχέση με το Άλλο. Δεν υπάρχει πρόσωπο χωρίς σχέση.
Χρειάζεται να είναι μια συν-παρατήρηση, συζήτηση, σύ-σκεψη και όχι απλά
συμβίωση.
Συνηθίζουμε να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» σε αντιπαραβολή με την αναρχική αντίληψη ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα και ότι τα μέσα θα πρέπει να προεικονίζουν και να εμπεριέχουν με έναν τρόπο τον σκοπό μας για μια ελεύθερη κοινωνία. Το πιο σύνηθες είναι το παράδειγμα σχετικά με την επιβολή. Ότι δεν υπάρχει περίπτωση να θες να πετύχεις τη χειραφέτηση των ανθρώπων με το ζόρι. «Δε θέλουμε να απελευθερώσουμε τους ανθρώπους, θέλουμε οι άνθρωποι να απελευθερωθούν», γράφει κάπου ο Μαλατέστα. Αυτός ο αυστηρός διαχωρισμός παρεξηγείται πολύ συχνά απ’ όσους μας ακούνε και πολλές φορές μας κατηγορούν για ιδεολογικά κολλήματα ή μας εγκαλούν ότι δε θέλουμε να προχωρήσουν τα πράγματα και μένουμε στην απραξία για χάριν της ιδεολογικής καθαρότητας. Εδώ θα ήθελα να ξεκαθαρίσω το ζήτημα, όσο μπορώ, τόσο για όσους μας παρερμηνεύουν, για εκείνες τις φορές που δεν το λέμε καλά και μας παρερμηνεύουν και άλλο τόσο για τις φορές που μας ερμηνεύουν σωστά και πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες όντως έχουν ιδεολογικές εμμονές με τα μέσα του αγώνα, έχουν ανάγει τα μέσα σε σκοπό,σε έναν ατέρμονο πρακτικισμό .
Ο Μαλατέστα γράφει για το θέμα των μέσων και των σκοπών πολύ καθαρά: «Δεν αρκεί όμως να επιθυμεί κανείς κάτι και να το θέλει πραγματικά, πρέπει να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα για την πραγμάτωσή του. Και τα μέσα αυτά δεν είναι αυθαίρετα: απορρέουν υποχρεωτικά απ’ τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουμε κι απ’ τις συνθήκες στις οποίες αγωνιζόμαστε. Γιατί αν αγνοήσουμε την επιλογή των κατάλληλων μέσων θα πραγματώσουμε άλλους σκοπούς, ίσως μάλιστα εντελώς αντίθετους απ’ αυτούς στους οποίους αποβλέπουμε, και κάτι τέτοιο θα έχει ολοφάνερη και αναπόφευκτη συνέπεια των μέσων που επιλέξαμε. Όποιος ακολουθήσει λάθος δρόμο δεν θα πάει εκεί που θέλει αλλά εκεί που θα τον οδηγήσει ο δρόμος».
Στην πραγματικότητα πάντοτε τα μέσα εμπεριέχουν το σκοπό. Όχι με έναν ντετερμινιστικό τρόπο. Πάντοτε υπάρχουν κάποιες εναλλακτικές επιλογές ανάλογα με το γενικό πλαίσιο, τα χαρακτηριστικά του ίδιου του μέσου (άλλο ένα παλούκι, άλλο μια πυρηνική κεφαλή) και τη χρήση του.
Ας χρησιμοποιήσουμε το εμβληματικό και ταυτόχρονα, ατυχές παράδειγμα της υποτιθέμενης ουδετερότητας των μέσων. Το μαχαίρι. Αν θέλεις να χρησιμοποιήσεις ένα μαχαίρι τότε θα το χρησιμοποιήσεις για να σκίσεις το αντικείμενο σου. Είτε αυτό είναι ψωμί, είτε ανθρώπινο σώμα. Το σκίσιμο ενός υλικού αντικειμένου είναι ο γενικός σκοπός του μαχαιριού. Δεν προσδιορίζεται το αντικείμενο του σκισίματος σε ένα πρώτο επίπεδο. Με τη σημερινή εξειδίκευση, όμως, στο σχεδιασμό του ίδιου του μαχαιριού (του μέσου) έχει αρχίσει να προσδιορίζεται πέρα από το γενικό σκοπό (σκίσιμο) και ο ειδικός σκοπός που αφορά το είδος του αντικειμένου: μαχαίρι για ψωμί, για ψάρι, για φρούτα, για άνθρωπο κτλ. Βλέπουμε ότι τα μέσα προεικονίζουν το σκοπό. Αν μου κάνουν έλεγχο οι μπάτσοι κι έχω μαχαίρι για ψωμί και άπλωμα μαρμελάδας μπορώ εύκολα να τους πείσω ότι πάω όντως για πικ νικ και όχι για να καθαρίσω κανέναν.
Πάντα τα μέσα προεικονίζουν το σκοπό. Αυτό δεν είναι μια αξιακή επιλογή, είναι η πραγματικότητα των μέσων. Τα οποία αλλάζουν και αναπροσαρμόζονται, ξανασχεδιάζονται ανάλογα με τη χρήση τους, δηλαδή, ανάλογα με τους σκοπούς μας.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ο σκοπός μας. Και αν προσπαθούμε όντως γι’ αυτό το σκοπό που λέμε ότι το κάνουμε ή αν απλά τον χρησιμοποιούμε ως έναν τρόπο για να εξαπατήσουμε (άλλους ή τον εαυτό μας, λίγη σημασία έχει). Οπότε όταν κάποιος χρησιμοποιεί εξουσιαστικά μέσα είναι ατελέσφορο να τον κριτικάρουμε με βάση την αναρχική αντίληψη για τη σχέση μέσων και σκοπών. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να τον κριτικάρουμε για τους σκοπούς του που προωθεί με τα μέσα που χρησιμοποιεί. Και όχι να προσπαθούμε να τον διορθώσουμε. Επιδιώκει άλλον σκοπό. Και είτε θα πρέπει να ξεσκεπάσουμε την απάτη του, είτε να τον βοηθήσουμε να τα βρει με τον εαυτό του, να οξυνθεί η αντίληψή του κτλ, αν είναι αυτό το πρόβλημα.
Και όταν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα αυτό σημαίνει πολύ απλά πως ο σκοπός σου δεν έχει ιερό και όσιο, πως το παν είναι να πετύχεις ΕΣΥ αυτό που θέλεις. Αυτό δεν είναι πάντα λάθος και σίγουρα δεν είναι πάντα άδικο. Έχει να κάνει με το σκοπό σου πάλι. Δεν μπορούμε να το αξιολογήσουμε τόσο αφηρημένα. Πρέπει να ρωτήσουμε: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ που θέλεις να πετύχεις; ΜΕ ΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ; Πρέπει να δούμε συγκεκριμένα πάλι, τη σχέση των μέσων και των σκοπών.
Αυτό που εννοούμε με τη φράση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» αφορά, βέβαια, κάτι πολύ συγκεκριμένο στη καθημερινή γλώσσα. Κάτι που από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι ανήκει στη σφαίρα της εξουσίας. Δηλαδή, ότι το πιο σημαντικό είναι η επιβολή της ισχύος και ότι κάποιος θα το προσπαθήσει με κάθε τρόπο, χωρίς να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο παρά η ισχυροποίηση του ΕΓΩ, ατομικού ή συλλογικού. Ο σκοπός για αύξηση της ισχύος καθεαυτής είναι αυτοσκοπός. Για εμάς και γενικά για τις κοινωνίες η αύξηση της ισχύος, το να γίνουμε πιο δυνατοί δεν είναι και δε θα είναι ποτέ αυτοσκοπός. Θα είναι πάντα μέσο για να πετύχουμε κάτι άλλο. Λιγότερο χρόνο εργασίας, περισσότερη σχόλη, λιγότερη αρρώστια, περισσότερη ζωή, κτλ. Αυτή η κριτική είναι και πάλι μια κριτική στο σκοπό. Όταν λέμε ότι δεν μπορεί ο σκοπός να αγιάζει τα μέσα, εννοούμε ότι δεν μπορεί το μόνο που σε νοιάζει να είναι η επίτευξη της επιθυμίας σου ακόμα και δια της επιβολής, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό μπορεί να είναι τόσο βλαπτικό και άδικο. Δεν μπορεί ο σκοπός σου να είναι, απλά, η αύξηση της ισχύος σου (ως αυτοσκοπός). Ότι δεν μπορεί, τέλος πάντων, να είσαι τόσο μεγάλος μαλάκας.
Η επιλογή και η χρήση των μέσων είναι αυτό που
προεικονίζει το σκοπό. Και αυτό γιατί ΗΔΗ η επιλογή και η χρήση των
συγκεκριμένων μέσων έχει γίνει για ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΟΠΟ. Δεν επιλέγονται τα μέσα χωρίς
λόγο. Επιλέγουμε και αποφασίζουμε πρώτα. Τα μέσα έπονται. Είναι αυτό που λέει η
λέξη: «μέσα» προς αυτό που επιδιώκουμε.
Η κυριαρχική
σχέση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον όταν επικρατεί η αρχή «ο σκοπός αγιάζει
τα μέσα». «Επικρατεί» δε σημαίνει απαραίτητα ότι επικρατεί λογικά ως συνειδητή
απόφαση. Σημαίνει ότι έχει εγκαθιδρυθεί ως μια πρακτική ανεξαρτήτως του βαθμού
συνείδησης και επιλογής. Η επιλογή, η αποφασιστικότητα και η ευθύνη είναι
πάντοτε παρούσες σε κάθε τι ζωντανό ως δυνατότητες σε ένα φάσμα που μπορεί να
έχει μεγάλες αποκλίσεις. Άλλοτε εμφανίζεται ως μια συνειδητή επιλογή και άλλοτε
ως κεκτημένη συνήθεια. Η πηγή της Κυριαρχίας είναι η επιδίωξη για απόκτηση
δύναμης με κάθε μέσο. Όσο μεγαλύτερη η αδυναμία τόσο μεγαλύτερη μια τέτοια
επιδίωξη. Οι περιπτώσεις που όντας σε ακραία κατάσταση αδυναμίας, οι άνθρωποι
δεν ενεργοποιούν αυτή την αρχή είναι περιπτώσεις που υπάρχει ισχυρό αξιακό και
πολιτισμικό βάρος στις συνειδήσεις των ανθρώπων (απ’ όπου κι αν προέρχεται πχ.
θεολογία, πολιτική ιδεολογία, παράδοση). Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό το
βάρος λειτουργεί ως ένα απόθεμα ψυχικής, υπαρξιακής δύναμης. Άρα, στην
πραγματικότητα δεν αίρεται αυτή η γενική αρχή για την σχέση αδυναμίας και του «σκοπού
που αγιάζει τα μέσα».
Η αδυναμία
δεν φέρνει ελευθερία, εξέγερση ή επανάσταση όπως διάφοροι φονταμενταλιστές
κηρύττουν (ψευδώς) μέσα στα λεγόμενα ριζοσπαστικά κινήματα αλλά το αντίθετο.
Φέρνει φόβο, ανταγωνισμό και αλληλοεξόντωση. Η έλλειψη δύναμης, ψυχικού και
υλικού αποθέματος είναι η προϋπόθεση για να γεννηθεί η κυριαρχική σχέση. Από τη
σκοπιά του Κυρίαρχου αυτή η κατάσταση τον φέρνει σε θέση ισχύος όπου με οικονομία
μπορεί να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην κυριαρχική σχέση και από τη
σκοπιά του Υποτελούς αυτό τον καθιστά φοβισμένο, χωρίς αυτοπεποίθηση και πάντα εξαρτώμενο
από την αναγνώριση του Κυρίου του.
Η επιστήμη
ορίζει και ταξινομεί τις περιπτώσεις αδυναμίας, έλλειψης και φτώχειας με σκοπό
να τις οργανώσει κατά παραγγελία της εκάστοτε κυριαρχικής σχέσης. Η
(ψυχ)ιατρικοποίηση των συμπεριφορών δε θα πρέπει να συγχέεται ούτε με την
απουσία ευθύνης των ανθρώπων από τη μία αλλά ούτε και με την έννοια του
ψέματος. Το πιο γνωστό παράδειγμα – που απασχολεί και το αντιπατριαρχικό κίνημα
της εποχής μας – είναι η ψυχιατρικοποίηση των ανδρών που σκοτώνουν και
κακοποιούν γυναίκες. Το γεγονός ότι οι άνδρες έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους
δε σημαίνει πως αυτές οι πράξεις δεν είναι παράλληλα αντικείμενο της
ψυχιατρικής. Και αυτό όχι γιατί πρέπει να απαλλαγούν από τις ευθύνες τους αλλά
γιατί η ίδια η πατριαρχία είναι αρρώστια από μια τέτοια σκοπιά. Όπως και γενικά
η Κυριαρχία είναι αρρώστια ως σχέση. Η πρόθεση ενός άνδρα να σκοτώσει μια
γυναίκα που αρνείται να είναι δικιά του είναι χωρίς αμφιβολία μια κυριαρχική συνθήκη
αλλά όχι με την έννοια ότι είναι μια επιθυμία του Κυρίου. Αλλά μια συνθήκη της
κυριαρχικής σχέσης ως τέτοιας. Μια κατάσταση του Κυρίου και του Υποτελούς
συγκεντρωμένη σε ένα πρόσωπο, αν θέλουμε ντε και καλά να την τοποθετήσουμε σε
ρόλους: η επιθυμία της απόλυτης
κυριότητας πάνω στο άλλο πρόσωπο και η ανάγκη για απόλυτη αναγνώριση από το
άλλο πρόσωπο. Η επιθυμία για απόλυτη καθυπόταξη του Άλλου πηγάζει από την
τεράστια έλλειψη ανεξαρτησίας από το Άλλο.
Το σπάσιμο
αυτού του φαύλου κύκλου προϋποθέτει δύναμη. Αλλά η δύναμη δεν είναι αρκετή.
Απαιτείται μια πραγματική και ουσιαστική σχέση με το Άλλο. Είτε πρόκειται για
κάποιο άλλο πρόσωπο, είτε για το ίδιο σου το σώμα, είτε για το φυσικό κόσμο,
είτε για την τροφή κοκ. Πραγματική σχέση, δηλαδή, μια σχέση Αγάπης, ουσιαστικού
πλησιάσματος. Η Αγάπη δίνει δύναμη, η ουσιαστική σχέση (όπως στον έρωτα)
παράγει πρωτογενώς δύναμη. Η σχέση. Όχι τα πρόσωπα ξεχωριστά. Η σχέση είναι η
πηγή της δύναμης. Η ουσιαστική κοινότητα αμοιβαίας αναγνώρισης, συνεργασίας και
συνδημιουργίας είναι η πηγή της ζωής και η πηγή της δύναμης.
Η δύναμη από
αγάπη είναι αυτή που τελικά μπορεί να αποτρέψει και την εγκαθίδρυση της αρχής
«ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Επειδή, αντί αυτής, εγκαθιδρύει μια ουσιαστική
σχέση αποτρέποντας την εκμετάλλευση και καθυπόταξη του Άλλου στο φτωχό και
αδύναμο Εγώ. Μια σχέση όπου το Εγώ και το Άλλο συνυπάρχουν επειδή είναι
διαφορετικά και όχι αποδεχόμενα ή υποτάσσοντας το ένα στο άλλο.
Αλληλοσυμπληρώνονται με έναν τρόπο που ενισχύει αμοιβαία την ανάπτυξή τους και
την ενδυνάμωσή τους. Ένας δυνατός άνθρωπος επιθυμεί την αμοιβαία συνύπαρξη με
κάποιον άλλον άνθρωπο. Θέλει ουσιωδώς να συνυπάρξει με τον άλλο, να
συνδημιουργήσει. Γιατί ένας δυνατός άνθρωπος είναι δυνατός μόνο ΩΣ ΣΧΕΣΗ και το
ξέρει.
Η σύγχρονη κατάσταση της συνεχούς έλλειψης/αδυναμίας είτε από τη στέρηση, είτε από τον πληθωρισμό των επιθυμιών (δύο όψεις του ίδιου νομίσματος) δε μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τίποτα άλλο παρά μονάχα την απουσία ουσιαστικής σχέσης με το Άλλο, την επιθυμία για αναγνώριση, προσοχή και φροντίδα με κάθε δυνατό μέσο ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να σκοτώνεις τα 3 σου παιδιά για να ενδυναμωθείς μέσα από την πάνδημη προσοχή, φροντίδα και αγάπη των ανθρώπων. Η επιστήμη θα ταξινομήσει κάθε συνθήκη (ναρκισσισμός, σύνδρομο Μινχάουζεν κτλ) με κριτήριο το «κάθε δυνατό μέσο», με βάση τη συμπτωματολογία αυτής της κατάστασης για να κατευθύνει τις σχέσεις σε ένα νέο υπόδειγμα ώστε αυτές να μην καταλύουν εντελώς την κυριαρχική σχέση. Το αλυσόδεμα από την οθόνη δεν εκφράζει κάτι άλλο πέρα από αυτή την απελπισμένη ανάγκη για μια υποκατάστατη σχέση χωρίς όμως την απαραίτητη αγάπη και δουλειά που απαιτεί μια πραγματική σχέση. Δηλαδή, μια σχέση φτωχότερη. Με λιγότερο από το άλλο μέρος και περισσότερο «εγώ». Μια σχέση Αγάπης του Εαυτού με κάθε μέσο. Μιας Αγάπης που δεν του δόθηκε, μιας Αγάπης χωρίς αναγνώριση του Άλλου αλλά υπό την πλήρη απουσία του. Μια Αγάπη, εθισμός με τον Εαυτό. Εθισμός είναι η απόλαυση χωρίς το Άλλο και επειδή απουσιάζει το Άλλο, είχα διαβάσει κάπου. Η κυριαρχική σχέση αρρωσταίνει το «εγώ» είτε με υπερτροφία, είτε με σπάνη (οι δύο όψεις που λέγαμε). Αρρωσταίνει το «εγώ» και εν τέλει και το «άλλο». Και αυτή η αρρώστια δεν απέχει από το να θανατώσει και το «εγώ» και το «άλλο», μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Η επιδίωξη της ισότητας των συνθηκών μέσα από την ελεύθερη και αμοιβαία ανάπτυξη της δημιουργικότητας μας είναι ο μόνος δρόμος για την πραγματική σχέση, για τη θεραπεία και την απαλλαγή από την Κυριαρχία.
Η Ελληνική κυβέρνηση κάνει ότι η Ένωση Εφοπλιστών της λέει να κάνει.
Από την ώρα που αναδείχθηκαν οι συνεντεύξεις Λασκαρίδη και Πλακιωτάκη από το thepressproject έχει γίνει ένας χαμός στα social media με αιχμή τον “εξευτελισμό” του υπουργού και της κυβέρνησης από έναν Κύριο που σκέφτεται και δρα χρόνια για το καλό της Κυριαρχίας του και του Κράτους του. Είναι αλήθεια πως αναδεικνύεις από την πραγματικότητα όχι όλα όσα πραγματικά συμβαίνουν άλλα όλα όσα σχετίζονται με τους σκοπούς σου. Έτσι, οι επίδοξοι εξουσιαστές από την αριστερή μεριά και όσους συντάσσονται μαζί τους συνειδητά ή από λάθος ανέδειξαν κάποιον υποτιθέμενο εξευτελισμό.
Είναι αλήθεια πως είναι πολύ διασκεδαστικό να βλέπεις τον υπουργό να στραβοκαταπίνει όταν βλέπει το αφεντικό του να λέει τι πραγματικά πιστεύει για τον εαυτό του. Αλλά αυτά που είπε ο Λασκαρίδης, ότι οι έλληνες εφοπλιστές έχουν χεσμένο τον πρωθυπουργό μόνο αλήθεια δεν είναι. Γι’ αυτό φυσικά και ανακάλεσε αμέσως αλλά και κινητοποιήθηκαν οι ανταγωνιστές του για να τον διώξουν από το ΔΣ της Ένωσης Εφοπλιστών.
Στις δύο συνεντεύξεις αυτές ειπώθηκε μια μεγάλη αλήθεια αλλά όχι αυτή που παρουσιάζεται. Το μισό της αλήθειας αποτυπώθηκε στο συνδυασμό της δήλωσης του Λασκαρίδη ότι “η Ελληνική κυβέρνηση κάνει ότι η Ένωση Εφοπλιστών της λέει να κάνει” και συμπληρώθηκε από την απάντηση του Πλακιωτάκη ότι “Η ελληνική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο για την ελληνική ναυτιλία και έτσι έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο την τελευταία δεκαετία“. Η ουσία του ελληνικού κρατικού σχηματισμού από την γέννησή του συμπυκνώνεται σε αυτές τις δύο προτάσεις. Η ουσία της σχέσης Κράτους-Κεφαλαίου.
Αυτή η ουσία αποτυπώθηκε την τελευταία δεκαετία στην προάσπιση των εφοπλιστικών συμφερόντων από το ελληνικό Κράτος κόντρα στην Ε.Ε. και τους κακούς Γερμανούς που θέλανε να φορολογήσουν τους έλληνες εφοπλιστές. Αυτή η ουσία διαλύει κάθε θεωρίας εξάρτησης και υποτέλειας του ελληνικού κράτους στους ξένους ιμπεριαλιστές και αναδεικνύει τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων. Μια πραγματικότητα που η Αριστερά προσπαθεί να συσκοτίσει για να στρέψει τις υποτελείς τάξεις στην αγκαλιά του Κράτους. Στο ελληνικό κράτος κουμάντο κάνουν οι εφοπλιστές – αυτό το ξέρουν όλοι. Το ελληνικό κράτος είναι πρωτίστως ο φορέας που φτιάχνει το κατάλληλο πλαίσιο για να υπηρετήσει τα συμφέροντά τους κόντρα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Στο εσωτερικό ενάντια στις κοινωνικές αντιστάσεις και σε ρόλο διαιτητή ανάμεσα σε ανταγωνιστές Κεφαλαιοκράτες και στο εξωτερικό απέναντι σε άλλα Κράτη και Κεφάλαια. Ο Λασκαρίδης είναι από τους σοβαρούς ανθρώπους που το εθνικό τους καθήκον το κάνουν και με το παραπάνω. Προφανώς, αυτή η στιγμή (για το χέσιμο) ήταν μια στιγμή “ανεμελιάς” που δείχνει ότι είναι το αφεντικό αλλά γνωρίζει καλύτερα από εμάς ότι το Κράτος είναι απαραίτητο για τα Κεφάλαια. Και ο Πλακιωτάκης γνωρίζει ότι όσο και να τον ταπεινώνει και να τον λοιδωρεί το Κεφάλαιο του είναι απαραίτητος – εξ ου και ότι είναι “ο πιο σημαντικός υπουργός”. Η μόνη απάντηση που – αφού στραβοκατάπιε – μπόρεσε να δώσει είναι η μόνη αλήθεια, το σωσίβιο που έσωσε την αξιοπρέπεια του λέγοντας στον Πάνο “δε μπορείς να κάνεις χωρίς εμάς”.
Αν η αφετηρία σου είναι ο εξευτελισμός της κυβέρνησης από έναν εφοπλιστή, τότε ο τερματισμός σου είναι μια ισχυρή κυβέρνηση, ένα ισχυρότερο Κράτος. Αυτή είναι η Αριστερά. Και η Δεξιά – αυτό το γραφείο που αναλαμβάνει εργολαβίες από τα κάθε είδους λόμπι (βλ. “ενεργοί μπαμπάδες”, ΑΠΕ, κοκ) – το κατσαπλιάδικο συμπλήρωμά της. Κράτος και Κεφάλαιο, όλα τα κόμματα Δεξιά και Αριστερά δουλεύουν συλλογικά και εντατικά για να μας κρατήσουν πειθαρχημένους και αδύναμους.
Οι έννοιες οργανώνουν τη σκέψη μας, φανερώνουν ή αποκρύπτουν πτυχές της πραγματικότητας και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η χρήση τους να γίνεται αβίαστα. Το περιεχόμενό τους, όμως, δεν ορίζεται εκ των προτέρων, θεωρητικά και a priori, αλλά μέσα στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις. Το γράφω αυτό για να ξεκαθαρίσω τη στάση μου σχετικά με τον διάλογο γύρω από τη χρήση της έννοιας της «χούντας» για να περιγραφεί η παρούσα κατάσταση. Η χρήση της θα πρέπει να υπηρετεί την φανέρωση της πραγματικότητας, πτυχών της που παραμένουν αόρατες και το περιεχόμενό της θα καθοριστεί μέσα στην πραγματική κίνηση. Έτσι, η αφηρημένη κριτική για το αν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτή την έννοια ή όχι δεν έχει και πολύ νόημα. Αντίθετα, θα πρέπει να γίνεται συγκεκριμένη. Ποιος τη χρησιμοποίησε; Με ποιο πολιτικό σχέδιο; Που; Στα Εξάρχεια ή σε μια πόλη της επαρχίας; Σε ποιους απευθύνεται; Τι σχέση κατάφερε να δημιουργήσει; Ποια κινητοποίηση ενίσχυσε; Σε κάποια περίπτωση η χρήση της μπορεί να ευνοεί την ριζοσπαστικοποίηση, ενώ σε κάποια άλλη να ωφελεί την συντήρηση.
Χρησιμοποιώ αυτόν τον τίτλο, κυρίως, για άλλους λόγους.
Καταρχάς, γιατί πραγματικά υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι η Χούντα
τελείωσε το ’73. Μέχρι και σε ανακοινώσεις αναρχικών εγχειρημάτων διάβασα ότι η
περίοδος της χούντας τελειώνει το 1973. Υπάρχει εδώ μια ιστορική άγνοια που δεν είναι το κατεξοχήν πρόβλημα. Το πρόβλημα
είναι πως δημιουργεί μια πολιτική
άγνοια για τα αίτια της πτώσης της Χούντας. Άγνοια που οι συνέπειες της είναι
παρούσες από τότε ως και σήμερα και δεν ευνοεί την αντικρατική μεθοδολογία
ανάλυσης. Η Χούντα δεν τελείωσε με το Πολυτεχνείο του Νοέμβρη ‘73, παρόλο που η
εξέγερση (όπως κάθε εξέγερση) επηρέασε την κρατική πολιτική και δημιούργησε
αναταραχές και αναγκαίες ανακατατάξεις στο καθεστώς. Υπάρχουν λόγοι που δεν
τελείωσε με την εξέγερση και τελείωσε τον Ιούλιο του 1974. Αυτό δεν αναιρεί το
γεγονός ότι η εξέγερση έφθειρε την κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση της Χούντας.
Αλλά δουλειά μας είναι να μην παραμένουμε σε μια επιφανειακή αντίληψη των
γεγονότων (ότι έγινε η εξέγερση η οποία έφθειρε το καθεστώς και αυτό κατέρρευσε
λίγους μήνες μετά εξαιτίας αυτής της εξέγερσης) αλλά να πλησιάζουμε όσο πιο
κοντά γίνεται στα πραγματικά γεγονότα. Και ειδικά, στην σχέση του κοινωνικού
πολέμου με το διακρατικό ανταγωνισμό – που είναι μια σχέση απαραίτητη για κάθε
ανάλυση μας και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη.
Η παραπάνω αφήγηση έχει επιβληθεί από την Αριστερά για τους
δικούς της λόγους ηγεμονίας μέσα στους κοινωνικούς αγώνες, μια αφήγηση που την
κάνει να αυτοπαρουσιάζεται ως η ηγεσία τους και ως η μόνη πραγματική λύση για
την ταξική πολιτική του κράτους. Σήμερα, ζούμε υπό την ηγεμονία της αφήγησης
της Αριστεράς και γι’ αυτό η έμφαση είναι στον αυταρχισμό, στους μπάτσους και
την καταστολή. Όσοι κινητοποιούνται από αυτά τα – κατά τ’ άλλα κακά – πράγματα
αυτοτοποθετούνται στην ουρά της Αριστεράς (με το Μέρα25 να προσπαθεί να γίνει ο
ΣΥΡΙΖΑ του ’08).
Η Χούντα δεν έπεσε ακριβώς. Παραιτήθηκε υπό το βάρος της
αποτυχίας της. «Ήταν Κυριακή βράδυ, στις
21 Ιουλίου 1974 και ο υφυπουργός εξωτερικών Τζόζεφ Τζ. Σίσκο (JosephJ. Sisco),
βρισκόταν στην Αθήνα προσπαθώντας να διαπραγματευθεί με την Ελλάδα και την
Τουρκία μια κατάπαυση πυρός στην Κύπρο. Τρεις φορές προσπάθησε να επικοινωνήσει
τηλεφωνικά με τον πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο· τρεις φορές απέτυχε.
Μετά δοκίμασε την τύχη του με τον εκτελούντα χρέη υπουργού εξωτερικών Κωνσταντίνο
Κυπραίο· και πάλι τίποτα. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν είχε πια κυβέρνηση».[1]
Προσπάθειες επεκτατισμού του ελληνικού κράτους
Η προσπάθεια επέκτασης της εδαφικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στον 20ο αιώνα έχει μια συγκεκριμένη ιστορία με επιτυχίες και αποτυχίες. Όλες οι επιτυχίες συνοδεύτηκαν από πετυχημένες συμμαχικές εκστρατείες και μεταπολεμικές διπλωματικές συμφωνίες. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι μετά τους οποίους διπλασίασε την εδαφική του επικράτεια, η συνθήκη των Σεβρών του 1920 όπου πέτυχε να είναι η περιοχή της Σμύρνης υπό τον Σουλτάνο αλλά με ελληνική διοίκηση και δικαίωμα δημοψηφίσματος μετά από 5 χρόνια με ερώτημα περί ένωσης με το ελληνικό κράτος και η προσάρτηση των Δωδεκανήσων το 1946-7 ύστερα από την συμφωνία ανάμεσα σε νικητές και την ηττημένη Ιταλία στην οποία άνηκαν ως τότε. Οι αποτυχίες συνοδεύτηκαν από αστοχίες της εξωτερικής της πολιτικής και κυρίως από κινήσεις που έκανε όταν έπαιζε περισσότερο σόλο. Η προσπάθεια που έγινε με τον πόλεμο του 1919-21 και την μάχη του Σαγγαρίου (80χλμ δυτικά της Άγκυρας) όπου άρχισε η κάτω βόλτα και κατέληξε στον εκδιωγμό των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών το 1922. Τη δεκαετία του ’50 το ελληνικό κράτος ξεκίνησε να στηρίζει την ανεξαρτησία της Κύπρου από τους Βρετανούς στέλνοντας τον Γεώργιο Γρίβα[2] ιδρύοντας την ΕΟΚΑ και όλη την πολύπαθη ιστορία που εκτυλίχθηκε στην Κύπρο με τις επιδιώξεις του ελληνικού κράτους η οποία κατέληξε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 με την ΕΟΚΑ Β’ και το ελληνικό κράτος να επιδιώκουν την de facto ένωση Ελλάδος-Κύπρου. Ο ΟΗΕ το χαρακτήρισε ως πραξικόπημα και το τούρκικο κράτος εισέβαλλε 5 μέρες μετά με τα γνωστά αποτελέσματα ως σήμερα.
Μέχρι και τη δεκαετία του ’90 μέρος του ελληνικού κράτους είχε διάφορες επιδιώξεις (ή φαντασιώσεις έστω) για εδαφική επέκταση προς τα βόρεια σύνορα είτε με τη Ν. Αλβανία/Β. Ήπειρο, είτε με την προσάρτηση της μισής Μακεδονίας σε συμφωνία με την Σερβία για να προσαρτήσει την άλλη μισή (μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας). Σε αυτή τη προσπάθεια επέκτασης κυριάρχησε για διάφορους λόγους η αντίληψη για οικονομική επέκταση – η οποία δεν πήγε και πολύ καλά – και συνέχεια της πρέπει να θεωρηθεί η επιθετικότατη και επεκτατική Συμφωνία των Πρεσπών από την πρώτη φορά Αριστερά. Το πιο πρόσφατο πρότζεκτ επέκτασης του ελληνικού κράτους αφορά τη θαλάσσια επικράτεια. Και συγκεκριμένα όλο αυτό που αποκαλούμε στρατηγική της ΝΑ Μεσογείου με τον χάρτη της Σεβίλλης (που δεν έχει καμία νομική ισχύ) και τη λεγόμενη επήρεια του Καστελόριζου. Δεν είναι σκοπός εδώ να αναφέρω τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας. Στο μόνο που θα ήθελα να σταθώ είναι πως η ιστορία αυτή αναδείχθηκε από όλες τις κυβερνήσεις της τελευταίας 10ετίας με την Αριστερά να δείχνει ιδιαίτερο ζήλο αλλά και να έχει σημαντικές επιτυχίες – αφού σίγασε το εσωτερικό μέτωπο. Οι παραχωρήσεις για εξορύξεις υδρογονανθράκων ξεκίνησαν από την Ήπειρο και το Β. Ιόνιο και κατέληξαν μέσα στα χρόνια στα νότια της Κρήτης, οι συμφωνίες για τις ΑΟΖ ξεκίνησαν με Αλβανία και Ιταλία και έγινε η επέκταση στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο. Γενικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια εξαιρετικά επιθετική εξωτερική πολιτική που κάθε τίμιος εθνικιστής θα έπρεπε να χειροκροτά (ειδικά αν προσθέσουμε και τη Συμφωνία των Πρεσπών και όλες τις διμερείς/τριμερείς συμμαχίες με όλους τους πιθανούς παίκτες της περιοχής).
Από την άλλη μεριά, η ΝΔ επιστρέφει στις διερευνητικές επαφές με
την Τουρκία (που ο ΣΥΡΙΖΑ διέκοψε το 2016 επειδή γούσταρε) και έκανε μια
συμφωνία με την Αίγυπτο ως απάντηση στη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης που στην
πραγματικότητα αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει επήρεια στο Καστελόριζο και η Τουρκία
έχει δίκιο. Γενικά, η Τουρκία ήδη κάνει κινήσεις για να έρθει πιο κοντά με
Ισραήλ και Αίγυπτο και ουσιαστικά πήγε πολύ καλά στη Λιβύη αφού δεν επέτρεψε
νίκη του Χάφταρ (αναγνωρισμένου από το ελληνικό κράτος ως σύμμαχο). Για τον East Med ας μη μιλήσουμε καλύτερα. Ούτε το καλώδιο για τον EuroAsia Interconnector δε θα μπορέσει να
εγκαταστήσει χωρίς άδεια από την Τουρκία όπως πάνε τα πράγματα.
Η συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου
Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, η Δεξιά ζορίζεται πολύ και για να
στυλώσει το εθνικό φρόνημα, να τσιμεντώσει τον εθνικό κορμό ανάγει τον
κοινωνικό και διακρατικό πόλεμο σε πολιτικό και ιδεολογικό πόλεμο απέναντι στον
αιώνιο εχθρό του κομμουνισμού και της Αριστεράς. Πουλάει ιδεολογία, δηλαδή, σε
2 και κάτι εκατομμύρια έλληνες εντός χώρας και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες
εκτός χώρας που προετοιμάζει να εγγράψει στους εκλογικούς καταλόγους για να
πάρει τις εκλογές. Το είδαμε στον Έβρο όπου κατάφερε να πουλήσει την εικόνα της
εισβολής. Το βλέπουμε με την όλο και μεγαλύτερη στοχοποίηση στα κάστρα της Αριστεράς
(άσυλο, πανεπιστήμια, διαδηλώσεις κτλ), στην περίπτωση Κουφοντίνα, στο δόγμα
Νόμος και Τάξη. Θα πρέπει να εξηγήσει στους υπηκόους της, αν χάσει, ότι η ΝΑ
Μεσόγειος δεν είναι ελληνική θάλασσα και το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη
αλλά διεθνή ύδατα. Όλα αυτά είναι πολύ δύσκολα και δεν μπορούν να ειπωθούν μετά
από τόσες δεκαετίες ψεμάτων ή ηλίθιων ελληνάραδικων επιδιώξεων. Το ζήτημα θα
πρέπει να επιλυθεί με κάποιον τρόπο που να φαίνεται ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή
(τα διεθνή δικαστήρια σε συνδυασμό με ολιγοήμερη πολεμική εμπλοκή φαντάζει το
πιο πιθανό σενάριο). Η Αριστερά φυσικά βολεύεται με αυτή την αφήγηση για να
απευθυνθεί στο υπόλοιπο μέρος του εκλογικού σώματος που είναι και εκείνο που
ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις. Γι’ αυτό και έχει επιστρατεύσει τους όρους περί
Χούντας, περί κακών μπάτσων και αυταρχικής κυβέρνησης, νεοφιλελευθερισμού και
ακροδεξιάς πολιτικής ατζέντας. Ή το καλύτερο: «αντιδημοκρατική εκτροπή»!!
Ακούμε ακόμα και το επιχείρημα ότι μοιάζουμε με το καθεστώς Έρντογαν όσο
περνάει ο καιρός. Ένα σύνθημα τέλεια τοποθετημένο στη θέση της Αριστεράς που
συνδυάζει μια επιθετική εξωτερική πολιτική στον προαίωνιο εχθρό και τονώνει το
εθνικό φρόνημα όσων δε θέλουν να ταυτίζονται με την ακροδεξιά.
Δεν έχουμε Χούντα. Ούτε αντιδημοκρατική εκτροπή. Δεν είναι το βασικό πρόβλημα οι μπάτσοι, ούτε η αυταρχικότητα της Δεξιάς κυβέρνησης. Φυσικά, ο πυρήνας της Δεξιάς είναι φασιστικός με την εμφυλιακή έννοια και είναι επικίνδυνος. Θα προτιμούσαμε να μην υπάρχει. Η στρατιωτικοποίηση και ο εκσυγχρονισμός της αστυνομικής πολιτικής (π.χ. διαδηλώσεις) ακολουθεί τα πρότυπα των κανονικών κρατών της Ευρώπης (δεν κρύβω ότι η Δεξιά είναι ικανή στο να τα κάνει σαλάτα και σε αυτό το τομέα, η Αριστερά έχει πιο πολλά φόντα). Τα προβλήματα του ελληνικού κράτους είναι, όμως, πολύ ευρύτερα και δεν μπορώ να αναφερθώ εδώ. Ξεκινούν από τη διαρκή κρίση του καπιταλισμού από τη δεκαετία του ‘70 και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις (που είναι τεκτονικές) μέχρι την μείωση του πληθυσμού και την ανάπτυξη που ποτέ δε θα έρθει. Η Αριστερά προσπαθεί από κοινού να λύσει αυτά τα προβλήματα και πραγματικά δε θέλω να ξέρω τι θα έφτανε να κάνει για να υπερασπιστεί τις εδαφικές επιδιώξεις του ελληνικού κράτους. Η μάχη ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά θα είναι την επόμενη δεκαετία εκείνη η σπειροειδής κίνηση που θα ολοκληρώνει την Κρατική πολιτική πειθάρχησης των υποτελών πληθυσμών στα πρότυπα της στρατιωτικής διαχείρισης των μεταναστευτικών πληθυσμών για τα κατώτερα στρώματα πότε με μπάτσους, πότε με επιδόματα, πότε με αυστηρότητα και πότε με κατανόηση. Μια μάχη που θα προσπαθεί να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά από τα πραγματικά επίδικα του κοινωνικού πολέμου. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι αυτή η μάχη θα αφορά όλο και μικρότερο μέρος του πληθυσμού. Το Σεπτέμβριο του 1996 απείχε το 23,6% από τις εκλογές ενώ τον Ιούλιο του 2019 το 42.2%.[3] Ήδη, η ένταση του κοινωνικού πολέμου την τελευταία 15ετία έχει αναγκάσει το πολιτικό σύστημα όχι μόνο σε κρίση αντιπροσώπευσης αλλά και σε διακυβέρνηση από μια πολιτική ενότητα που μας κυβερνά μέχρι σήμερα και αποτελείται από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά (ο ΣΥΡΙΖΑ και οι μάρτυρες υπεράσπισης του Κουφοντίνα ήταν άκρα αριστερά κάποτε). Από το 2010 και μετά κυβερνά ένα μίγμα αυτού του πολιτικού προσωπικού (σήμερα ένα μίγμα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ και πρώην αριστεροί).
Φυσικά, η ιστορία δημιουργείται από τις πραγματικές κινήσεις των
ανθρώπων. Από τη σκοπιά μας, μόνο μια επαναστατική στρατηγική που θα αντλεί από
τα προτάγματα του ελευθεριακού κομμουνισμού και θα πατάει γερά πάνω στην
τεκμηριωμένη ανάλυση της πραγματικότητας μπορεί να μας δώσει δυνατότητες. Η
κατανόηση της σχέσης κοινωνικού και διακρατικού πολέμου και η ορατότητα αυτής της
σχέσης μακριά από την προσπάθεια για συσκότισή της στο πολιτικό θέατρο (απ’
όπου κι αν προέρχεται) είναι βασικά ζητούμενα μιας τέτοιας τεκμηρίωσης.
[1] «Πώς
έπεσε η χούντα της Αθήνας». Tου Στίβεν Β. Ρόμπερτς
https://tvxs.gr/news/taksidia-sto-xrono/pos-epese-i-xoynta-tis-athinas-mia-xreokopia-sto-mikroskopio-toy-stiben-b-ro
[2] Ο Γεώργιος Γρίβας, ήρωας για τους φασίστες και δικαίως, είναι ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει πολλές σημαντικές στιγμές της ελληνικής κρατικής πολιτικής. Πολέμησε στην Μικρασιατική Εκστρατεία (π.χ. στη μάχη του Σαγγάριου), υποστηρικτής της μεταξικής δικτατορίας κατά τη διάρκεια της οποίας προήχθη επαγγελματικά, ιδρυτής της Οργάνωσης Χ επί Κατοχής και απεσταλμένος του ελληνικού κράτους στη δεκαετία του ’50 ως ιδρυτής της ΕΟΚΑ, απεσταλμένος ξανά την δεκαετία του ’60 μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου και με κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και τέλος ιδρυτής της ΕΟΚΑ Β’ που πραγματοποίησε το πραξικόπημα του ’74 στην Κύπρο – αν και ο ίδιος δεν πρόλαβε να το δει, είχαν κουβαλήσει το έπιπλο οι τέσσερις.
Σε συνέχεια
της προηγούμενης παρέμβασης για τις σχέσεις εκμετάλλευσης που πηγάζουν από την
ασυνέπεια[1],
παλιότερων παρεμβάσεων για το πώς οι συλλογικές ανάγκες και επιθυμίες
δημιουργούν τους ρόλους και τις ιεραρχίες[2]
θα καταγράψω σύντομα την πιο συνηθισμένη στάση που συναντάται (ακόμα και σήμερα)
γύρω από τους κανόνες και τις αρχές λειτουργίας των συλλογικοτήτων, κοινοτήτων,
συνελεύσεων. Πέρα από παλιές κλασικές αναρχικές αντιλήψεις για το θέμα αυτό μου
φαίνεται επιπλέον χρήσιμη γι’ αυτό το σημείο και άποψη του Καστοριάδη. Ο
Καστοριάδης έχει γράψει πως κάθε κοινωνία δίνει το νόμο στον εαυτό της.
Αυτόνομη κοινωνία δεν είναι αυτή που κάνει ότι γουστάρει αλλά αυτή που δίνει το
νόμο στον εαυτό της ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΕΙ. Ετερόνομη κοινωνία είναι αυτή που δίνει το
νόμο στον εαυτό της αλλά ΔΕΝ το ξέρει. Θεωρεί ότι αυτό είναι προϊόν θεϊκών
εντολών, της παράδοσης, της επιστήμης και γενικά οποιαδήποτε πηγή εντολών και
κανόνων η οποία νοείται ως φυσική, ιερή και άρα αδιαμφισβήτητη.
Η απουσία
αρχών λειτουργίας, καταστατικού ή οποιουδήποτε συνόλου κανόνων συλλογικής λειτουργίας
παρουσιάζεται συνήθως ως υπεράσπιση της ελευθερίας, ως άρνηση να μπούνε οι
άνθρωποι σε καλούπια ή να πειθαρχήσουν τη ζωτική τους δημιουργικότητα. Στην
πραγματικότητα αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Μια τέτοια υπεράσπιση γίνεται από τη
σκοπιά αυτού που θα έλεγε ο Καστοριάδης «ετερόνομη κοινωνία». Δηλαδή, από τη
σκοπιά εκείνων των ανθρώπων που δίνουν το νόμο στον εαυτό τους αλλά ΔΕΝ το
ξέρουν. Ή έχουν συμφέρον να διαδίδουν το ψέμα αυτό γιατί θέλουν να δίνουν/επιβάλλουν
το δικό τους νόμο στους άλλους χωρίς οι άλλοι να το συνειδητοποιούν. Δεν
υπάρχει κοινωνία, ομάδα και συλλογική κίνηση ανθρώπων που να μην υπόκειται σε τυπικούς
ή άτυπους, ρητούς ή άρρητους κανόνες. Στην περίπτωση της Άρνησης αυτών των
κανόνων αυτό που συμβαίνει είναι πως επιβάλλονται άρρητοι και άτυποι κανόνες που
προέρχονται από αυτό που «αυθορμήτως» οι άνθρωποι ήδη κάνουν. Γνωρίζουμε καλά
πως ο αυθορμητισμός σημαίνει όχι μόνο αγνή ελευθερία αλλά και κυριαρχία.
Σημαίνει πως ο καθένας κάνει αυτό που ήδη έχει μάθει να κάνει. Ένας σεξιστής θα
είναι «αυθόρμητα» σεξιστής. Η σύγχρονη κοινωνία διαπαιδαγωγεί άτομα
διαχωρισμένα από το διπλανό τους. Άτομα ανταγωνιστικά τα οποία πρέπει να
εκπληρώσουν τις ατομικές τους επιθυμίες, να αυτοεκπληρωθούν ως διαχωρισμένα
άτομα, εξαρτημένα μόνο από τη σχέση κεφάλαιο και την κυριαρχική σχέση. Έτσι, η
απουσία κανόνων στην πραγματικότητα σημαίνει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, επιβολή
του ανταγωνισμού ανάμεσα στα άτομα. Η τάση για συνεργασία από κάποια άτομα
κοντράρεται με τις ατομικές επιθυμίες όπου το κάθε ατομικό ή συλλογικό «εγώ»
επιδιώκει για τον εαυτό του να μετατραπεί η συλλογικότητα σε βασίλειο αυτού του
«εγώ», σε μέσο εκπλήρωσης του νακρισσιστικού και ατομικού «εγώ» ανεξάρτητα από
τα καθήκοντα που προκύπτουν από την πραγματικότητα του κοινωνικού πολέμου. Στο
κείμενο «Οργάνωση ενάντια στη παρέα» γράφει με ακρίβεια: «αν μια συλλογικότητα καταφέρνει να πραγματώσει τις πολιτικές της
επιθυμίες, ανεξάρτητα από το τι επιτάσσει η πολιτική συγκυρία, πάει καλά. Η
δέσμευσή της δηλαδή αρχίζει και τελειώνει στη συνισταμένη των επιθυμιών και των
φιλοδοξιών των μελών της».[3]
Η οργάνωση είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για να μετασχηματιστούμε ως άτομα και ως συλλογικό σώμα για την επίτευξη των ελευθεριακών
σκοπών μέσα στον πραγματικό κόσμο. Και ειδικά εφόσον από γεννησιμιού μας έχουμε
διαμορφωθεί για να υπηρετήσουμε αντίθετους εξουσιαστικούς σκοπούς. Όταν
απουσιάζει αυτό, το μόνο που συμβαίνει είναι η αναπαραγωγή των ήδη υπαρχόντων
σχέσεων και τρόπων ύπαρξης που οι άνθρωποι «αυθόρμητα» εξασκούν. Για
παράδειγμα, σε μια ομάδα 20 ατόμων ένα άτομο που κοινωνικοποιείται εύκολα,
είναι διαχυτικό με πολύ ελεύθερο χρόνο και ελάχιστες ευθύνες ώστε να βγαίνει
για μπύρες με όλα τα άτομα έχει πλεονέκτημα στην επιρροή που ασκεί στη
συλλογικότητα σε αντίθεση με κάποιο άτομο που είναι συνεσταλμένο, δεν το ‘χει
με την επικοινωνία, είναι ίσως καταθλιπτικό, δεν έχει χρόνο, πρέπει να τρέχει
σε χίλιες υποχρεώσεις, δεν έχει λεφτά για μπύρες και έχει προβλήματα υγείας. Με
την επιλογή του αφορμαλισμού στην πραγματικότητα επιβάλλεται μια πραγματικά
ιερή (δηλαδή εκτός αμφισβήτησης) φόρμα οργάνωσης όπου το 1ο άτομο
βρίσκεται ψηλά και το 2ο στον πάτο. Μια ιεραρχική οργάνωση με ένα
σύνολο άρρητων κανόνων που δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι (ετερονομία). Με τέτοιες
λειτουργίες οι παρέες, οι φαμίλιες, οι επίδοξοι αρχηγοί, υπασπιστές και
περσόνες μετατρέπουν τις συλλογικότητες σε μέσα αναπαραγωγής των ατομικών και
συλλογικών τους επιθυμιών που φέρουν από πριν και πολύ συχνά είναι άσχετες με
τους συλλογικούς ρητούς σκοπούς. Η άρνηση, για παράδειγμα, να υπάρχει
συγκεκριμένος τρόπος λήψης αποφάσεων και οργάνωση της συζήτησης δεν είναι
τίποτα άλλο παρά η επιβολή ενός άλλου τρόπου λήψης αποφάσεων: ο πιο γνωστός
είναι ο εξωσυνελευσιακός χώρος των μπαρ και των καφέ όπου οι παρέες τα έχουν προ-αποφασίσει
«αυθόρμητα» και τα φέρνουν στη συνέλευση ως πρόταση.
Το δίλημμα ανάμεσα σε κανόνες λειτουργίας και
απουσία τέτοιων στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει ομάδα που να λειτουργεί χωρίς
κανόνες και αρχές λειτουργίας. Η αλήθεια αυτή είτε δεν αναγνωρίζεται γιατί
βιώνεται ως φυσικό, ιερό γεγονός, είτε παραλείπεται γιατί υπάρχουν συμφέροντα
εντός των ομάδων. Το ζήτημα είναι αν
επιλέγουμε συλλογικά και ελεύθερα τους κανόνες ή αν μας επιβάλλονται. Αν οι
κανόνες επιλέγονται και συμφωνούνται ρητά ή αν επιβάλλονται έμμεσα με τις φυσικοποιημένες
σχέσεις εξουσίας με τις οποίες ξεκινάμε κάθε συλλογική προσπάθεια. Δηλαδή, αν
διαλέγουμε ανάμεσα στην αυτονομία ή στην Ιεραρχία, στους έξωθεν κανόνες που δεν
αναγνωρίζονται και είναι ταμπού να μιλάμε γι’ αυτούς.
Φυσικά, η
συνεργασία, η ισότητα και η αντιεξουσία υπάρχουν και αυτές παρούσες στις
κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και μπορεί να «τύχει» μια συλλογικότητα να
αποτελείται από ανθρώπους που αυτές οι ποιότητες υπερισχύουν άλλων. Αλλά το
ζήτημα με την οργάνωση είναι ακριβώς αυτό: ότι δεν μπορεί να αφήνεται το πράγμα
στη τύχη. Αν οργανωνόμαστε το κάνουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο, γεγονός που
περιλαμβάνει πρώτα και κύρια τον δικό μας τρόπο ύπαρξης και σχέσης.
Το ερώτημα
λοιπόν που πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι ανάμεσα σε οργάνωση και αφορμαλισμό
αλλά ανάμεσα σε μια οργάνωση που υπηρετεί «αυθόρμητα» μεγάλες ή μικρές σχέσεις
Κυριαρχίας και σε μια οργάνωση που είναι αντι-γραφειοκρατική, υπηρετεί την
αντιιεραρχία, την αλληλεγγύη, τη συνεργασία, το διαμοιρασμό της δύναμης και την
ουσιαστική ατομική και συλλογική χειραφέτηση.
Τα ίδια
ισχύουν αν σε αυτό το κείμενο αντικαταστήσουμε τις «αρχές λειτουργίες/κανόνες»
με τη «στρατηγική». Η άρνηση να συζητήσουμε για στρατηγική είτε αφορά
κοινωνικά, είτε πολιτικά εγχειρήματα, δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά την υπαγωγή
σε άρρητες στρατηγικές των συμμετεχόντων που υλοποιούνται άτυπα μέσα στο
συλλογικό σώμα ή σε στρατηγικές που επιβάλλονται έξωθεν είτε από φίλους, είτε –
ακόμα χειρότερα – από εχθρούς.
[1] “Η σχέση
ασυνέπειας – συνέπειας ως σχέση εκμετάλλευσης”
https://blackathena.squat.net/asynepeia/
[2] “Ηγέτης
και Αποδιοπομπαίος Τράγος: δύο όψεις του ίδιου νομίσματος”
https://blackathena.squat.net/hgetis-apodiopompaios-tragos/
[3]
“Οργάνωση ενάντια στην παρέα: η
διαδικασία της υπεραυτονόμησης και οι δομικές αδυναμίες μιας αναρχικής
συλλογικότητας”
https://provo.gr/organosienantia-sti-parea/
Υπάρχει η
συνήθεια να εξαντλείται το ζήτημα της ασυνέπειας σε έναν πρακτικισμό. Δηλαδή,
αν ο καθένας έκανε ότι είχε αναλάβει, αν ήρθε στην ώρα του κοκ. Αυτό φυσικά
είναι απόρροια του γενικού πρακτικισμού που ηγεμονεύει σε πολλές προσπάθειες.
Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι αυτού του είδους η ασυνέπεια δε θα έπρεπε να
υφίσταται αλλά το γεγονός ότι ευδοκιμεί ακόμα δείχνει που βρισκόμαστε και ποιοι
πραγματικά είμαστε. Ωστόσο, η ασυνέπεια και η συνέπεια αναφέρονται στα γενικά
προτάγματα, στις γενικές δεσμεύσεις σε συγκεκριμένες ιδέες και προοπτικές.
Δηλαδή, πέρα από τα πρακτικά ζητήματα περιλαμβάνουν και όλη την εργασία που
απαιτείται για να υπηρετηθούν οι γενικοί σκοποί. Άρα είναι πάντα μακροχρόνιες
δεσμεύσεις. Η σχέση ασυνέπειας και συνέπειας συνιστούν, πέραν όλων των άλλων,
και μια σχέση εκμετάλλευσης που δημιουργεί πρωτογενώς κυριαρχικές σχέσεις με
έναν τρόπο πιο σύνθετο απ’ ότι θέλουν να μας πείσουν απλοϊκές αναλύσεις περί
κακών ηγεσιών και καλών υποτελών. Αυτή και μόνο αυτή τη πτυχή (γιατί υπάρχουν
και τόσες άλλες) θα αναπτύξω εδώ.
Θα το κάνω
τάληρα.
Ξεκινάμε από ένα σημείο μηδέν, δεν υπάρχει ιστορία, όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί. Έστω ότι έχουμε μια ομάδα 10 ατόμων που αποφασίζει συλλογικά και ελεύθερα να μεταφέρει 20 κιλά μήλα από το σημείο Α στο σημείο Β την πρώτη Κυριακή του μήνα. Κάθε άτομο από 2 κιλά. Αυτή είναι η εργασία για την επίτευξη των σκοπών, η δουλειά που πρέπει να γίνει. Ας φανταστούμε αυτή τη δουλειά μέσα στη διάρκεια της και όχι άπαξ. Φτάνει αυτή η Κυριακή και έχουμε την εξής κατάσταση: 3 άτομα δεν εμφανίζονται ποτέ στο σημείο Α. 2 άτομα διατίθενται να κουβαλήσουν 1 κιλό και όχι 2 που τους αναλογούσε και είχαν αναλάβει. 3 άτομα λένε ότι θα παραμείνουν συνεπή σε αυτά που είχαν συμφωνήσει και κουβαλάνε από 2 κιλά όπως είχαν δεσμευτεί. Και τέλος, 2 άτομα τα οποία για χάριν της αναγκαιότητας και του συλλογικού σκοπού θα σηκώσουν το βάρος που οι άλλοι αρνηθήκανε. Δηλαδή, τα εναπομείναντα 3*2=6 και 2*1=2, άρα 6+2= 8 κιλά. Θα τα μοιραστούνε και αντί να κουβαλήσουνε από 2 κιλά το άτομο, θα κουβαλήσουν 4 κιλά. Δεν υπάρχει οργανωμένος άνθρωπος που να μην ζει ή να μην έχει ζήσει αυτό το πράγμα. Όποιος δεν το έχει ζήσει να επικοινωνήσει άμεσα μαζί μου, θέλω να τον γνωρίσω.
Τα 20 κιλά
φτάνουν στον προορισμό τους. Ο συλλογικός σκοπός επιτελείται. Επιτελείται όμως με
έναν τρόπο όπου ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα». Όταν αυτή η αρχή εμφανίζεται
αρχίζει ο κύκλος της κυριαρχίας. Τα 3 άτομα που δεν εμφανίστηκαν ποτέ μάλλον
ανήκουν στην κατηγορία «βρίσκομαι στην
ομάδα για άλλους λόγους» και «δε
πειράζει μωρέ, κάποιος άλλος θα τα κάνει». Τα 2 που τελικά κουβαλάνε
λιγότερα είναι με το ένα πόδι στην προηγούμενη κατηγορία αλλά μπορεί να μην
έχουν το θάρρος και την αυτοπεποίθηση των πρώτων. Τα 3 άτομα που παραμένουν
συνεπή είναι σκληρή αναρχία που δεν παραβαίνουν την ηθική και πολιτική στάση
περί μέσων και σκοπών και αποδίδουν πάντα την ευθύνη που αναλογεί στον καθένα. Και
ερχόμαστε στα 2 άτομα που σηκώνουν το βάρος των υπολοίπων. Αυτοί μπορεί να
είναι άνθρωποι που το θέλουν τόσο πολύ που θα γίνουν χαλί να τους πατήσεις και
δεν έχουν οσμιστεί ακόμα πως παράγονται οι σχέσεις κυριαρχίας. Κάποια στιγμή θα
το καταλάβουν αλλά θα τους έχουν πιάσει μαλάκες. Πιθανόν, όμως, να είναι και
άνθρωποι που έχουν μέσα τους ένα κρυφό πατριαρχικό ηρωισμό να τους κινεί, να
θέλουν να γίνουν σωτήρες και ηγέτες, να κουβαλάνε τις αμαρτίες του κόσμου στο
σταυρό του μαρτυρίου για να τους δοξάζουν μετά στον αιώνα τον άπαντα.
Όλο αυτό που περιγράφω στη διάρκειά του δημιουργεί μια σχέση εκμετάλλευσης των 2 που σηκώνουν τα βάρη από τα άλλα 5 άτομα που θέλουν να απαλλαχθούν από τις ευθύνες. Τα 5 άτομα συνειδητά επιλέγουν την ανευθυνότητα, την ανάθεση για να βολευτούν. Δηλαδή, για να ικανοποιούν τα κίνητρά τους (που είναι άσχετα με τα αναρχικά προτάγματα) αλλά να παραμένουν υπό μια ταμπέλα, ομάδα και τα διάφορα οφέλη που αυτό παρέχει. Τα 2 άτομα που είναι οι εκμεταλλευόμενοι αυτής της σχέσης – και κυριολεκτώ – είτε κάποια στιγμή θα αποσυρθούν από το ρόλο του μαλάκα αν ανήκουν στη πρώτη κατηγορία, είτε θα ζητήσουν τα ρέστα και θα εξασκήσουν τη δύναμη που έχουν συγκεντρώσει. Συμβαίνει το εξής εδώ: Η διαρκής ανάθεση και εκμετάλλευση μεταφέρει τη δύναμη, την τεχνογνωσία και τις ικανότητες αναπαραγωγής της πολιτικής δουλειάς και άρα της ικανότητας αναπαραγωγής της συλλογικότητας από το ένα μέρος στη μειοψηφία των 2. Αυτή τη δύναμη (ή κεφάλαιο, αν προτιμάς) μπορούν αυτά τα 2 άτομα να την εξασκήσουν. Και έτσι να αντιστρέψουν την κατεύθυνση της εκμετάλλευσης, να επιβάλλουν τον εαυτό τους στους άλλους αφού έχουν γίνει αναντικατάστατοι και απαραίτητοι, αφού τα υπόλοιπα άτομα δε θα μπορούν να αναπαράξουν τη ζωή της συλλογικότητας χωρίς αυτούς. Πως το παθαίνουν οι καπιταλιστές με τους εργάτες που οι πρώτοι δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τους δεύτερους; Κάτι ανάλογο. Έτσι, δημιουργείται και αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος που ενδυναμώνει τις σχέσεις εκμετάλλευσης, εξουσίας και εν τέλει κυριαρχίας. Όσο σταθεροποιούνται αυτοί οι ανταγωνισμοί μέσα στο ρου του χρόνου τόσο πιο πολύ γίνονται ιερές αυτές οι σχέσεις και αποφεύγονται οι κριτικές. Ιεραρχία. Όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο απίθανο είναι να γεννηθεί οτιδήποτε ελευθεριακό μέσα από αυτές τις σχέσεις κυριαρχίας. Οι ρόλοι Ηγεσίας, Υποτελών και Αποδιοπομπαίων Τράγων είναι συλλογικά δημιουργήματα και όχι απλά ατομικές πρωτοβουλίες. Ικανοποιούν συλλογικές ανάγκες και επιθυμίες.
Όποια
οργανωσιακή λύση κι αν προταθεί το θεμέλιο και η βάση όλων των πραγμάτων στην
αναρχική κοσμοαντίληψη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πραγματική βούληση και
θέληση. Αν δεν υπάρχει αυτό, δεν μπορεί να λειτουργήσει τίποτα. Η πραγματική,
καθαρή ειλικρινής σχέση με τον εαυτό και τον άλλον, το πραγματικό ήθος και
επιθυμία για ελευθερία. Φυσικά, αυτό καλλιεργείται. Γι’ αυτό είναι απίστευτα
σημαντικό να υπάρχει μια τέτοια κουλτούρα εν ζωή μέσα στις κοινότητές μας. Γι’
αυτό τα ζητήματα των καθημερινών προσωπικών σχέσεων (η κατάργηση της ιδιοκτησίας,
των ζευγαριών, η εξάλειψη της πατριαρχικής σχέσης κτλ) δεν είναι απλά ισότιμα
ζητήματα προς όλα τα άλλα. Είναι οι
ρίζες μας πάνω στις οποίες θα πρέπει να ανθίσουμε. Όποιος το αρνείται είτε
έχει άλλα κίνητρα, είτε ακόμα δεν το έχει συνειδητοποιήσει/κατανοήσει πολιτικά
και ιστορικά.
Αν όμως υπάρχει
η βούληση τότε το όλο πρόβλημα απαιτεί οργάνωση, πολλή οργάνωση, συνεχή αναστοχασμό
και καθαρότητα στα κίνητρα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος στην αναρχική λογική από
την πραγματική εθελοντική πρωτοβουλία και δέσμευση. Αυτό που μπορεί να κάνει η
πολλή οργάνωση είναι να ξεκαθαρίσει αυτή την πραγματικά ελευθεριακή επιθυμία
από τους μικρούς εκμεταλλευτές και εξουσιαστές, είδος που ευδοκιμεί σε αφθονία.
Να διαμοιράζει τη δύναμη με έναν τρόπο που υπηρετεί την ισότητα και το
συλλογικό σκοπό και όχι να συγκεντρώνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται
αυτοσκοπός.
Η ασυνέπεια,
λοιπόν, δεν είναι απλά ανευθυνότητα. Είναι ρίζα των σχέσεων εκμετάλλευσης και
θεμελιώνει τον κύκλο της κυριαρχίας μέσα στις κοινότητες.
Από Λαμία και πάνω δεν υπάρχει ΜΕΘ για δείγμα, οι επιπλέον ΜΕΘ
είναι αυτοσχέδιες από τους εργαζόμενους και γίνεται μια πραγματική διαλογή του
ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Το κριτήριο διαλογής είναι οι πιθανότητες
αποθεραπείας από τη νόσο Covid19. Όσο περισσότερες οι πιθανότητες, τόσο περισσότερο θα
ασχοληθούν μαζί σου. Και το αντίστροφο. Όσο λιγότερες, τόσο σε «αφήνουν» να
πεθάνεις. Η ανάγκη για άδειες κλίνες είναι τεράστια οπότε όσο νωρίτερα αδειάζει
ένα κρεβάτι τόσο καλύτερα – η διαλογή γίνεται και σε αυτό το στάδιο
«αναγκαστικά».
Στον κόσμο του φαρμακοβιομηχανικού κεφαλαίου (Δυτικού και Ευρασιατικού)
τρίβουν τα χέρια τους καθώς έχουν καταφέρει να υπογράψουν συμβόλαια με την
μεγαλύτερη δυνατή πελατεία (αν δεν τα είχαν ήδη από πριν έτοιμα, όπως έγινε
στην γρίπη Η1Ν1 το 2009), δηλαδή στον πληθυσμό της Γης επί 2. Σε αυτά να
προσθέσουμε και την περιοδική ανανέωση των εμβολίων για να μπορούν να
ανταποκριθούν στις νέες εκδοχές/μεταλλάξεις του ιού. Μεταλλάξεις που από τη
σκοπιά του ιού είναι ο τρόπος ύπαρξής του και αναπαραγωγής του (nothing new here). Κάντε έναν υπολογισμό για τα
επόμενα –ποιος ξέρει πόσα – χρόνια.
Για να προωθηθεί αυτή η μπίζνα, απαξιώθηκαν όλες οι εναλλακτικές
δυνατότητες διαχείρισης της πανδημίας: από το αποφασιστικό μπλοκάρισμα της
κυκλοφορίας του εμπορεύματος στην αρχή ώστε να σταματήσει εκεί όπου
εντοπίστηκε, μέχρι την μαζική επένδυση σε φάρμακα για συμπτωματικούς και
ευπαθείς ομάδες και από την ριζική ενίσχυση της πρωτοβάθμιας υγείας μέχρι την
απόλυτη προστασία των ομάδων σε μεγαλύτερο κίνδυνο (νοσοκομεία, γηροκομεία,
οικογένειες που ζούνε όλες μαζί : σε αυτά τα 3 πεθαίνει ο κόσμος αβέρτα). Έτσι,
τα εμβόλια θα παρουσιαστούν σαν λύση και θα πουλιούνται κάθε χρόνο μερικά δις
δόσεις και ταυτόχρονα τα κράτη θα επιδιώξουν
να προσδέσουν τα σώματά μας όλο και περισσότερο στον έλεγχό τους. Είτε με
την υιοθέτηση διαβατηρίων/πιστοποιητικών εμβολιασμών που θα αυξάνουν τον έλεγχο
στις διασυνοριακές μετακινήσεις (μεταναστευτικό) και σε ζητήματα εργασίας και
πρόσβασης σε κρατικές υπηρεσίες εντός των συνόρων, είτε με την πλατιά εισαγωγή
της γενετικής μηχανικής (το mRNA είναι μόνο η αρχή!), μιας προοπτικής με πολύ
μέλλον για τον επόμενο αιώνα και την επόμενη φάση της Κυριαρχίας. Και οι δύο
αυτές πτυχές είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Στον κόσμο της Κυριαρχίας που δημιουργεί, έτσι κι αλλιώς, συνεχώς
προβλήματα, ο σκοπός δεν είναι ποτέ να λύσει τις αιτίες των προβλημάτων αυτών
(αν το έκανε θα έπρεπε να αυτοκαταργηθεί) αλλά να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα τους
(ή αλλιώς να αναπαράξει τον εαυτό της). Σκεφτείτε το παυσίπονο. Όλη η λογική
της Κυριαρχίας είναι το παυσίπονο. Δεν αντιμετωπίζει την αιτία αλλά το σύμπτωμα.
Σκοπός της Κυριαρχίας είναι να μπορεί να αναπαραχθεί στη βάση ακριβώς της
διαχείρισης των προβλημάτων. Αν τα έλυνε ουσιαστικά τότε θα ήταν όλο και
λιγότερο αναγκαία. Δεν λύνει το πρόβλημα της πανδημίας. Λύνει το πρόβλημα της
επέκτασης της Κυριαρχίας ΜΕ την πανδημία. Οι πανδημίες είναι ήδη χρόνια τώρα το
εργαστήριο αναπαραγωγής της Κυριαρχίας και όχι απλά το αποτέλεσμα της. Αυτό δε
σημαίνει πως δεν συνιστούν ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ πρόβλημα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η
Κυριαρχία απαντάει σε πραγματικά προβλήματα, δεν τα δημιουργεί σε κάποια
μυστικά γραφεία. Είναι πάνω στις πραγματικές κρίσεις και προβλήματα που εφορμά
για να επιβληθεί – όχι πάντα με επιτυχία, το αντίθετο.
Στην πρώτη περίοδο της πανδημίας που ίσα που ακούμπησε την Ελλάδα (λόγω της θέσης της στο παγκόσμιο κύκλωμα του καπιταλισμού) είχα δημοσιεύσει κάποια κείμενα με σκοπό τροφοδοτήσω την κουβέντα για να αποφυσικοποιηθεί ο ιός ως εχθρός και να μείνει το Κράτος γυμνό. Οι άνθρωποι που χάνουν τους δικούς τους αυτή την ώρα γνωρίζουν στη πλειοψηφία τους ότι τους χάνουν λόγω αναποτελεσματικότητας και επιλογών της κρατικής υγειονομικής πολιτικής. Το θέμα είναι να το γνωρίσει η πλειοψηφία της κοινωνίας, οι οργανωμένες δυνάμεις της διατυπώνοντας πραγματικά βιώσιμες εναλλακτικές και να μείνει το Κράτος μόνο του στο επίπεδο της ιδεολογικής (από)νομιμοποίησης (όταν λέω το Κράτος εννοώ και την Αριστερά – το λέω για να μην υπάρχουν παρερμηνείες). Η γνώση γύρω από τα πραγματικά δεδομένα του Sars-Cov2 είναι γνώση-κλειδί για να αποφυσικοποιήσουμε το κρατικό παραμύθι. Η Αντιπολίτευση συναίνεσε στην Κρατική Δολοφονική Πολιτική και επαναφέρει την ρητορική περί Ακροδεξιάς αυταρχικότητας, χαϊδεύει αυτιά και προετοιμάζεται για να παίξει το ρόλο της το επόμενο μακρύ διάστημα που η νομιμοποίηση των κομμάτων και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας όλο και θα λιγοστεύει.
Είναι από δω και πέρα πιο αναγκαίο και πιο εφικτό από ποτέ, σε
αυτή τη συγκυρία να φανερώσουμε την Κρατική πολιτική που συσκοτίζεται πια στις
λεπτομέρειες της τεχνοεπιστημονικής διαμεσολάβησης. Αυτή η διαμεσολάβηση πρέπει
να σπάσει χωρίς να πετάξουμε στον κάδο τα τεκμήρια της επιστήμης που
προσεγγίζουν την πραγματικότητα όπως είναι. Για να σπάσει αυτή η διαμεσολάβηση
δε χρειάζονται ούτε χριστοπαναγίες και σίγουρα όχι δογματισμός. Χρειάζεται
ουσιαστική ταξική ενσυναίσθηση, συντροφικότητα και ικανότητα για αφουγκρασμό
από τη μία και από την άλλη μια πραγματικά ριζοσπαστική και κριτική τεκμηρίωση.
Όχι ξύλινα λόγια παρμένα copy/paste από 100
χρόνια πριν, ούτε αφηρημένα προτάγματα. Σε μια δημόσια σφαίρα που η αλήθεια
συσκοτίζεται με χίλιους τρόπους και όχι απλά με μια απαγόρευση λογοκρισίας από
ένα κέντρο (συμβαίνει κι αυτό), αυτή η αλήθεια κρύβεται σε πολλές υποκειμενικές
αφηγήσεις και εμπειρίες. Κάθε κοινωνική ομάδα με την υποκειμενική της εμπειρία
είναι πιθανό να έχει ένα κομμάτι της αλήθειας –
ΕΠΕΙΔΗ ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ. Ακόμα
και αυτούς που χαρακτηρίζουν οι μορφωμένες ελίτ ως «ψεκασμένους»,
«συνομωσιολόγους» ή ακόμα και στους χριστιανούς.
Η συναίνεση βρίσκεται όλο και πιο πολύ στον αέρα, η επιδημία έχει ακόμα μήνες μπροστά της και το κράτος θα συνεχίσει να ασκεί την δολοφονική πολιτική του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τεκμηριώνουμε με ακρίβεια πως ακριβώς αυτές είναι δολοφονίες – και εδώ έγκειται η αποφυσικοποίηση του ιού και όλα όσα έχω γράψει παλιότερα. Αν φταίει κάποιος Αόρατος Εχθρός τότε το Κράτος την βγάζει καθαρή, προσπάθησε και το πολύ να απέτυχε. Εδώ όμως μιλάμε για ΕΠΙΔΙΩΞΗ, δόλο του Κράτους. Το τέλος, όμως, αυτής της περιόδου θα φέρει μεν το κράτος σε μια θέση ισχύος και σε μια προσπάθεια να διατηρήσει το μεγαλύτερο μέρος των «κεκτημένων» του στην κανονική ροή και λειτουργία του κράτους αλλά θα είναι σαφώς λιγότερο κοινωνικά νομιμοποιημένο. Ένα μόνο τμήμα του διαταξικού εθνικού κορμού θα μείνει πιστό στην κυβερνητική αφήγηση. Το ζήτημα θα κριθεί στο εξής: το υπόλοιπο τμήμα της κοινωνίας, που στα μάτια της θα έχει καταρρεύσει απολύτως η κυβερνητική αφήγηση, να συμπεριλάβει σε αυτή τη κατάρρευση την κρατική στρατηγική στο σύνολό της. Πράγμα που σημαίνει να συμπεριλάβει τις κομματικές στρατηγικές της περιόδου που – σαν μια επανάληψη της περιόδου ’10-’12 – προσπαθούν επιβάλλουν το αφήγημα του αντικυβερνητισμού. Να μην το επιτρέψουμε.
Το πρόβλημα των κρατών είναι πώς να διαχειριστούν την εξίσωση covid19 με έναν τρόπο που να είναι, αφενός, πολιτικά διαχειρίσιμος/κοινωνικά νομιμοποιημένος και, αφετέρου, να μπορεί να καταστήσει την αβεβαιότητα (όπως ο θάνατος) που προκύπτει από τον ιό υπολογίσιμη και ελέγξιμη. Ελέγξιμη για τους σκοπούς της αναπαραγωγής της Κυριαρχίας φυσικά.
Έτσι, η
κρατική διαχείριση προσαρμόζεται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε
κρατικού σχηματισμού και των μεταξύ τους σχέσεων. Αυτό εξηγεί γιατί
διαφορετικές χώρες εφαρμόζουν διαφορετικά μέτρα. Η επιδημιολογία είναι ένας
μέρος αυτής της εξίσωσης και όχι η αρχή από την οποία εκπορεύονται όλα. Εννοώ
πως η επιδημιολογία (όχι ο Τσιόδρας αλλά η διεθνής κοινότητα των επιστημόνων)
προσπαθεί όντως να βγάλει άκρη με βάση τα δικά της εργαλεία. Δηλαδή, την
περιορισμένη οπτική της με βάση την πειθαρχία της και τον καταμερισμό εργασίας (εντός
της Σκέψης της Κυριαρχίας). Η
καπιταλιστική πολιτική αναδιάρθρωσης της διαρκούς κρίσης και των διακρατικών
ανταγωνισμών είναι ένα ακόμη μέρος της εξίσωσης. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει
ανεξάρτητα και δεν εφαρμόζεται όπως σχεδιάζεται επί χάρτου. Όλα βρίσκονται σε
μια δυναμική σχέση: καπιταλιστική ανάγκη για αναδιάρθρωση/επιστήμες/ιδιαίτερα
κρατικά συμφέροντα/κοινωνική νομιμοποίηση.
Σήμερα, ένα μέρος της εξίσωσης που ήταν σχετικά άγνωστο είναι σχετικά γνωστό (κορωνοϊός). Για όσους/ες αρέσουν τα μαθηματικά ο κορωνοϊός είναι περίπου γνωστή μεταβλητή. Η μόνη άγνωστη και η πιο δυναμική είναι η κοινωνική συναίνεση. Οπότε οι πολιτικές των κρατών μπορούν να παριστάνουν ότι είναι ακόμα άγνωστο και να το παρουσιάζουν σα φυσικό φαινόμενο ενώ την ίδια στιγμή εφαρμόζουν τις πολιτικές που έχουν στρατηγικά σχεδιασμένες χρόνια τώρα (είτε αυτό αφορά την λεγόμενη 4η Βιομ. Επαν., την περαιτέρω εκμηχάνιση/ψηφιοποίηση της εργασίας και της κρατικής διοίκησης, είτε τα εργασιακά στην Ελλάδα, είτε τη διαρκή διαδικασία προλεταριοποίησης και καταστροφής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συσσώρευση της ιδιοκτησίας κοκ – ότι έχει το κάθε κράτος ανάγκη). Χρησιμοποιώντας τον κορωνοϊό ως τον Αόρατο Εχθρό τον οποίο πρέπει, φυσικά, να αντιμετωπίσουμε στη βάση της εθνικής ενότητας. Μια πολιτική αντιμετώπισης του ιού με κριτήριο την ανθρώπινη ζωή είναι σαφές πως θα ήταν τελείως διαφορετική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα μέτρα τα χρειάζονται αυτοί – κι εμείς μόνο κατά σύμπτωση, σύμπτωση με τα συμφέροντά τους (εργασιακή δύναμη=εμπόρευμα). Η αλήθεια είναι πως η αδυναμία μας (των ριζοσπαστικών κύκλων, ας το πω) να κατανοήσουμε συλλογικά και εκτεταμένα την πραγματική σχέση των προηγούμενων, μας τοποθετεί σε θέση αδυναμίας.
Παρ’ όλα αυτά
η κοινωνική νομιμοποίηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών όλο και λιγοστεύει. Αυτό
φυσικά δε σημαίνει τίποτα από μια ριζοσπαστική σκοπιά. Όταν βασιλεύει ο
ανορθολογισμός, η συνομωσιολογία και η έλλειψη καθαρής ανάλυσης, τότε όλα ΕΥΝΟΟΥΝ
τις ήδη υπάρχουσες οργανωμένες δυνάμεις με στρατηγική και πόρους. Το κρίσιμο
στοιχείο είναι ότι είμαστε δεμένοι στην ανάγκη τους (ή στο μισθό τους, όπως το
είπε και ο Γόνος της Οικογένειας των Γκαντέμηδων). Από την άποψη ότι ο
Κορωνοϊός δεν υπάρχει καν ή ότι είναι ένα σχέδιο για να μας ξεπαστρέψουν μέχρι
την άποψη ότι σε 1 χρόνο στην Ελλάδα θα πεθάνουν 200 χιλιάδες άνθρωποι (ήταν
μέρος της «επιχειρηματολογίας» που με χαρακτήριζε «επικίνδυνο» που δέχθηκα στο
πρώτο lockdown). Από την αδυναμία να διακρίνουμε ανάμεσα
στην αξία χρήσης κάποιου μέτρου και τον πειθαρχικό του χαρακτήρα (βλ. φασαρία
για τις μάσκες και άλλα παραδείγματα). Αυτές οι διάφορες απόψεις δείχνουν ότι η
συνομωσιολογία-θολούρα δεν είναι προσόν της ακροδεξιάς αλλά διαπερνά το
πολιτικό φάσμα απ’ άκρου σε άκρον (αν είναι έτσι η έκφραση) και την ταξική θέση.
Τώρα,
λοιπόν, ο θάνατος έχει μπει στη ζυγαριά. Είναι υπολογίσιμος και συγκεκριμένος. Το
εύρος των ανθρώπων που θα νοσήσουν και το εύρος των θανάτων είναι απολύτως
προβλέψιμο. Το μόνο που μένει είναι να κατανεμηθεί στο χρόνο με τρόπο που να
διατηρείται η κοινωνική συναίνεση (η κίνηση της αγοράς των Χριστουγέννων είναι
μέρος αυτής της συναίνεσης, με έμφαση τα μικρομεσαία στρώματα). Και περιμένουν
να δουν στους πόσους θανάτους αντέχει το κοντέρ της κοινωνικής νομιμοποίησης.
Στους πόσους θανάτους, φτώχεια και κατάθλιψη τους παίρνει. Περίπου τα συνήθη
δηλαδή, όχι δραματικά πράγματα. Πόση φτώχεια, θάνατο και κατάθλιψη μπορούμε να
ανεχθούμε – η μάχη μας όλον τον καιρό. Αντίπαλο δέος δεν υπάρχει – με την
έννοια μιας πολιτικής ανατροπής τους – οπότε τα περιθώρια υπάρχουν.
Και πάλι η απάντησή δεν μπορεί να είναι ιδεολογική και αυτοαναφορική. Στις μερικές χιλιάδες ανθρώπων που σκοπεύουν να σκοτώσουν ή να αφήσουν να πεθάνουν (ποια η διαφορά άραγε;) η απάντηση πρέπει να πατά σε πραγματικές ανάγκες και πραγματικό, στρατηγικό, μακροχρόνιο σχεδιασμό. Αφού δεν έχουμε το δεύτερο τότε καλύτερα να μείνουμε στο πρώτο. Πρέπει να σωθούν ζωές (και από/με τον κορωνοϊό και όλα τα άλλα και από το μέλλον). Αγώνας και αντίσταση για πραγματικές αναγκαιότητες και φροντίζοντας τους γύρω μας με πραγματική αλληλεγγύη, δηλαδή, οριζόντια σχέση και πραγματική ανάγκη (και όχι πρώτα η συλλογή αγαθών και μετά ψάχνοντας την ανάγκη. Και για το δεύτερο, ας εργαστούμε τουλάχιστον για την κατανόηση του παρόντος και του μέλλοντος. Η αξία της αλήθειας σε καιρούς πλήρους σύγχυσης είναι μεγαλύτερη από παρεμβάσεις που αναμασούν τα ίδια και τα ίδια ή αναπαράγουν μια αιτηματολογία χωρίς ρεαλιστικό πλάνο διεκδίκησης.
Δεν υπάρχει
άλλος χρόνος για αναβολή της χάραξης μιας πραγματικής μακροχρόνιας στρατηγικής.
Αλλιώς θα βλέπουμε κακές επαναλήψεις προηγούμενων επεισοδίων, αλλιώς θα
βρεθούμε στον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο καλωδιωμένοι και προγραμματισμένοι
σωματικά και ψυχικά. Η ριζική κοινωνική αλλαγή είναι εφικτή και αναγκαία.
Είναι, όμως, επιθυμητή;
—————————–
Για όσες/ους με διαβάζουν πρώτη φορά τον περασμένο Μάρτιο-Απρίλιο είχα δημοσιεύσει 3 κείμενα μέσα από τα οποία προσπάθησα να υποστηρίξω τα παραπάνω.
Έχετε την αίσθηση ότι πλησιάζει το
τέλος του κόσμου; Ή ότι η μια καταστροφή έρχεται μετά την άλλη; Πόλεμοι,
σεισμοί, ιοί, καταποντισμοί; Έχετε βαρεθεί να περιμένετε κάθε μέρα και μια νέα
«Έκτακτη Επικαιρότητα» να ανακοινώνεται; Σας φαίνεται ότι 1 χρόνος πριν ήταν
πριν περίπου έναν αιώνα και πως όλα αλλάζουν ταχύτατα;
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ.
Αποστασιοποιηθείτε από τις οθόνες για
μερικές μέρες, πάρτε βαθιές ανάσες και ας δούμε τον κόσμο μέσα από τις
συνέχειες, μέσα από την ενότητα των γεγονότων.
Όχι δεν γύρισα το blog σε αστρολογικές προβλέψεις (αν και θα ήταν μια κάποια λύση). Σε ένα άρθρο πριν 3 χρόνια έγραφα για το πώς στήνονται οι ειδήσεις στα ΜΜΕ: «Όλες οι ειδήσεις παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να αφήνουν ένα κενό, μια έλλειψη. Και αυτή την έλλειψη και ανάγκη θα έρθει να την καλύψει το κράτος. Αυτή είναι μια βασική αρχή της παρουσίασης των ειδήσεων. .. Όλες οι ειδήσεις παρουσιάζονται σα να τις εκφωνεί ο Καπιταλιστής από το γραφείο του. .. Όταν λέει χτύπημα σε όλους μας εννοεί τον εαυτό του και προσπαθεί να ταυτίσει και τον θεατή. Πάντοτε προσπαθεί να σε πείσει ότι οι δικές του ανάγκες, τα δικά του συμφέροντα, τα δικά του ενδιαφέροντα και ο κόσμος από τη μεριά που τον βλέπει αυτός είναι και δικός σου κόσμος, ότι έχεις τις δικές του ανάγκες, τα συμφέροντα σου ταυτίζονται με τα δικά του.»
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το
δυτικό καπιταλιστικό σύστημα και το ελληνικό κράτος συγκεκριμένα αντιμετωπίζουν
φοβερά προβλήματα. Από την αδυναμία της επιστροφής μιας πραγματικής ανάπτυξης
(ήδη από τη δεκαετία του ’70) μέχρι την ανακατάταξη των γεωπολιτικών
συσχετισμών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η λίστα είναι μεγάλη και για το
ελληνικό κράτος ακόμα μεγαλύτερη. Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό όμως.
Η επιτάχυνση της ειδησεογραφίας, η
συνεχής επίθεση με «έκτακτες ειδήσεις» αντικατοπτρίζει πολύ λιγότερο την
πραγματικότητα απ’ όσο φαίνεται. Η επιτάχυνση της κυκλοφορίας της πληροφορίας
στα media και τα social media όπου κάθε ξεχωριστή μέρα ή εβδομάδα η
επικαιρότητα αλλάζει και το κεντρικό ζήτημα γίνεται κάτι άλλο δεν εκφράζει τις
τεκτονικές αλλαγές που πραγματοποιούνται. Οι τεκτονικές κοινωνικές αλλαγές
είναι πάντα αργές και σε συνέχειες. Οι ρήξεις και οι τομές, ουσιαστικά, ενισχύουν
αυτό ή αυτούς που είναι ήδη οργανωμένοι και έτοιμοι να παρέμβουν στην
πραγματικότητα. Αυτή η τεντωμένη
πραγματικότητα που σέρνει τους υπηκόους μπροστά από μια οθόνη, στην
πραγματικότητα καταφέρνει ένα πράγμα. Να διαμορφώνει μια αντίληψη αστάθειας για
τον κόσμο, μια αντίληψη ότι όλα βρίσκονται στο κενό ή σε κινούμενη άμμο, έτσι
ώστε το Κράτος να εμφανίζεται ως ο μόνος εγγυητής της σταθερότητας, της
ασφάλειας της κοινωνικής ζωής. Να παρουσιάζεται η ανάγκη για μια μεγάλη δύναμη
που θα πρέπει να σταθεροποιήσει τα πράγματα. Όσο πιο έντονη η ρητορική περί
εκτάκτων καταστάσεων, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη του κράτους να εμφανιστεί ως ο
εγγυητής της ζωής, τόσο μεγαλύτερη η αδυναμία του και τα αδιέξοδά του.
Η αδυναμία της Κυριαρχίας δεν σημαίνει,
φυσικά, δύναμη οποιουδήποτε ριζοσπαστικού κινήματος ή της κοινωνίας εν γένει.
Σημαίνει, όμως, δύναμη με την έννοια του δυνάμει, της δυνατότητας. Σημαίνει ότι
φοβερές και τρομερές δυνατότητες ανοίγονται μπροστά μας. Και αυτοί έχουν στα
σκαριά ζοφερά πράγματα για να απαντήσουν στα αδιέξοδά τους.
Η «Έκτακτη Επικαιρότητα» είναι η
έκτακτη επικαιρότητα για τα προβλήματα της Κυριαρχίας. Είναι το σφύριγμα και η δημιουργία
πανικού του τσομπάνη στα πρόβατα για να τα οδηγήσει ύστερα στο μαντρί. Τα γεγονότα και οι αλλαγές που συμβαίνουν
είναι πολύ πιο δομικές και αργές απ’ όσο μοιάζουν. Η συνεχής επιστροφή στο
παρελθόν (πέρσι, πριν 5 χρόνια) μπορεί να μας το υπενθυμίσει. Η πρόκληση
πανικού ενισχύει την, ήδη, κακή κατάσταση του όποιου «κινήματος» να σκεφτεί
στρατηγικά, με ορίζοντα δεκαετίας και βάλε.
Ενισχύουν,
επίσης, τον εθισμό εκατομμυρίων ανθρώπων στην πληροφορία, εθισμός πραγματικός
(και με όρους επιστημονικής διάγνωσης), έκφραση των καταθλιπτικών κοινωνικών
σχέσεων. Εθισμός που δεν είναι τίποτα άλλο παρά – για να μιλήσουμε σε
εξω-επιστημονική γλώσσα – περαιτέρω πρόσδεση στη σχέση Κυριαρχίας και πιο
ειδικά στη σχέση κεφάλαιο. Μια είδους καλωδίωση των σωμάτων μας στη μεγάλη
μηχανή της κυκλοφορίας του εμπορεύματος. Μια πρόκληση υπερδιέγερσης της σχέσης
εξάρτησης των Υποτελών από την Κυριαρχία – ενώ η πραγματικότητα είναι εντελώς
αντίστροφη. Γινόμαστε όλο και πιο πολύ cyborg χωρίς να χρειαστεί να προγραμματίζουν τα
γονίδιά μας. Η αντίσταση σε αυτή την υπαγωγή της ζωής μας λαμβάνει πολλές
μορφές και πολλές από αυτές υπό συντηρητικό, αντιδραστικό κοινωνικό πλαίσιο – μιας και η συντήρηση φημίζεται και για τη
δυσκολία για να της αλλάξεις συμπεριφορά (πολλές φορές οι προοδευτικοί είναι
πιο επιρρεπείς στην επέκταση της Κυριαρχίας).
Το παράδειγμα με τις εντάσεις με τη Τουρκία είναι ένα τέτοιο. Με τον covid 19 επίσης. Μια ανάλυση των γεγονότων έξω από τον πανικό της επικαιρότητας θα πρέπει να κατατεθεί (και θα κατατεθεί). Η καθημερινή εναλλαγή σε κεντρικά θέματα δε μπορεί να οδηγεί σε καθημερινή αλλαγή ατζέντας. Στο δρόμο τους αυτοί, στο δρόμο μας κι εμείς.
Η πραγματική
σχέση εξάρτησης, η πραγματική σύνδεση που απαιτεί και έχει ανάγκη το Κράτος και
η Κυριαρχία είναι η σωματική και ψυχική ενσωμάτωσή μας στους σκοπούς του. Η
πραγματική δύναμη που μπορεί να σταθεροποιήσει τα πράγματα είναι η δικιά μας δύναμη
που είμαστε γειωμένοι στο έδαφος, στις αληθινές καθημερινές σχέσεις, στο
επίπεδο της βάσης. Η κορυφή της πυραμίδας που βρίσκονται αυτοί τρέμει πέρα δώθε
γιατί η βάση είναι ασταθής. Για να το καταλάβουμε αυτό, για να
συνειδητοποιήσουμε ψυχικά και σωματικά τη δύναμή μας αλλά και το τι πραγματικά
συμβαίνει πρέπει να πατήσουμε το κουμπί για slow motion. Να μειώσουμε την ταχύτητα με την οποία μας εμφανίζεται
η πραγματικότητα.
Και για να
γελάσουμε και λίγο, θυμήθηκα τα αυτοκόλλητα που βάζουν πίσω από κάτι παλιά τζιπ
που γράφουν: You can go fast, I can go anywhere.
Θα επαναλάβω 3 πράγματα (που ξαναέγραψα[1])
ως προς το επιστημολογικό/επιστημονικό κομμάτι του θέματος και όχι ως προς την
κρατική διαχείριση αυτού. Μοναδικός σκοπός να μοιραστούμε τα όπλα των
επιχειρημάτων μας ενάντια στη πανδημία της Κυριαρχίας.
Το πρώτο
έχει να κάνει με το ποσοστό θνησιμότητας. Αυτό προκύπτει από το κλάσμα όπου
στον αριθμητή έχει τους θανάτους και στο παρανομαστή τα καταγεγραμμένα
κρούσματα. Τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ κρούσματα είναι, απροσδιόριστα, μεγαλύτερα από τα
καταγεγραμμένα. Εκτιμήσεις υπάρχουν και έχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους.
Κάποιες μιλάνε ακόμα και για 10 φορές (άλλες για 100) πάνω από τα
καταγεγραμμένα. Αν ισχύει το 10 τότε το ποσοστό θνησιμότητας σε παγκόσμιο
επίπεδο είναι 0,5%. Αυτό το δεδομένο σημαίνει πως η πιθανότητα να πεθάνει
κάποιος από κορωνοϊό είναι πολύ πολύ χαμηλότερη. Ήδη, ακόμη και ερευνητές που
λέγανε τρέλες έχουν ρίξει τα νούμερα. Το ενδεχόμενο το ποσοστό θνησιμότητας να
είναι στο επίπεδο του 1% ή και χαμηλότερο δεν είναι απίθανο, κάθε άλλο. Για να
μπορείς να έχεις πραγματική εικόνα αυτού του ποσοστού πρέπει να έχεις καλή
εικόνα των πραγματικών κρουσμάτων. Αυτή τη στιγμή τον μεγαλύτερο διαγνωστικό
έλεγχο αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας έχει κάνει το ισλανδικό κράτος. Το
ποσοστό θνησιμότητας εκεί είναι στο 0,3%. Στο πλοίο που τους είχαν σε καραντίνα
ήταν 1,5% με μεταδοτικότητα στο 20% των επιβατών που είχε μεγάλο μέσο όρο
ηλικίας. Στην Ελλάδα που οι νεκροί είναι 73 και τα πραγματικά κρούσματα υπολογίζονται
πιο συντηρητικά στα 10 φορές πιο πάνω από τα καταγεγραμμένα. Άρα έχουμε
θνησιμότητα στο 0,4%. Καθόλου απίθανο τα πραγματικά κρούσματα να είναι πολλά
πολλά περισσότερα. Αν έχουν νοσήσει 50.000 άνθρωποι (μία από τις εκτιμήσεις)
τότε η θνητότητα είναι 0,1%. Ακόμα για την γρίπη του 2009 ή εποχιακές γρίπες
από τις οποίες έχουμε πάρει μια χρονική απόσταση, θα δείτε πως οι εκτιμήσεις
για τα πραγματικά κρούσματα έχουν φοβερές αποκλίσεις μεταξύ τους. Είναι,
δηλαδή, και αντικειμενικά δύσκολο να γίνει αυτή η καταγραφή αν δε γίνει αμέσως
και μαζικά σε κάθε άτομο (καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό για την πολιτική
εξουσία των κρατών και πώς θα το χρησιμοποιούν από δω και πέρα).
Το δεύτερο
έχει να κάνει με την αιτιολογία της μετάδοσης του ιού. Το γιατί και το πώς της
μετάδοσης του ιού έχει να κάνει κυρίως με την ήδη υπάρχουσα οργάνωση της
κοινωνίας, με το φυσικό περιβάλλον και τέλος με τον ίδιο τον χαρακτήρα του ιού
(ο SARS ήταν πιο θανατηφόρος). Η κυκλοφορία του εμπορεύματος, η μισθωτή
εργασία, οι υποδομές της ιατρικής και οι σχέσεις εργασίας σε αυτές έχουν παίξει
τον πιο καθοριστικό ρόλο στο γιατί κάπου πεθαίνουν όσοι πεθαίνουν. Το
παράδειγμα της Ιταλίας είναι ενδεικτικό. Μια σειρά από τέτοιους παράγοντες
έπαιξαν το ρόλο τους. Το γεγονός ότι έχουν μεγάλο μέσο όρο ηλικίας (κάθε χρόνο
πεθαίνουν 15 με 20 χιλιάδες από γρίπη), ότι έχουν λίγες διαθέσιμες κλίνες, ότι
πολλοί γιατροί έχουν βγει εκτός εργασίας λόγω μόλυνσης εξαιτίας της έλλειψης μέτρων
προστασίας, ότι στο Μπέργκαμο γλεντούσε το 1/3 του πληθυσμού ένα βράδυ μετά από
έναν αγώνα ποδοσφαίρου που νίκησαν μια ισπανική ομάδα (και κάποιες χιλιάδες
ισπανοί οπαδοί γύρισαν πίσω στη χώρα τους), ότι έχει κρύο σε αντίθεση με τη Ν.
Ιταλία όπου τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα και φυσικά ότι οι εργάτες συνέχιζαν
να δουλεύουν κανονικά, στοιβαγμένοι στα βαγόνια του μετρό κάθε πρωί και ανάμεσά
τους πολλοί Κινέζοι που είχαν γυρίσει από την πρωτοχρονιά που κάνανε στην Κίνα
(δεν έχω χρόνο να τα αναφέρω και να τα ψάξω αναλυτικά όλα). Φυσικά, η ταχύτατη
εξάπλωση του ιού είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την κυκλοφορία του εμπορεύματος
και γι’ αυτό εξαπλώνεται στα καπιταλιστικά κέντρα (ΝΑ Ασία, Β. Αμερική, Ευρώπη)
και συγκεκριμένα με τους κόμβους αυτής της κυκλοφορίας (π.χ. Μιλάνο, Νέα Υόρκη)
Το τρίτο
είναι η αιτιολογία του θανάτου. Νομικά, η ιατρική αποδίδει κάποια αιτία στον
θάνατο. Η αιτία ενός θανάτου όμως είναι πολυπαραγοντική. Στην Ιταλία για
παράδειγμα η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων (πάνω από το 95%) που πεθάνανε
είχαν και άλλα προβλήματα υγείας, πέρα από μεγάλη ηλικία (περίπου 80 έτη).
Δηλαδή, είναι ένα πράγμα να πεθαίνεις ΑΠΟ κορωνοϊό και άλλο να πεθαίνεις ΜΕ
κορωνοϊό. Να βρίσκουν πάνω σου τον ιό. Ερευνάται αν πολλοί κόλλησαν τον ιό μέσα
στα νοσοκομεία που λόγω κακής διαχείρισης είχαν ήδη μετατραπεί σε κέντρα
μετάδοσης του ιού. Αυτό έγινε και για ένα νεκρό στην Ελλάδα που πέθανε με
εγκεφαλικό και σε μετά θάνατον τεστ βρέθηκε θετικός στον ιό. Αυτό μειώνει ακόμα
περισσότερο το ποσοστό θνησιμότητας ΑΠΟ κορωνοϊό. Παράλληλα, η αιτιολογία του
θανάτου πρέπει να αναζητηθεί σε δομικά αίτια των κοινωνικών σχέσεων. Μερικά
παραδείγματα έδωσα πιο πάνω. Άλλο ένα είναι η δολοφονία των ιθαγενών λαών από
τους ιούς που «έφεραν» οι αποικιοκράτες μαζί τους (κάτι το οποίο είναι μια
υπαρκτή απειλή και σήμερα στη Βραζιλία). Είναι ξεκάθαρο ότι οι δύο βασικότερες αιτίες
είναι η ήδη υπάρχουσα υγεία των ανθρώπων (οποιασδήποτε ηλικίας) και οι υποδομές
υγείας των κρατών. Και τα δύο είναι απολύτως προσδιορισμένα από την ταξική
οργάνωση της κοινωνίας. Η κακή ποιότητα της ζωής ή η αλλοτρίωση από το σώμα, τη
ψυχή και την φροντίδα μας και η ταξική πολιτική των κρατικών συστημάτων υγείας,
οι φαρμακοβιομηχανίες και οι θάνατοι από την ίδια την ιατρική πρακτική.
Γιατί είναι αναγκαία η διεκδίκηση της αλήθειας;
Μένω μόνο σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης γιατί η
κρατική διαχείριση πατάει πάνω στη διαχείριση αυτών των 3 – και όχι μόνο – ζητημάτων,
έτσι αντλεί τη νομιμοποίησή της και άρα ηγεμονεύει ιδεολογικά. Η κοινωνία, σε ένα μεγάλο της τμήμα, υπακούει
τους κανόνες επειδή σκέφτεται το γενικό καλό, την υγεία των πολλών. Δεν
υπακούει απλά επειδή είναι εθελόδουλη (φυσικά υπάρχει και αυτό το τμήμα της). Αυτή
την αλληλεγγύη της κοινωνίας πρέπει να την κρατήσουμε και να την αναδείξουμε
στη συνέχεια μαζί με την αλήθεια της κατάστασης. Αν τεθούν σωστά τα παραπάνω
ζητήματα, τότε οι λογικές απαντήσεις διαχείρισης είναι εντελώς διαφορετικές. Αν
για παράδειγμα απαντήσουμε στο πρώτο διαφορετικά, τότε ο κορωνοϊός δεν είναι το
τέλος του κόσμου και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την εικόνα
Αποκάλυψης που παρουσιάζουν. Το ξαναέγραψα πως το πρόβλημα των κρατών είναι ότι
δεν είναι ακόμα υπολογίσιμος και ελέγξιμος ο ιός. Φανταστείτε, για παράδειγμα,
να βγάζανε κάθε μέρα ανακοινωθέντα για το πόσοι νεκροί και τραυματίες υπάρχουν
από ατυχήματα με οχήματα στο δρόμο. Θα έμοιαζε με σκηνικό Αποκάλυψης. Αν
απαντήσουμε σωστά το δεύτερο, τότε η πραγματική θεραπεία έχει να κάνει με
τελείως άλλες πολιτικές, ταξικά μεροληπτικές. Ή για παράδειγμα στην Ελλάδα
θεραπευτικά μπορεί να είναι η θερμοκρασία και το κλίμα της περιοχής ή η απουσία
βαριάς βιομηχανίας και ισχυρών κόμβων της παγκοσμίας καπιταλιστικής
εφοδιαστικής αλυσίδας, πολύ περισσότερο από τα μέτρα της καραντίνας (αυτά είναι
ζητήματα που πρέπει να ερευνηθούν). Και αν απαντήσουμε σωστά και το τρίτο τότε
μπορούμε πολύ πιο στοχευμένα, συλλογικά και συνειδητά να προστατέψουμε τους
ανθρώπους με προβλήματα υγείας, χωρίς τις παλαβομάρες που κάνουμε τώρα. Και να
τεκμηριώσουμε απόλυτα την άποψή μας ότι οι θάνατοι είναι δομικοί (είναι
δολοφονίες) και η αιτία τους είναι ο καπιταλισμός, αντί να το λέμε συνθηματικά.
Είναι πιο επείγον να αδειάσουν τα κέντρα κράτησης αυτή τη στιγμή (βλ. Ριτσώνα)
και οι φυλακές που αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για την υγεία των κρατουμένων.
Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει καμία ιατρικοφαρμακευτική περίθαλψη για όλους
αυτούς τους ανθρώπους.
Τέλος, η αποδόμηση της πανδημίας του κορωνοϊού σίγουρα πρέπει να γίνει κάποια στιγμή τεκμηριωμένα, με στοιχεία και όλα τα ακλόνητα επιχειρήματα από συλλογικές ομάδες εργασίας, έρευνας και αυτομόρφωσης. Μια τέτοια έρευνα είναι ΑΝΑΓΚΑΙΑ γιατί όσα στοιχεία και τεκμήρια κι αν μπορούμε να αντλήσουμε από την επιστημονική έρευνα πάντα μέσα εκεί θα απουσιάζει η αντιεξουσιαστική, ταξική μεθοδολογία και προσέγγιση των γεγονότων. Δεν φτάνουν οι καλύτερες έρευνες, από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο για να υπηρετήσουν το ελευθεριακό πρόταγμα. Αυτά τα 3 σημεία όμως είναι βασικές μεθοδολογικές γραμμές που μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε την (πραγματική) πραγματικότητα με μία σχετική ασφάλεια και αντικειμενικότητα. Όσο πιο πολύ αυτή γίνεται καθαρή, τόσο πιο πολύ θα πέσει σα χάρτινος πύργος η ιδεολογική ηγεμονία του κράτους και τόσο πιο γρήγορα θα γίνει ορατό στη κοινωνία το σχέδιο των Κρατών για την επίθεση που πραγματοποιούν εναντίον μας. Θα γίνει ορατό ότι ο ιός είναι μια καλή δικαιολογία (αν όχι μια σκέτη πρόφαση). Το πιο σημαντικό όμως δεν είναι ότι θα το βλέπει (γιατί πολύς κόσμος το βλέπει ήδη) αλλά ότι θα μπορεί να το υπερασπιστεί και να πείσει τους γύρω του. Ας εξαπλώσουμε τον ιό της αμφιβολίας και της αντίστασης ξανά αλλά με επιχειρήματα και εμμονή στα πραγματικά δεδομένα. Δεν επιτρέπεται να αφήνουμε χώρο ούτε σε συνωμοσιολογίες, ούτε σε μεταφυσικές ερμηνείες του ιού είτε με πρόσημο δυστοπικό, είτε με ουτοπικό.
Jean-Léon Gérôme, 1896: Η Αλήθεια βγαίνοντας από το πηγάδι, κρατώντας το μαστίγιο της για να τιμωρήσει την ανθρωπότητα
Η αλήθεια
είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο του αγώνα για την ατομική και κοινωνική
απελευθέρωση, είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο του ταξικού και κοινωνικού πολέμου.
Από τα μέχρι στιγμής καταγεγραμμένα κρούσματα σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται πως ο covid-19 έχει ποσοστό θνησιμότητας περίπου στο 4% και ποσοστό ανάρρωσης λίγο πάνω από 30%. Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία των νοσούντων (κάπου στο 90%) έχει ήπια συμπτώματα και πολύ πιθανά θα αναρρώσει, ενώ μια μειοψηφία βρίσκεται σε σοβαρή κατάσταση. Μια τέτοια στατιστική είναι αρκετά αφηρημένη ώστε να συσκοτίζει πολλά πράγματα. Το πρώτο είναι πως σε κάθε κράτος υπάρχουν διαφορετικά ποσοστά που είναι απόρροια της διαφορετικής διαχείρισης. Για παράδειγμα, στην Ιταλία το ποσοστό θνησιμότητας κοντεύει να φτάσει στο 10%, ενώ στη Γερμανία είναι μόλις στο 0,3%. Αυτό αποδίδεται στην πολύ πιο έγκαιρη παρέμβαση του Γερμανικού κράτους και την πραγματοποίηση χιλιάδων τεστ στον πληθυσμό. Στην Ελλάδα τα τεστ γίνονται, προς το παρόν, μόνο σε ανθρώπους που έχουν σοβαρά συμπτώματα. Το δεύτερο που αποκρύπτεται είναι ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων ο οποίος είναι αδιευκρίνιστα μεγαλύτερος. Στις ΗΠΑ ένας ειδικός είπε πως θεωρούν ότι τα καταγεγραμμένα προς τα πραγματικά κρούσματα βρίσκονται σε μια αντιστοιχία του 1 προς 11. Στην Ελλάδα τα επίσημα χείλη μιλάνε για 2 με 3 χιλιάδες κρούσματα. Κανείς δε μπορεί να ξέρει – κι εμείς σίγουρα όχι αφού δεν έχουμε ούτε τις απαραίτητες γνώσεις, ούτε πρόσβαση στα στοιχεία – αν είναι 3 ή 15 χιλιάδες. Αν παρ’ όλα αυτά κρίνουμε από το γεγονός ότι άνθρωποι στο κοινωνικό μας περιβάλλον έχουν παρουσιάσει συμπτώματα ήπιου πυρετού και ξηρού βήχα τότε τα κρούσματα είναι σίγουρα πάρα πολλά. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι γενικές παγκόσμιες στατιστικές έχουν μια πρώτη αξία ώστε να εκτιμηθεί η δύναμη του ιού. Και από αυτό μπορεί να υποτεθεί αξιόπιστα πως ο ιός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος για ήδη επιβαρυμένους ανθρώπους και ειδικά τους ηλικιωμένους. Επιπλέον, ένα ακόμα δεδομένο είναι πως αφού τα πραγματικά κρούσματα είναι πολλαπλάσια – άγνωστο πόσο – περισσότερα των πραγματικών αυτό σημαίνει πως τα ποσοστά θνησιμότητας και επικινδυνότητας είναι ακόμα χαμηλότερα. Αυτό με βάση την μέχρι τώρα πορεία του ιού και με βάση το σκεπτικό ότι όσα κρούσματα είναι σοβαρά ή καταλήγουν στο θάνατο φτάνουν στο νοσοκομείο και καταγράφονται. Επομένως, μεγάλο ποσοστό των μη καταγεγραμμένων κρουσμάτων δεν διατρέχει σοβαρό κίνδυνο. Φυσικά, για να είμαστε ακριβείς αυτό είναι ένα δεδομένο της παρούσας κατάστασης και μπορεί να αλλάξει αν ο ιός μεταλλαχθεί ή αλλάξει συμπεριφορά, αν μείνει 2-3 χρόνια σε έξαρση και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις.
Θα πρέπει να είμαστε σαφείς και ξεκάθαροι στο ζήτημα της αιτιολογίας επίσης. Τις τελευταίες μέρες έχουν διαδοθεί πολλά ενδιαφέροντα άρθρα που αποδίδουν την ίδια την ύπαρξη του ιού και των πανδημιών γενικά σε δομικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κοινωνιών. Η σύνδεση των πανδημιών με την βιομηχανική γεωργία από τη μία ή με την ανάπτυξη των βιομηχανιών και την υποβάθμιση της ζωής και της υγείας χιλιάδων και εκατομμυρίων εργαζομένων (όπως στη Wuhan) από την άλλη είναι από τα βασικά δεδομένα που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας όταν συζητάμε για τον ιό.[1] Θα πρέπει να είμαστε σαφείς επίσης όταν μιλάμε για την μετάδοση του ιού. Υπάρχει μια στενά ιατρική εξήγηση που μας είναι εξαιρετικά χρήσιμη στην καθημερινή μας ζωή που λέει πως ο ιός μεταδίδεται με τα σταγονίδια και από αυτό προκύπτουν και οι πρακτικές συμβουλές για το πώς να αποφύγουμε την μετάδοση του. Υπάρχει και η εξήγηση όμως που είναι πιο γενική και μας είναι χρήσιμη στο πώς να χαράξουμε πολιτική για την πραγματική πρόληψη της μετάδοσης. Και αυτή είναι πως η κυκλοφορία του εμπορεύματος σε παγκόσμιο επίπεδο και η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιείται στις μέρες μας είναι η βασική αιτία της μετάδοσής της. Τέλος, θα πρέπει να είμαστε σαφείς ως προς την αιτιολογία του θανάτου. Η ιατρική επιστήμη επιδιώκει και είναι και υποχρεωμένη νομικά να διαγνώσει κάποιο αίτιο θανάτου σε κάθε ασθενή που πεθαίνει. Η πραγματικότητα είναι πως τα αίτια της καλής υγείας αλλά και του θανάτου είναι πολλά και σύνθετα. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι του καρκίνου από το οποίο κανείς δε πεθαίνει με την αυστηρή έννοια του όρου. Απλά τα καρκινικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται και διογκώνονται τόσο πολύ που δημιουργούν βλάβες και δυσλειτουργίες στον υπόλοιπο οργανισμό με αποτέλεσμα να πεθαίνουν. Έτσι και στον covid-19 είναι λάθος να αποδίδεται η αιτία θανάτου των νοσούντων μόνο σε αυτό. Έτσι εξηγείται γιατί κάποιοι πεθαίνουν και κάποιοι όχι. Αν ήταν ένας ιός που σκότωνε αδιάκριτα δε θα ενδιέφεραν άλλα αίτια. Εδώ όμως δεν ισχύει το ίδιο. Κάποιος – και εύλογα – θα πει, πως αυτό δε μας ενδιαφέρει τώρα, εδώ άνθρωποι κινδυνεύουν. Από μια κοντόφθαλμη οπτική δε μας ενδιαφέρουν αλλά όταν θέλουμε να χαράξουμε στρατηγική για την ουσιαστική αντιμετώπιση του ιού μας ενδιαφέρει και μας παραενδιαφέρει. Για παράδειγμα, τι να το κάνουμε το εμβόλιο της γρίπης όταν δεν έχουμε το αξιοπρεπές εισόδημα για να τρεφόμαστε καλά ή όταν εισπνέουμε κάθε μέρα στην Αθήνα τόσο καυσαέριο. Η πραγματική υγεία που εμποδίζει κάθε ιό να καταστεί επικίνδυνος μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής – και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Ποιο είναι
το πρόβλημα των κρατών αυτή τη στιγμή; Λέγεται πως το πρόβλημα των κρατών είναι
η κατάρρευση των συστημάτων υγείας και γι’ αυτό επιδιώκουν να απλώσουν τα
κρούσματα στο χρόνο ώστε να μην επιβαρυνθεί το σύστημα και πεθαίνουν οι
άνθρωποι με επιλογή του κράτους. Είδαμε ότι πλέον σε Ιταλία και Ισπανία
επιλέγεται ο πιο νέος και ο πιο παραγωγικός και αφήνουν τα γερόντια να
πεθάνουν. Αυτό είναι αλήθεια. Τους ενδιαφέρει πολύ αυτό γιατί αλλιώς θα
κλονιστεί η νομιμοποίηση που έχουν τα
κράτη ως προστάτες της δημόσιας υγείας, θα διαρρηχθεί το συμβόλαιο ενάντια στο
θάνατο όπως προτιμώ να το λέω.[2] Ένα
ακόμα σημαντικό πρόβλημα των κρατών όμως
είναι ότι το κόστος, ο θάνατος δεν είναι υπολογίσιμος αυτή τη στιγμή. Είναι
άγνωστη η δυναμική του ιού, το τελικό ποσοστό που θα μολύνει και το πόσοι θα
πεθάνουν, το τελικό κόστος στην κερδοφορία των κεφαλαίων. Όταν καταστεί
υπολογίσιμος θα μπορεί να ενσωματωθεί αρμονικά στην καπιταλιστική κυκλοφορία
του εμπορεύματος όπως γίνεται αυτή τη στιγμή με όλες τις άλλες αιτίες θανάτου
που αναφέρω και στο προηγούμενο κείμενο (καρδιοαγγειακά νοσήματα, καρκίνος,
πατριαρχική βία, ατυχήματα στο δρόμο, εργατικές δολοφονίες, εποχική γρίπη, Η1Ν1
κτλ). Σκοπός των κρατών, λοιπόν, είναι αφενός να είναι το πρόβλημα διαχειρίσιμο
πολιτικά και αφετέρου να καταστεί σύντομα ελέγξιμο και υπολογίσιμο.
ΤΕΧΝΟΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Πολλοί και
πολλές παρεξηγούν ή αντιλαμβάνονται την κριτική στο κράτος και την
τεχνοεπιστήμη με μια συνωμοσιολογική αντίληψη που υπονοεί ότι το κράτος μας
λέει ψέματα για τον ιό ή ότι τα μέτρα που λαμβάνουν δε σκοπεύουν στην μη
μετάδοση του ιού. Η σχέση τεχνοεπιστήμης κι εξουσίας δεν είναι τέτοια. Παρόλο
που πάντα υπάρχουν στρατηγικές και πολιτικές που αναπτύσσονται πίσω από
κλειστές πόρτες δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τι λέγεται εκεί για να καταλάβουμε
τη σχέση αυτή. Το θέμα είναι αρκετά σύνθετο και απαιτεί σοβαρή θεωρητική και
ιστορική κατάρτιση εκατοντάδων σελίδων και ένα κείμενο σε ένα blog δε μπορεί
να προσφέρει και πολλά. Θα κάνω όμως μια προσπάθεια σε 3 παραγράφους.
Όταν πρέπει
να ρυθμίσεις την κυκλοφορία μιας πόλης ως κράτος, τότε προσλαμβάνεις ένα σωρό
επιστήμονες και ειδικούς να σου φτιάξουν ένα πλήρες σχέδιο. Από το πώς θα
χαραχτούν οι κύριες οδοί μέχρι το που θα μπούνε τα φανάρια και πόσο χρόνο θα
διαρκεί το πράσινο και το κόκκινο. Αυτό το σχέδιο θα πρέπει να υπηρετεί έναν
σκοπό. Την βέλτιστη κυκλοφορία του
εμπορεύματος (ζωντανού ή μη). Όταν αυτό το σχέδιο θα εφαρμοστεί δε θα είναι φυσικά
ακριβώς το ίδιο, μιας και η πραγματικότητα πάντα «αντιστέκεται» στα σχέδια αυτά
αλλά θα δημιουργήσει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, θα κανονίσει την κίνηση,
τις σχέσεις, το ρυθμό της ζωής και πολλά άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα με έναν
συγκεκριμένο τρόπο. Αυτός ο κανονιστικός χαρακτήρας της τεχνοεπιστήμης εκφράζει
καλά τη σχέση της με το κράτος. Δηλαδή, το ζήτημα δεν είναι αν η τεχνοεπιστήμη
χρησιμοποιείται για να παραπλανήσει ή να ξεγελάσει τους υποτελείς αλλά ότι
είναι ένας τρόπος να ρυθμίσει, να κανονίσει και να οργανώσει την κοινωνική ζωή
με τέτοιον τρόπο ώστε να ικανοποιεί έναν συγκεκριμένο σκοπό: την αύξηση της
κερδοφορίας του κεφαλαίου στις καλές στιγμές ή τουλάχιστον την αναπαραγωγή της
ήδη υπάρχουσας ταξικής κοινωνίας στις ζόρικες.
Ας δούμε το
παράδειγμα με τον Covid-19.
Είδαμε πιο πάνω ποιο είναι το πρόβλημα. Ένας ιός που μεταδίδεται πρωτίστως με
την καταναγκαστική – για τους μισθωτούς και μη ανθρώπους – κυκλοφορία του εμπορεύματος και δευτερευόντως
με το σάλιο και τα σταγονίδια. Έτσι, ξέρει το κράτος ότι είναι αναγκασμένο να
ρυθμίσει την ίδια την κυκλοφορία του εμπορεύματος έτσι ώστε να πετύχει τους
σκοπούς του. Ποιοι είναι αυτοί; Μήπως είναι η υγεία όλων των ανθρώπων; Μα αν το
ενδιέφερε αυτό θα είχε ήδη ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα υγείας για όλους.
Όχι. Οι σκοποί του είναι οι εξής συγκεκριμένοι: Να μην χάσει την κοινωνική του
νομιμοποίηση ως εγγυητής της δημόσιας υγείας (με την κατάρρευση του συστήματος
υγείας). Να μετατρέψει ένα άγνωστο πρόβλημα σε υπολογίσιμο και γνωστό. Και όλα
αυτά να τα πετύχει αναπαράγοντας την ταξική κοινωνία και την κυριαρχία του
στους υποτελείς. Και μαζεύει τους επιστήμονες και τους ρωτάει: «Πώς μπορώ να τα
πετύχω αυτά;». Σκεφτείτε το λίγο. Έχετε έναν χάρτη μπροστά σας με εκατομμύρια
ανθρώπους και έναν ιό να μεταδίδεται μέσα από την κυκλοφορία αυτών των ανθρώπων
– που είναι κατά βάση καταναγκαστική. Τι κάνεις; Κατεβάζεις γενικά ρολά; Όχι
γιατί έτσι δε πετυχαίνεις αναγκαστικά την αναπαραγωγή της ταξικής κοινωνίας.
Έτσι κάνεις μια επιλογή. Λες ότι θα πρέπει να πείσω το κρίσιμο τμήμα του
πληθυσμού ότι ενδιαφέρομαι για την υγεία του. Κρίσιμο τμήμα είναι αυτό από το
οποίο αντλώ την κοινωνική μου νομιμοποίηση. Έτσι, εξαιρώ όλους εκείνους που δεν
είναι κρίσιμοι για μένα. Τους μετανάστες στα κέντρα κράτησης (τα οποία με την
ευκαιρία τα κάνω κλειστά όπως ήθελα και δε με αφήνανε), τους φυλακισμένους,
τους άστεγους, τους τοξικοεξαρτημένους και τους εργαζόμενους σε βασικούς τομείς
της οικονομίας (κι ας είναι άσχετοι με το θέμα του ιού). Τους δε εργαζόμενους
που θα επωμιστούν να ρυθμίσουν και να εφαρμόσουν την κρατική πολιτική (στην
υγεία, το στρατό και την αστυνομία) θα τους μετατρέψω σε ήρωες που θυσιάζονται
για το καλό όλων. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης θα κάνουν τα υπόλοιπα.
Η επιστήμη
και το κράτος, λοιπόν, πρέπει να λύσουν αυτή την εξίσωση της μεροληπτικής
πολιτικής και κοιτάνε από ψηλά σαν μοντέρνοι τσομπάνηδες που πρέπει να βάλουν
τα γίδια στο μαντρί. Έτσι λένε ότι ένα μέρος της κοινωνίας (αυτό που ενδιαφέρει
την κοινωνική νομιμοποίηση και δε διαλύει τελείως την κυκλοφορία του
εμπορεύματος) θα πρέπει να κλειστεί σπίτι του. Κάποιοι θα δουλεύουν και κάποιοι
δε μας ενδιαφέρει αν θα πεθάνουν. Είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα πως αν
ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας κλειστεί σπίτι του – σταματήσει δηλαδή να
κυκλοφορεί – θα μειωθεί ο ρυθμός μετάδοσης του ιού. Αυτό είναι σαφές. Με
αποτέλεσμα λιγότεροι άνθρωποι να νοσήσουν – τουλάχιστον άμεσα (αυτός είναι και
ο στόχος που λέγαμε για να απλωθούν στο χρόνο τα κρούσματα) και λιγότεροι να
πεθάνουν – πάλι άμεσα. Αν πεθάνουν με έναν τρόπο που να μπορεί να υπολογιστεί
εκ των προτέρων δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Όπως γίνεται με όλους τους άλλους
θανάτους.
Έτσι όταν
γίνεται κριτική στο κράτος και την τεχνοεπιστήμη δε γίνεται αμφισβητώντας την
αποτελεσματικότητα των μέτρων που εφαρμόζουν. Γίνεται γιατί γνωρίζουμε πολύ
καλά πως η πολιτική του κράτους θα είναι πάντοτε υπέρ κάποιων και εναντίων
κάποιων άλλων, πως είναι ταξικά μεροληπτική. Πώς όταν μιλάει στο όνομα «όλων»
πάντοτε εννοεί «κάποιους». Εμείς που ενδιαφερόμαστε πραγματικά για την υγεία όλων
και δε θέλουμε κανείς να πεθάνει από covid-19 είμαστε υποχρεωμένοι να λέμε την αλήθεια
αυτή και ειδικά σε τέτοιες στιγμές και όχι να σωπαίνουμε ή να ακολουθούμε
σιωπηλοί την κρατική εντολή.
Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
«Τις έκτακτες καταστάσεις έχει τη δυνατότητα να τις αξιοποιήσει
αυτός που έχει στρατηγική. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να την υπηρετήσουν
ακόμα πιο αποτελεσματικά, ακόμα πιο γρήγορα. Αυτός που δεν έχει στρατηγική
είναι καταδικασμένος να υπαχθεί ακόμα περισσότερο στα σχέδια του αντιπάλου του.»
Δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία για την αλήθεια και την αξιοπιστία του παραπάνω ισχυρισμού που
ανέφερα στο προηγούμενο κείμενο.[3] Η
παροιμία λέει πως «ο λύκος στην αντάρα χαίρεται» και αυτή τη στιγμή κάθε κράτος
σε συνεργασία και ανταγωνισμό με τα άλλα επιταχύνουν διαδικασίες που ήδη είχαν
στο σχεδιασμό τους. Το ίδιο έγινε και την περίοδο των κοινωνικών αναταραχών
στην εποχή των μνημονίων όταν προχωρούσαν τις εξορύξεις υδρογονανθράκων (2011),
τις ΒΑΠΕ σε όλη τη χώρα και τις διακρατικές συμμαχίες που φλερτάρουν με τον
πόλεμο στη ΝΑ Μεσόγειο. Τώρα προχωράει ο σχεδιασμός για τα κλειστά κέντρα
κράτησης μεταναστών στα νησιά και όχι μόνο, επιταχύνουν την αναδιάρθρωση των
εργασιακών σχέσεων, φτιάχνουν νέο ΧΥΤΑ στη Φυλή (13/3/2020),[4] προωθούν
την εγκατάσταση των 5G Δικτύων που
βρήκαν κάποιες αντιστάσεις πριν λίγους μήνες, επεκτείνουν το φράχτη του Έβρου
(με επείγουσα διάταξη χωμένη στην χθεσινή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τα
μέτρα του κορωνοϊού) και πολλά ακόμα που πρέπει να καταγράψουμε για να μην τα
φάει η σκόνη του ιού.
Πέρα από
αυτά υπάρχουν και δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν διεθνώς τα κράτη. Και
αυτά σχετίζονται με τη νέα οικονομική κρίση που ξεκινάει φέτος.[5] Η
επίθεση του κεφαλαίου γενικά αλλά και στην ελλάδα θα είναι αμείλικτη. Η οικονομική
κατάρρευση είναι προ των πυλών. Σκεφτείτε μόνο τι λένε για την βαριά βιομηχανία
της χώρας και τι πάτο θα πιάσει φέτος. Ο κορωνοϊός θα είναι η τέλεια ευκαιρία
για να παρουσιάσουν την καπιταλιστική κρίση ως φυσική καταστροφή που πρέπει να
αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί. Κάτι σαν το 2008 δηλαδή αλλά αυτή τη φορά με πολύ
καλύτερη δικαιολογία. Έναν ιό με τον οποίο πολύς κόσμος ήρθε σε επαφή. Παράλληλα,
τους τελευταίους μήνες ένα σωρό εξεγέρσεις έχουν ξεσπάσει σε πολλές χώρες του
κόσμου (Αϊτή, Αιθιοπία, Χιλή, Σουδάν, Εκουαδόρ, Χονγκ Κονγκ, Λίβανος, Ιράκ,
Καταλονία, Γαλλία) που δείχνουν πως το βάθεμα της ταξικής κοινωνίας μόνο
αναπάντητο δε μένει. Γι’ αυτό οι πολιτικές που εφαρμόζονται τώρα και που θα
μείνουν ως πολιτική και επιχειρησιακή παρακαταθήκη για το μέλλον πρέπει να
γίνουν κατανοητές και ως προληπτικά μέτρα στις εξεγέρσεις που έρχονται.
Ο 4ΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ
ΠΟΛΕΜΟΣ
ΚΑΙ
Η 4Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ο ιστορικός του μέλλοντος πιθανά θα καταγράψει την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ως την έναρξη του 4ου Παγκοσμίου Πολέμου, την κήρυξη του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία ενός εχθρού αόρατου και πανταχού παρόντα. Μπορεί να είναι ο διπλανός σου στο μετρό ο νέος επίδοξος βομβιστής, ο γείτονάς σου. Ένας πόλεμος που έθεσε ολόκληρες πόλεις υπό στρατιωτικό νόμο και στρατιωτική κατοχή και εφάρμοσε μέτρα καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που παρατείνονταν κατά το δοκούν στις χώρες (π.χ. Γαλλία, Τουρκία). Ένας πόλεμος που χρησίμευσε το ίδιο καλά τόσο για τον κοινωνικό πόλεμο εντός του κάθε κράτους όσο και για τους διακρατικούς ανταγωνισμούς και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η εισβολή σε Αφγανιστάν και Ιράκ έγινε γιατί υποτίθεται κρύβανε τρομοκράτες. Αυτός ο ιστορικός θα καταγράψει τον πόλεμο ενάντια στην πανδημία του 2020 ως ένα σημείο καμπής προς τον 4ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μια εποχή όξυνσης των ταξικών ανισοτήτων παγκόσμια και εντός του κάθε κράτους αλλά και σε μια εποχή που όλο και πιο πολύ διαμορφώνονται τα νέα διακρατικά στρατόπεδα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Και αυτός ο «πόλεμος ενάντια στην πανδημία», ο πόλεμος με έναν αόρατο αλλά όχι ανίκητο εχθρό θα φανεί εξίσου χρήσιμος για τα δύο μέτωπα του κάθε κράτους.
Για την 4η
Βιομηχανική Επανάσταση έχω ξαναγράψει παλιότερα ένα σύντομο κείμενο.[6] Σε αυτήν
τα όρια του βιολογικού, του φυσικού και του ψηφιακού πρέπει να γίνουν όλο και
πιο θολά, «..το σώμα των ανθρώπων πρέπει
να αναμιχθεί με τη μηχανή, πρέπει να γίνουμε όλο και περισσότερο κομμάτι της
μηχανής, κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας ελαχιστοποιώντας τα περιθώρια αντίστασης
σε αυτήν. Πρέπει να γίνουμε υβρίδια. Αυτό ζητάνε τα αφεντικά.» Είναι σε
όλους φανερό πως ο κορωνοϊός επιταχύνει νέες μορφές εργασίας, εκπαίδευσης,
επιτήρησης και ελέγχου. Η υγεία, το σώμα γίνεται όλο και πιο πολύ
προαπαιτούμενο συμμετοχής στην κυκλοφορία του εμπορεύματος, γίνεται όλο και πιο
πολύ αντικείμενο ελέγχου (πχ. η μέτρηση πυρετού πριν μπεις στη δουλειά σου).
ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Είναι
απαραίτητο να έχουμε ξεκάθαρη στο μυαλό μας την αλληλεξάρτηση των διακρατικών
ανταγωνισμών με τον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο εντός των κρατών. Και για να
γλιτώσουμε τη θεωρητική ανάλυση, μιας και είναι τέτοιες μέρες θα αναφέρω ένα
ιστορικό παράδειγμα που μας κάνει αυτή την αλληλεξάρτηση ξεκάθαρη. Τέτοιες
μέρες, λοιπόν, πριν από 149 χρόνια ξεκίνησε η Παρισινή Κομμούνα. Μια εξέγερση
που άφησε το στίγμα της μέσα στα κινήματα και μας δίδαξε πολλά πράγματα, μια
εξέγερση που γεννήθηκε ακριβώς με τη λήξη του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου. Ξεκίνησε
ένα μήνα από τη συνθηκολόγηση των Γάλλων και αποδοχή της ήττας τους. Και
πνίγηκε στο αίμα από τον Γαλλικό στρατό με τη βοήθεια του Πρώσικου στρατού
κατοχής. Αυτή η ιστορία μας δίδαξε πολύ νωρίς με ακρίβεια τη σχέση ανάμεσα σε
διακρατικές συγκρούσεις και ταξικό πόλεμο. Τα κράτη ανταγωνίζονται μεταξύ τους
αλλά στη μάχη ενάντια στον εσωτερικό εχθρό του κάθε κράτους, οι αντιμαχόμενες
πλευρές μπορούν να συνεργαστούν. Το ίδιο βλέπουμε και εδώ με τον Έβρο. Τις
μέρες που καλούσαν για πανστρατιά εναντίον των Τούρκων και των «βαλτών»
μεταναστών υπογράφηκε μνημόνιο συνεργασίας ανάμεσα στο Σύνδεσμο Εξαγωγέων
Βορείου Ελλάδος και του Turkish–Greek Business Council
του Foreign Economic Relations Board.[7]
Παράλληλα, συλλαμβάνουν ανθρώπους σε αγαστή συνεργασία με το Τούρκικο αντίπαλο
κράτος[8] την ίδια
ώρα που ο λαϊκός φασισμός υποδέχεται τα ΜΑΤ σαν ήρωες που μάχονται τον Τούρκο
εχθρό.[9]Η αντιπαλότητα και η συνεργασία ανάμεσα στα
αφεντικά συνυπάρχουν την ίδια στιγμή. Προϋπόθεση της επιθετικής πολιτικής
ενός κράτους είναι η κοινωνική ειρήνη εντός του. Γι΄ αυτό και ιστορικά η
διακρατική σύγκρουση είχε άμεση σχέση με τις κοινωνικές επαναστάσεις και τα
αντάρτικα (μια ματιά στην ιστορία του Α’ ΠΠ, της Σοβιετικής Επανάστασης, της
Γερμανικής ή η ιστορία της Ισπανικής Επανάστασης με τον 2ο Π.Π. και
τα αντάρτικα που δημιουργήθηκαν είναι ενδεικτικά).
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ;
Δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία ότι ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός ενδυναμώνεται μέσα από τη
διαχείριση της πανδημίας σε κάθε ξεχωριστό κράτος. Με νέους ήρωες και νέες συλλογικές
θυσίες. Οι γιατροί, η κοινωνία που μένει σπίτι είναι όλα τμήματα ενός νέου
πατριωτισμού που αγκαλιάζει όλο και περισσότερες ταξικές αντιθέσεις, που
νομιμοποιεί όλο και πιο πολύ τον ολοκληρωτισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης και
της θυσίας του Άλλου για το γενικό καλό της πατρίδας. Σε αυτή τη συγκυρία, το
ελληνικό κράτος θα επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας με αστυνομία και στρατό
(φαντάζομαι) αλλά δε φαίνεται ότι θα καταφέρει να σώσει την εικόνα του ως
εγγυητής της δημόσιας υγείας. Με ένα σύστημα υγείας που δεν ήταν ήδη από πριν
επαρκές για να αντιμετωπίσει την εποχιακή γρίπη, με νοσηλευτές που νοσούν από
κορωνοϊό να έρχονται σε επαφή με καρκινοπαθείς, αποσυρμένο ιατρικό και
νοσηλευτικό προσωπικό σε καραντίνα και με τα κρούσματα να έχουν αγγίξει έναν
απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό όλα δείχνουν πως θα οδηγηθούμε σε καταστάσεις
Ιταλίας. Μακάρι να πάνε όλα καλά και οι γεροντότεροι να μην έχουν
αρρωστήσει. Εχθές, από την επίσημη
ενημέρωση του Υπουργείου μάθαμε πως νοσηλεύονται 100 άτομα από τα οποία τα 18
διασωληνωμένα και τα 79 με «βαριά υποκείμενα νοσήματα». 12 από τα 13 άτομα που
έχουν πεθάνει είχαν «βαριά υποκείμενα νοσήματα» δηλαδή πολλαπλή αιτιολογία.
Αυτό καταλαβαίνουμε τι σημαίνει για τις αμέσως επόμενες μέρες. «Έχουμε
ανθρώπους που αποσωληνώθηκαν αλλά είναι λίγοι» είπε ο Τσίορδας με σκυμμένο το
κεφάλι εχθές. Απέναντι στο βραχυπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο (που είναι
μεγα-ιστορικών διαστάσεων) πρέπει να κρατήσουμε μια ισορροπία. Δύο πράγματα θα
τονίσω μόνο.
Είναι σημαντικό σε μια στιγμή που
το κράτος δείχνει με οξύ τρόπο το ταξικό του πρόσωπο να γινόμαστε η φωνή αυτών
που δεν έχουν, να στεκόμαστε αλληλέγγυοι σε όσους το κράτος καταδικάζει σε
θάνατο και ακόμα να δημιουργήσουμε έκτακτες ομάδες αλληλοστήριξης και
αλληλεγγύης στις γειτονιές για να αντιμετωπίσουμε συλλογικά τα προβλήματα που
προκύπτουν και από την αρρώστια αλλά και από την απληρωσιά, την ανημποριά, τον
αποκλεισμό. Τέτοιες πρωτοβουλίες θα λύσουν πραγματικά προβλήματα, θα κρατήσουν
ζωντανά τα προτάγματά μας μέσα στη κοινωνία και ίσως μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε
από την απαγόρευση κυκλοφορίας και την επιβολή απομόνωσης. Αυτό όμως δε μπορεί
να γίνει με έναν τρόπο αλά μεταναστευτικό του ΣΥΡΙΖΑ. Καλύπτοντας τα κενά του
κράτους και βγάζοντας το καθαρό. Με πρακτικές αλληλεγγύης αφομοιώσιμες –
πρακτικές που η αριστερά είναι μανούλα στο να τις αξιοποιεί πολιτικά για τις
επόμενες εκλογές. Τα πολιτικά μας περιεχόμενα γίνονται πολύ πιο πραγματικά
ακριβώς σε τέτοιες στιγμές. Δείχνοντας ποιο είναι το κράτος και ποια είναι η
δυναμική των δικών μας προταγμάτων.
Παράλληλα, δε μπορεί παρά να μη
συμπεριλάβουμε τη μεγάλη εικόνα και τη δουλειά μυρμηγκιού που χρειάζεται να
κάνουμε σε βάθος δεκαετιών. Έτσι, χρειάζεται να μην δοθούμε 100% ξανά στην
επικαιρότητα και να απαντήσουμε αντανακλαστικά. Αλλά με έναν τρόπο που
καλλιεργεί το μέλλον μας, που οργανώνει αργά αργά και γειωμένα στις πραγματικές
κοινωνικές ανάγκες τις ελευθεριακές δομές και μορφές κοινωνικής οργανώσεις που
πρέπει να δημιουργήσουμε. Με έναν τρόπο που ξεδιπλώνει και διατυπώνει βιώσιμες
στρατηγικές επαναστατικής προοπτικής. Οι εξεγερσιακές δυναμικές δε θα εκλείψουν
(και αμέσως μετά τον κορωνοϊό επίσης) και οι κοινωνικές ανάγκες όλο και θα
μεγαλώνουν.
Επιστροφή στη κανονικότητα δεν υπάρχει. Και
δεν υπάρχει όχι λόγω της έκτακτης κατάστασης αλλά εξαιτίας των δομικών τάσεων
που ήδη υπάρχουν και των οργανωμένων δυνάμεων που αξιοποιούν την πανδημία προς
όφελος τους. Ένα μεγάλο εμπόδιο για να καταλάβουμε που πάνε τα πράγματα είναι η
ίδια μας η υποκειμενική εμπειρία και σε μικρότερο βαθμό ακόμα και η ιστορική
εμπειρία. Ειδικά στη Δύση και την Ελλάδα όπου από τον 2ο ΠΠ και μετά
οι συνθήκες ζωής μόνο καλύτερες γινόταν. Κάνουμε εκτιμήσεις για το μέλλον με
βάση του τι έχουμε ζήσει. Κι όμως, αυτά που θα ζήσουμε δεν τα έχουμε ξαναζήσει.
Οι μέρες που έρχονται θα είναι όλο και πιο δύσκολες. Η επόμενη δεκαετία θα
κάνει την προηγούμενη να μοιάζει με παιδική χαρά.
[1] Δείτε ενδεικτικά: «Από πού ήρθε ο κορονοϊός, και πού θα μας πάει; Συνέντευξη με τον επιδημιολόγο Rob Wallace» και αναζητήστε το βιβλίο του συγγραφέα «Big Farms make Big Flu» https://voidnetwork.gr/2020/03/21/coronoios-synenteuksi-epidhmiologos-rob-wallace/ «Κοινωνική Μόλυνση: Κοινωνικός και ταξικός πόλεμος στην Κίνα» https://yfanet.espivblogs.net/2020/03/20/koinoniki-molynsi-koinonikos-kai-taxikos-polemos-stin-kina/ Το site της ομάδας του μεταφρασμένου κειμένου πιο πάνω και τη συνολική δουλειά που έχουν κάνει: http://chuangcn.org/
[2] «Φυσικές
καταστροφές, ταξικός πόλεμος και το συμβόλαιο ενάντια στον θάνατο: πώς να
σκεφτούμε;»
https://blackathena.squat.net/fusikes-katastrofes-taksikh-analysh-thanatos/
[3] «Πώς να
αποφύγετε τον Ιό της Κυριαρχίας; (Έβρος και Κορωνοϊός είναι πόλεμος
κοινωνικός!)»
https://blackathena.squat.net/o-ios-ths-kuriarxias/
[4] «Νέος
ΧΥΤΑ στη Φυλή, στα «μουλωχτά» και με συνοπτικές διαδικασίες», 19/03/2020
https://oxixytafilis.blogspot.com/2020/03/blog-post_19.html
[5] «Ήταν ο
ιός που το κατάφερε»
https://avantgarde2009.wordpress.com/2020/03/15/it-was-the-virus-that-did-it/
[7] «ΜΝΗΜΟΝΙΟ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕΒΕ ΚΑΙ TURKISH-GREEK BUSINESS COUNCIL ΤΟΥ FOREIGN ECONOMIC
RELATIONS BOARD (DEIK) ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ»
(4/3/2020)
https://www.seve.gr/%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BF-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83-%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-turkish-greek-business-council-%CF%84/
[9] «Υποδοχή
ηρώων επιφυλάσσουν στα ΜΑΤ οι κάτοικοι στις Καστανιές»
https://www.ethnos.gr/ellada/95416_ypodohi-iroon-epifylassoyn-sta-mat-oi-katoikoi-stis-kastanies
Τις έκτακτες καταστάσεις έχει τη δυνατότητα
να τις αξιοποιήσει αυτός που έχει στρατηγική. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε
να την υπηρετήσουν ακόμα πιο αποτελεσματικά, ακόμα πιο γρήγορα. Αυτός που δεν
έχει στρατηγική είναι καταδικασμένος να υπαχθεί ακόμα περισσότερο στα σχέδια
του αντιπάλου του.
—————————————————
Είναι πραγματικά καταθλιπτικό να βλέπεις πόσο εύκολα η Κυριαρχία μπορεί να κινητοποιήσει και να κατευθύνει τους υποτελείς όπου γουστάρει (είτε με την κρίση, είτε με την εισβολή στον Έβρο, είτε με τον κορωνοϊό), πόσο εύκολα μπορεί να παρουσιάζει τα δικά της προβλήματα ως δικά μας, πόσο εύκολα εν τέλει να μας οργανώσει και να μας υποτάξει ακόμα πιο πολύ. Υπάρχει και κάτι πιο καταθλιπτικό όμως. Όταν αυτό το παθαίνουν οι πολιτικοποιημένοι υποτελείς. Είτε όταν «ακολουθούν» συνειδητά ή ασυνείδητα τις άνωθεν εντολές, είτε όταν παραμένουν στο κόσμο τους.
“Over 10,000 military medics working at front line in COVID-19 fight”
Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Στις 6
Αυγούστου του 1976, το πλοίο «ΧΟΡΑ» του τούρκικου κράτους έπλευσε στα βορειοανατολικά
της Λέσβου για να κάνει σεισμικές έρευνες παραβιάζοντας, σύμφωνα με την οπτική
του ελληνικού κράτους, την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αυτό το γεγονός δημιούργησε
μία από τις γνωστές κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έχει καταγραφεί
στη μνήμη του δημόσιου λόγου όχι με τις κινήσεις του ελληνικού ή του τούρκικου
κράτους αλλά με τη πασίγνωστη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου στα πλαίσια της
περιοδείας του στο νομό Έβρου και συγκεκριμένα στην Αλεξανδρούπολη: «Βυθίσατε
το Χόρα». Σε μια εποχή που το ΠΑΣΟΚ ήταν ανερχόμενη αντιπολίτευση και πολεμούσε
τη Δεξιά όσο τίποτα άλλο, το ΠΑΣΟΚ ρωτούσε γιατί «δεν βυθίσατε το ΧΟΡΑ». Μια
εποχή που οι κοινωνικοί αγώνες ήταν σε μεγάλη ένταση και το ΠΑΣΟΚ προσπαθούσε
να τους διαμεσολαβήσει (πράγμα που έκανε με μεγάλη επιτυχία). Το 1980, τέσσερα
χρόνια αργότερα, παραδέχθηκε στη Βουλή ότι ουσιαστικά αυτή τη δήλωση την έκανε
σε συνεννόηση με τον Καραμανλή, πράγμα που επιβεβαίωσε και ο Κανελλόπουλος
λέγοντας: «προέβη στη διατύπωση των λέξεων εκείνων για ορισμένο Εθνικό σκοπό».[1]
Η πρώτη φορά
Αριστερά, το ΠΑΣΟΚ, σε μια περίοδο φοβερής κοινωνικής πάλης και με διακηρυγμένο
εχθρό τη Δεξιά, σε στιγμή εθνικής έντασης επέδειξε στάση ευθύνης «στα κρίσιμα
θέματα» και συνεργάστηκε ακόμα κι αν δεχόταν τα πολιτικά πυρά. Μια εποχή που
βγαίνανε καραμπίνες στα εκλογικά κέντρα του ΠΑΣΟΚ από τους οπαδούς της ΝΔ στην
επαρχία. Δηλαδή, που η πάλη ανάμεσα στη Δεξιά και το ΠΑΣΟΚ ήταν πραγματικότατη.
Η εθνική ενότητα, όμως, χρειάζεται όλο το πολιτικό φάσμα, δε χορεύεται από
έναν. Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλει να βάλει πλάτη στο μεταναστευτικό είναι η σημερινή
μίζερη εκδοχή αυτού του παρελθόντος, αυτής της λειτουργίας της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Της απαραίτητης συνεργασίας Δεξιάς και
Αριστεράς. Ο Τσίπρας επανέλαβε το ίδιο που είπε και για τις καταλήψεις,
δηλώνοντας πως θα βάλει υπεύθυνα πλάτη. «Κι εμείς το κάναμε αυτό αλλά όχι με
αυτόν τον τρόπο». Διαφέρει ο τρόπος, η στρατηγική είναι κοινή.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ‘90s
Στις 14
Φεβρουαρίου του 1992, 1 εκατομμύριο άνθρωποι διαδηλώσανε στη Θεσσαλονίκη για το
όνομα της Μακεδονίας. Με κλειστά καταστήματα, με προκηρυγμένη στάση εργασίας
από το εργατικό κέντρο, με τα γυμνάσια να μην έχουν μαθήματα και να κατεβαίνουν
υποχρεωτικά στις διαδηλώσεις. Στη Νέα Δημοκρατία δημιουργήθηκε σύγκρουση
ανάμεσα στον Μητσοτάκη (πρωθυπουργό) και τον Σαμαρά (υπουργό εξωτερικών) με
αφορμή την λεγόμενη πρόταση Πινέιρο που περιείχε το όνομα «Μακεδονία». Και ενώ
ο Μητσοτάκης καλοέβλεπε την πρόταση αυτή ήταν πολλοί οι ψήφοι για να πάνε
χαμένοι. Το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός στήριξαν ολόψυχα τα συλλαλητήρια. Το ΚΚΕ
απήχε. Κάντε συγκρίσεις με το σήμερα και δείτε πως τα φέρνει η ζωή. Τον Ιούνιο
του 1993 η Εκκλησία της Ελλάδος διοργανώνει ανοιχτή εκδήλωση προς τιμήν του
Ράντοβαν Κάραζιτς (καταδικασθέντα για τη σφαγή
8.000 βόσνιων της Srebrenica) με συνδιοργανωτές την ΓΣΕΕ, την
ΑΔΕΔΥ και την ΠΑΣΕΓΕΣ (αγρότες). Στήριξαν την εκδήλωση εκπρόσωποι από ΝΔ,
ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΣΥΝ. [2]
Στην ίδια
δεκαετία (και όχι μόνο σε αυτήν) έλαβαν χώρα και οι δολοφονίες αλβανών μεταναστών στα σύνορα
και εντός της χώρας από στρατό, αστυνομία και οπλισμένους πολίτες. Οι αλβανοί
αντιμετωπίστηκαν ως εισβολείς εγκληματίες. Μια ιστορία που είναι γνωστή ή θα
έπρεπε να είναι. Χωρίς να αναφερθούμε καν στον απίστευτο ρατσισμό που έκαναν τη
λέξη «αλβανός» να χρησιμοποιείται ως βρισιά. Η ΓΣΕΕ στο ρόλο του ελέγχου της
εργασίας μέσω του ΕΚΑ (εργατοϋπαλληλικό κέντρο Αθήνας) πρότεινε οι, χωρίς
χαρτιά, αλβανοί μετανάστες να καταγράφονται στους τοπικούς ΟΑΕΔ και όσοι δεν το
κάνουν «να θεωρούνται λαθραίοι και να απελαύνονται».
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το κείμενο είναι ακατάλληλο για όσους έχουν δυσανεξία στην πραγματική πραγματικότητα. Καμία ευθύνη για τυχόν παρενέργειες.
1
Μία από τις πιο σημαντικές αξίες των αναρχικών είναι η αλληλεγγύη. Είναι μια πρακτική που διαπερνά όλη μας τη δράση, μας εμπλουτίζει και στέκεται έμπρακτα δίπλα στα θύματα της εξουσίας και της εκμετάλλευσης κοντά και μακριά μας. Η έμπρακτη αλληλεγγύη είτε στο επίπεδο της καθημερινότητας με τους γύρω μας, είτε ως πολιτική πρακτική στους κοινωνικούς αγώνες έχει ύψιστη αξία και καλά κάνει. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι είναι το μοναδικό φίλτρο με το οποίο βλέπουμε και συζητάμε για τον κόσμο. Όταν πρέπει να σκεφτούμε γεγονότα δεν χρειάζεται να τα σκεφτούμε με όρους αλληλεγγύης. Πολλοί εκφράζουν την άποψη ότι δεν αξίζει καμία αλληλεγγύη στους κατοίκους των νησιών και κόβουν κάθε συζήτηση για τα γεγονότα εκεί. Καλό είναι να διακρίνουμε το ένα από το άλλο. Δεν χρειάζεται να πετάμε στα σκουπίδια την κοινωνική εμπειρία επειδή δε μας αρέσει. Μόνο να μαθαίνουμε πρέπει από αυτή, είναι πλούτος. Άλλο πράγμα η αναζήτηση της αλήθειας των γεγονότων, η πολιτική και θεωρητική αξιολόγησή τους και άλλο αν κάνουμε ή όχι αλληλεγγύη. Εδώ θα ασχοληθώ μόνο με το πρώτο.
2
Για τα πραγματικά γεγονότα υπάρχει αρκετό υλικό στο
διαδίκτυο, από τα βίντεο των τοπικών σαιτ όπως και αφηγήσεις από πιο κοντινές φωνές
που βρίσκονται εκεί. Όποιος θέλει βρίσκει, δεν έχω καμία παραπάνω γνώση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα γεγονότα στα νησιά είναι μια στιγμή του ενιαίου κοινωνικού πολέμου που διεξάγει το κράτος και το κεφάλαιο στις υποτελείς τάξεις. Ούτε μία. Είτε μας αρέσει, είτε όχι. Α) Το κράτος αποφασισμένο να επιβάλλει μια συγκεκριμένη πολιτική ελέγχου και πειθάρχησης με κλειστά κέντρα κράτησης για τους μετανάστες. Ας μην έχουμε αμφιβολίες ότι την ίδια πολιτική ακολουθούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ είναι πως το πουλάνε. Ο ΣΥΡΙΖΑ πούλαγε τα κλειστά κέντρα κράτησης ως κέντρα αγάπης και φιλοξενίας των κατατρεγμένων της γης και η ΝΔ πουλάει τα κλειστά κέντρα κράτησης ως φυλακή για τα μιάσματα. Κάθε μαγαζί το πουλάει στους πελάτες της με τον τρόπο που καταλαβαίνει ο πελάτης. Β) Έτσι έδωσε τα έργα σε 3 από τις πιο αντιπροσωπευτικές εταιρείες του ελληνικού κεφαλαίου (αυτές ξέρουμε, αυτές εμπιστευόμαστε), με 1 εκατομμύριο ευρώ στην καθεμία: την ΤΕΡΝΑ, τον ΑΚΤΩΡ και τον μεγαλύτερο οφειλέτη της ΔΕΗ στην Ελλάδα, τον Μυτηλιναίο. Γ) Προσπάθησε να επιβάλλει αυτή τη πολιτική με τον πιο ισχυρό τρόπο. Με στρατό και αστυνομία. Με έναν τρόπο που χρησιμοποιείται συστηματικά μόνο πάνω στους μετανάστες όπου βρίσκονται υπό στρατιωτική και αστυνομική κατοχή.
3
Η έννοια του ενιαίου κοινωνικού πολέμου, αν δεν την ξεκαθαρίσουμε, μπορεί ωστόσο να συσκοτίζει περισσότερα απ’ όσα φανερώνει. Δεν υπάρχει κάποιος ενιαίος κοινωνικός πόλεμος. Ενιαίος κοινωνικός πόλεμος υπάρχει μόνο από μια σκοπιά που έχει ένα συνολικό πρόταγμα. Μόνο από αυτήν τη σκοπιά είναι ορατός και μόνο από αυτήν είναι και πραγματικός. Παράδειγμα: το κράτος από τη σκοπιά του επιδιώκει σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια να οργανώσει, πειθαρχήσει και δημιουργήσει τέτοιες κοινωνικές σχέσεις που να ευνοούν την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Έτσι είναι υποχρεωμένο να ενδιαφέρεται, δηλαδή, να διαμεσολαβεί όλες τις κοινωνικές σχέσεις σε αυτή την επικράτεια. Άρα να διεξάγει έναν ενιαίο κοινωνικό πόλεμο. Το ίδιο και εμείς. Εμείς λέμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο συνολικά, να καταστρέψουμε την εξουσία και εκμετάλλευση απ’ όπου κι αν προέρχεται και να φτιάξουμε έναν κόσμο ελευθερίας, αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Και μάλιστα εμείς είμαστε ακόμα πιο φιλόδοξοι γιατί δεν περιοριζόμαστε σε εδαφικές επικράτειες. Ξεκινάμε από εκεί που ζούμε αλλά θέλουμε την παγκόσμια κοινωνική επανάσταση.
Από μια μερική σκοπιά ειδικών συμφερόντων (π.χ. κάτοικοι της Λέσβου, ξενοδόχοι, εργάτες, γυναίκες, έλληνες κτλ) ο πόλεμος μπορεί να είναι μερικός. Μπορεί για παράδειγμα, ένας έλληνας άντρας εργάτης να εξεγείρεται μόνο όταν κόβουν το δικό του μισθό. Μια γυναίκα κάτοικος Αθήνας να εξεγείρεται μόνο στην πατριαρχία που βιώνει αυτή και να μην ενδιαφέρεται για τη ζωή των αντρών αγροτών στην επαρχία. Θέλω να πω πως αυτό είναι νόμιμο και δικαιολογημένο. Δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να έχει ένα συνολικό πρόταγμα για όλη την κοινωνία. Μόνο όσοι έχουν συνολικό πρόταγμα. Εμείς είμαστε. Γιατί εμείς προτείνουμε να νοιαζόμαστε για το γενικό καλό, θέλουμε να αλλάξουμε όλες τις σχέσεις και προσπαθούμε να πείσουμε κάθε κοινωνική ομάδα να νοιάζεται και για κάτι πέρα από τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Θέλουμε να πείσουμε τους άντρες εργάτες να παλέψουν για την απελευθέρωση των γυναικών. Και αυτό δεν έχει να κάνει με κάποια αναγωγή. Ότι η απελευθέρωση του ενός εξαρτάται από την απελευθέρωση του άλλου. Σαν μια σπειροειδής κίνηση που επιστρέφει στο δικό σου ιδιαίτερο συμφέρον. Δεν είμαστε μαρξιστές. Είναι η πολιτική μας στόχευση τέτοια. Αυτός είναι ο τρόπος για να αναπαράγεται μια ιδιοτελής στάση. Το σύνθημα «ο φασισμός πρώτα έρχεται για κάποιους και μετά για όλους» είναι μια τέτοια τακτική, από τις πιο αποτυχημένες. Όχι, ο φασισμός ποτέ δεν έρχεται για όλους. Είναι ένα ταξικό σύστημα που ευνοεί κάποιους και κάποιους τους ρίχνει στο Καιάδα.
4
Έτσι, τα γεγονότα στη Λέσβο είναι κομμάτι του ενιαίου κοινωνικού πολέμου μόνο από μια πολιτική σκοπιά που έχει πρόθεση και όχι ως αντικειμενικά κοινωνικά γεγονότα. Από τη σκοπιά ενός Λέσβιου μαγαζάτορα είναι πιο πιθανό να είναι μια επίθεση στο δικό του ιδιαίτερο συμφέρον, το οποίο το βιώνει μέσα από την ιδεολογία του ως Έλληνας. Και λέει στους μπάτσους «δεν είναι επάγγελμα αυτό, να χτυπάτε έλληνες .. για 500ευρώ τα κάνετε όλα» (από βίντεο με επεισόδια). Δηλαδή, ως μια επίθεση στο εισόδημά του και στην ιδιότητα ως Έλληνας που του επιτίθενται οι μη Έλληνες – είτε ως εισβολείς μετανάστες, είτε ως ξένα κράτη, Σόρος, ΜΚΟ κτλ. Αυτός βλέπει το στρατό και την αστυνομία ως πραγματικούς προστάτες του που εκτελούν λάθος εντολές. Τους νιώθει ως πραγματικά αδέρφια του που οι συνθήκες τους αναγκάζουν να έρθουν στα χέρια – όπως ίσως θα έκανε και με τον αδερφό του εξ αίματος για τα περιουσιακά. Αυτό δεν είναι ένα ψέμα. Είναι η πραγματική κοινωνική σχέση ανάμεσα στο κράτος και τον υπήκοο έλληνα. Γι’ αυτό ο κάτοικος τον καλεί ως αδερφό να κάνει πίσω, γιατί όλα αυτά τα κάνει για την πατρίδα και τα παιδιά του και διώχνει τους μπάτσους είτε με το «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι», είτε τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Και οι μπάτσοι από την άλλη μην έχοντας άλλη ιδεολογία από την εθνική αποκαλούν τους κατοίκους «τουρκόσπορους». Δηλαδή, μη έλληνες. Αυτούς έχουν μάθει να πολεμάνε. Πράγμα που έχει ιστορικές ρίζες ενός αιώνα και αντανακλά τον τρόπο που το ελληνικό κράτος και οι μηχανισμοί του αντιμετώπισαν τους πρόσφυγες από τα παράλια της Τουρκίας. Η αφαίρεση ιθαγένειας έχει χρησιμοποιηθεί με πολλαπλούς τρόπους στην ιστορία του ελληνικού κράτους και για ντόπιους 100%. Οι τοπικές αρχές (τοπικοί πρόεδροι, δήμαρχοι κτλ) κάνουν ότι μπορούν για να εκπληρώσουν το ρόλο τους: να διαμεσολαβήσουν την κυριαρχία του κράτους σε κάθε κοινωνική ομάδα. Και φυσικά η αριστερά με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ να συμπληρώνουν όπως πάντα την κρατική διαμεσολάβηση: «Μετά από διαπραγματεύσεις με την καταλυτική συμβολή του Δημάρχου δυτικής Λέσβου Ταξιάρχη Βέρρου, του Προέδρου της Κοινότητας Μανταμάδου Χαράλαμπου Τζελαιδή, των βουλευτών Λέσβου του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Μπουρνού και του ΚΚΕ Μαρίας Κομνηνάκα οι αστυνομικές δυνάμεις οδηγήθηκαν με ασφάλεια εκτός του κλοιού των διαδηλωτών. Μάλιστα επικεφαλής της πορείας των Αστυνομικών ήταν ο ίδιος ο Δήμαρχος δυτικής Λέσβου προκειμένου να μην υπάρξουν ενέργειες σε βάρος των Αστυνομικών.»
5
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο (με το οποίο κρυφά ή φανερά διασκεδάζουμε λίγο όλοι μας) είναι η αναγκαστικότητα της βίας όπως είπε και ο τσεκουροφόρος. Αναγκαστικότητα που διαρρηγνύει το συμβόλαιο της εθνικής ενότητας από τα πάνω. Η κρατική επιλογή εναντιώνεται στα συμφέροντα των μεταναστών – πράγμα για το οποίο εξεγείρονται και είναι κάτι που ήδη γνωρίζουμε. Εναντιώνεται όμως και στα συμφέροντα των ντόπιων που πολλοί από αυτούς είναι ξεκάθαρα ρατσιστές, δε θα είχαν πρόβλημα να πνιγούν οι μετανάστες στο Αιγαίο, να φτιαχτούν οι φυλακές σε ακατοίκητα νησιά και ζητούσαν την προστασία από την αστυνομία λίγο καιρό πριν εναντίον των μεταναστών. Τα συμφέροντα στα οποία εναντιώνεται το κράτος είναι σίγουρα περισσότερα από αυτά που γράφω, είναι διαταξικά και με την βοήθεια των ΜΑΤ μπόρεσε ένα μεγάλο τους μέρος να εκφραστεί με έναν ενιαίο χωροταξικά τρόπο – παρόλο που προφανώς υπήρχαν διαχωρισμοί εντός των συγκεντρωμένων (αλλού οι αριστεροί, αντιφασίστες, αλλού οι φασίστες κτλ). Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αμηχανίας νομίζω το εξέφρασε ο στρατιωτικός ιερέας που φανερά ταραγμένος είπε (βλέπε στο 2.30): «Εγώ Γιώργο μου, στη στρατιωτική μου θητεία ακολούθησα το στρατό.. Αφγανιστάν, Κόσοβο, Σεράγεβο, Αλβανία, τώρα βλέπω τη πατρίδα μου σκλαβωμένη εδώ πέρα. Για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο η πατρίδα μου είναι σκλαβωμένη.. σε εμπόλεμη κατάσταση». Δείτε όλο το βίντεο, αξίζει. Εξοργισμένοι όσοι μιλάνε, εξαιτίας της εμπλοκής του στρατού για τα συμφέροντα της ΑΚΤΩΡ. Ο στρατός για τους πατριώτες στα σύνορα είναι απόλυτα νομιμοποιημένος και είναι ο προστάτης τους από τον Τούρκο εισβολέα. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτή η αντίθεση.
Αυτή η πραγματική σύγκρουση συμφερόντων κράτους-κεφαλαίου από τη μια και της ντόπιας ελληνικής κοινωνίας από την άλλη δημιούργησε στιγμές απείρου κάλλους που όλοι είδαμε, στιγμές που αναγκαστικά προκαλούν μια ιδεολογική σύγχυση στη σχέση πολιτών-κράτους. Να βγαίνουν καραμπίνες και να επιτίθενται στο στρατόπεδο από αυτούς που περιμένανε τη ΝΔ και τα ΜΑΤ να τους λύσουν το πρόβλημα, δεν είναι κάτι που το περιμέναμε νομίζω. Βλέπουμε την δύναμη των υλικών συμφερόντων απέναντι στην ιδεολογία. Επειδή όμως ο πραγματικός κοινωνικός πόλεμος (όχι ότι έχει ο κάθε πολιτικοποιημένος στο κεφάλι του) ορίζεται από τους πραγματικούς συμμετέχοντες, το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης θα καθοριστεί από τα περιεχόμενα των αντιστεκόμενων. Έτσι ορίζουν και τις δυνατότητες στις οποίες θα εξελιχθεί το πράγμα. Έτσι, εφόσον α) το κυρίαρχο ζητούμενο είναι «να μη μας ενοχλάνε», να μην είναι στη πόρτα μας και μας χαλάνε το τουρισμό και β) πρέπει να επιλυθεί με πατριωτισμό και άρα με ενίσχυση της εθνικής ενότητας τα πιο ρεαλιστικά σενάρια είναι τα εξής δύο: 1) με κάποιο τερτίπι, με κάποιο καλύτερο δέλεαρ στις ντόπιες κοινωνίες ανάλογα και με την ένταση της σύγκρουσης σε κάθε νησί να δημιουργηθούν οι κλειστές δομές, να διαμεσολαβηθεί η κοινωνική οργή από όλους τους αρμόδιους γι’ αυτή τη δουλειά (δεξιούς, αριστερούς, φορείς, συλλόγους). 2) Με λύση αλά Αυστραλία και βάθεμα του φασισμού: φυλακές σε ακατοίκητα νησιά – μια λύση που θα ικανοποιούσε σίγουρα πολλές ντόπιες κοινωνικές ομάδες, μια λύση που αρέσει στον φασίστα περιφερειάρχη του ΒΑ Αιγαίου.
6
Το βασικό επίδικο, η αιτία που πυροδότησε την διαταξική «παλλαϊκή αντίσταση» ήταν το ζήτημα της εξουσίας. Του ποιος έχει το δικαίωμα να αποφασίζει. Κάθε κοινωνική σύγκρουση που θέτει όχι απλά το ζήτημα των συμφερόντων αλλά το ζήτημα της εξουσίας είναι μια κοινωνική σύγκρουση που μετατοπίζει τις σχέσεις και τις συνειδήσεις, τείνει να μετατοπίσει την κατανομή ισχύος για το ποιος αποφασίζει. Υπάρχει η συνείδηση ότι κάποιος προσπαθεί να επιβάλλει κάτι το οποίο εμείς αρνούμαστε (μιλάνε για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση κάποιοι κάτοικοι – όπως και στην Τήνο για τις ανεμογεννήτριες). Δεν γίνεται να πετάμε στα σκουπίδια την πραγματικότητα της σύγκρουσης επειδή διαφωνούμε με τους συμμετέχοντες, δεξιούς και αριστερούς, ρατσιστές και πατριώτες. Το αντίθετο, πρέπει να αναδείξουμε το γεγονός με την πραγματικότητα του. Ακόμα κι αν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι κάτοικοι θρέφουν ακόμα περισσότερο την ιδεολογία του εθνικισμού. Αυτό είναι το ιδεολογικό πλαίσιο και πρόταγμα μέσα από το οποίο βιώνουν τον κόσμο και επιδιώκουν τα συμφέροντά τους. Αν καταφέρνει κάτι αυτό το γεγονός όμως είναι να ξεγυμνώνει από την ιδεολογία του την κρατική πολιτική. Ή έστω να κάνει το ξεγύμνωμα πιο εύκολο. Και όταν συμβαίνει αυτό ανοίγει ένα πεδίο. Το που θα πάει έχει να κάνει με την ήδη υπάρχουσα επιρροή των ιδεών μέσα σε μια κοινωνία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πράγμα έχει στρωθεί πάνω σε εθνικιστικό χαλί. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλο το πολιτικό φάσμα μετατοπίζεται ακόμα πιο δεξιά. Δεν έχω ιδέα για το τι μπορεί να γίνει εκεί. Ξέρω μόνο για εδώ και πως μπορούμε να το αξιοποιήσουμε. Ξέρουμε, επίσης, πως οι καιροί μας είναι δύσκολοι και πως προνομιακό πεδίο έχει αυτή τη στιγμή ο εθνικιστικός λόγος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι και ο άλλος λόγος, ο πιο κοντινός μας είναι υπαρκτός και βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή ως προς τη δημόσια σφαίρα αυτή τη στιγμή. Δε θα είναι για πάντα έτσι.
7
Παρ’ όλα αυτά είναι η δικιά μας συστηματική δουλειά μέσα στη κοινωνία με βάση την αλήθεια των γεγονότων και το δίκαιο των ιδεών μας που στέκεται μπροστά μας ακόμα περισσότερο αναγκαία. Η αλήθεια δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος. Δεν είναι μόνο το παρελθόν ή το παρόν, εμπεριέχει και το μέλλον που δεν έχει υπάρξει ακόμα. Έτσι και κάθε εξεγερσιακή στιγμή εμπεριέχει το παρελθόν, το παρόν της αλλά και τις δυνατότητες για το μέλλον. Αυτό το μέλλον τείνει όλο και πιο πολύ στο φασισμό. Η δουλειά που πρέπει να κάνουμε όλο και μεγαλώνει, απαιτεί όλο και πιο οξυμένα πολιτικά εργαλεία. Και σίγουρα όχι στρίμωγμα της πραγματικότητας στη θεωρία. Αυτό έτσι κι αλλιώς το κάνουν όσοι μπορούν, όσοι έχουν την πολυτέλεια να μπορούν. Δεν την αλλάζουν αυτοί την ιστορία έτσι κι αλλιώς, απλά την βαραίνουν με την απουσία τους και την αδιαφορία τους (δεν το υποτιμώ).
Και κλείνω με Σαντιγιάν («Ένα ελευθεριακό πρόταγμα», Στάσει εκπίπτοντες, 2016, σ. 39): «Υποστηρίζουμε ότι η πρωταρχική μας αποστολή σε μια επανάσταση δεν είναι να είμαστε διευθυντές, αλλά να προκαλέσουμε την αυθόρμητη δράση του λαού. Με αυτά, ήδη εκφράσαμε ότι δεν είμαστε ούτε τυφλοί υποστηρικτές του λαϊκού αυθορμητισμού ούτε θεωρούμε τους εαυτούς μας κατόχους της απόλυτης αλήθειας. Το θέμα δεν είναι να καθόμαστε και να περιμένουμε μια επανάσταση για να εκπληρώσει τους πόθους μας, είναι αναγκαίο να δουλέψουμε και να κηρύξουμε, με τον λόγο και το παράδειγμα, τις ιδέες μας για την ελευθερία, ιδέες που δεν μπορούν να επιβληθούν με τη δύναμη, αλλά μόνο με τη πειθώ.»
Για όσους
βιάζονται να ανακαλύψουν ξανά το πρόσωπο της σκληρής Δεξιάς και αρχίζουν να
βλέπουν ξανά την καταστολή μετά από 4 χρόνια. Και για όσους (στέκονται απέναντί
τους και) δε βλέπουν καμία διαφορά παρά μόνο “δεξιά κι αριστερά ίδια είναι
τ’ αφεντικά”.
Είναι αλήθεια πως η ιδεολογία είναι πολύ συχνά ισχυρότερη από την πραγματικότητα και αυτό γιατί προφανώς η αντίληψη γι’ αυτήν δεν προέρχεται από μια “εμμονική” προσκόλληση ιστορικού ερευνητή στα πραγματικά γεγονότα αλλά από το τι μουσική ακούμε, με ποιούς κάνουμε παρέα, σε ποια μέρη συχνάζουμε, από τη γλώσσα και τα σύμβολα του κόσμου.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνέχισε τον πυρήνα της κρατικής πολιτικής (εργασιακά, μεταναστευτικό, ενεργειακά) μαθαίνοντας από τους προκατόχους της και αξιοποιώντας ταυτόχρονα την δικιά της ιστορία, το δικό της ύφος, τις τύψεις των στελεχών της που υπογράφουν πράγματα που δε θέλουν. Έτσι, το μαστίγιο έγινε πιο ελαφρύ. Αλλιώς να σε μαστιγώνει κάποιος με πάθος κι αλλιώς επειδή αναγκάζεται (και αυτό είναι πραγματικό και ιδεολογικό μαζί, αδιαχώριστα). Θυμηθείτε την σκηνή από τους Πειρατές της Καραϊβικής όπου ο Will Turner μαστιγώνεται από τον πατέρα του (by the way είναι μια ωραία σκηνή για την συνέχεια του κράτους αυτή όπως και να ‘χει)
Ο συνδικαλιστής της αστυνομίας δεν είναι μαλάκας. Είναι ειλικρινής. Και σίγουρα πρέπει να προτιμάμε την ειλικρίνεια από την υποκρισία όπως και να ‘χει. Και από τους εχθρούς και από τους φίλους. Άρα τον προτιμάμε. Το τι θέση θα έχει μια τέτοια ειλικρίνεια μέσα σε αυτή την κυβέρνηση θα είναι ζήτημα της πάλης μέσα στο κόμμα αλλά και της πάλης μέσα στην κοινωνία. Η κριτική στον μπάτσο και από δεξιά μεριά δείχνει ότι υπάρχουν πολλοί μέσα στη ΝΔ και στο σύστημα που την υπερασπίζεται που παίρνει τα μαθήματα από τον ΣΥΡΙΖΑ και θέλει να τον μιμηθεί. Κυρίως σε αυτά που έχουν να κάνουν με την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Θέλουν να αποφύγουν όσο γίνεται κάθε αναταραχή στην λεηλασία που σχεδιάζουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δίδαξε. Τη κινηματική «τεχνογνωσία» που έχουν οι συριζαίοι, οι δεξιοί την μαθαίνουν μόνο μέσα από ηλίθια ρεπορτάζ. Από αυτή τη σκοπιά η συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην κρατική γνώση είναι μεγάλη.
Αν δεν είναι αυτός μαλάκας τότε ποιος είναι; Το σχόλιο είναι για τον άνθρωπο που βιάζεται να ανακαλύψει στιγμές της πραγματικότητας που να ταιριάζουν στη θεωρία του και σε αυτή τη βάση να προσπαθεί να ξεδιπλώσει το πολιτικό του σχέδιο. Πάνω, δηλαδή, στο στρίμωγμα της πραγματικότητας στη θεωρία. Ο Μπαλάσκας δεν είναι τέτοιος. Οι Συριζαίοι και τα προσκείμενα μίντια που τώρα μας ξαναδείχνουν “καταστολή” της Δεξιάς είναι σίγουρα. Μας την ξαναδείχνουν αυτοί, ας μην την βλέπουμε κι εμείς μέσα από τα μάτια τους. Είναι αστείο πως αν διαβάσει κανείς το άρθρο της εφσυν – ενταγμένο στην προσπάθεια που λέω – με τίτλο “Επαναφέρουν τον «Ξένιο Δία» του Δένδια” θα δει ακριβώς από κάτω στα σχετικά άρθρα τις πιο πρόσφατες εκκενώσεις επί ΣΥΡΙΖΑ στα Εξάρχεια.
Η εναλλαγή
των κυβερνήσεων έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αυτή η εναλλαγή, από της σκοπιά μας,
εμπλουτίζει τις κρατικές δυνατότητες και εμβαθύνει τις ικανότητές του.
Αποτελείται από ανθρώπους που μαθαίνουν. Οι πιο εμμονικοί (στις θεωρίες τους)
γίνονται πάντα παρελθόν και γραφικοί. Το ίδιο συμβαίνει και με μας. Μπορούμε να
μετατρέψουμε την τελευταία 15ετία εμπειρίας σε πλούτο για τις κινηματικές
δυνατότητες και βάθεμα των δικών μας ικανοτήτων;