Black Athena

Ούτε λαϊκή, ούτε εθνική. Αρνητική ενότητα!

United we stand, divided we fall.

Η επίκληση στην ενότητα είναι τόσο θεμελιώδης που είναι σχεδόν ταυτόσημη με την κοινωνική αναπαραγωγή, με την δημιουργία και διατήρηση της κοινότητας, του κοινού. Από πάντα κάθε κοινωνική ομάδα που θέλει να αντιπαρατεθεί με άλλες ή με τις δυσχέρειες της ζωής και της επιβίωσης που προέρχονται από άλλες συνθήκες (πχ. περιβαλλοντικές) προϋποθέτει μια εσωτερική ενότητα και συνοχή. Από την φυλή στον Αμαζόνιο μέχρι τα clubs των ελίτ και από τον πόλεμο ως τις οικογενειακές σχέσεις. Από την άλλη, η διαίρεση είναι διαχρονικό εργαλείο κατακερματισμού και φθοράς του αντιπάλου. Το γνωστό «διαίρει και βασίλευε».

Ας μην κάνουμε το λάθος να ταυτίσουμε την ενότητα με κάτι καλό και την διαίρεση με την κακιά εξουσία. Μην κάνουμε ηθική εκτός ιστορίας. Κάθε ειδική χρήση αυτών των πρακτικών πρέπει να έχει και ειδική κρίση. Η επίκληση στην ενότητα και η πρακτική της διαίρεσης είναι πράγματα που χρησιμοποιούνται συνέχεια, παράλληλα και εναλλάξ, με χίλιους τρόπους που φαίνονται ή δεν φαίνονται σε όλες τις κοινωνικές διεργασίες, στον πόλεμο και στην πολιτική.

Έτσι για παράδειγμα η δεξιά του ελληνικού κράτους κάνει επίκληση στην εθνική ενότητα αφού το έθνος είναι η φαντασιακή κοινότητα που το συνέχει ως τέτοιο. Η αριστερά του ελληνικού κράτους προσθέτει πλάι στο έθνος τη δικιά του φαντασιακή κοινότητα από τα παλιά (πριν ενστερνιστεί το έθνος), τον λαό. Το θέμα με τις φαντασιακές κοινότητες είναι ότι είναι μια χαρά πραγματικές αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι. Δηλαδή, το έθνος είναι πραγματική συλλογική συνείδηση και ταυτότητα αν οι υπήκοοι του ελληνικού κράτους πιστεύουν πως είναι. Το ίδιο και με τον λαό και με όλα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν λέμε ότι κάτι είναι κοινωνική κατασκευή δεν σημαίνει πως αυτό είναι ψεύτικο και μη πραγματικό. Είναι κοινωνική κατασκευή και μια χαρά πραγματικό, επειδή είναι κοινωνική κατασκευή.

Σε αυτό το πλαίσιο και για την διεξαγωγή του πολέμου με αποτελεσματικότερους όρους για μας, κάνουμε συνέχεια μια επίκληση σε διαφόρων τύπων «ενότητες». Ο αναρχικός χώρος έχει προσπαθήσει για παράδειγμα με την Αναρχική Ομοσπονδία και την Αναρχική Πολιτική Οργάνωση να δώσει μια απάντηση στο ζήτημα μιας ενότητας του αναρχικού χώρου. Τα δύο αυτά εγχειρήματα ξεκίνησαν ως ένα αλλά κατέληξαν σε δύο, πράγμα που υπονομεύει, δυστυχώς, εξαρχής την προσπάθεια στο σύνολό τους. Γενικά, βλέπουμε διασπάσεις που αντί να πλουτίζουν το κίνημα λειτουργούν συνήθως ανταγωνιστικά και διασπαστικά.

Με τα εργαλεία που χρησιμοποιώ εδώ θα αναπτύξω μια πιο χρήσιμη αντίληψη και για την θεωρία και για την πρακτική που μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα προβλήματα, αφού πρώτα αναφερθώ σε κάποιες μόνο από τις πολλές πηγές αυτών των προβλημάτων.

Φιλελευθερισμός

Τα αναρχικά, αντιεξουσιαστικά και ευρύτερα κομμουνιστικά κινήματα είναι σε μεγάλο βαθμό παιδιά του Διαφωτισμού. {Λέω σε μεγάλο βαθμό γιατί θεωρώ ότι παρόλο που μπορούμε να διακρίνουμε μια τομή στον Διαφωτισμό και ειδικά ως προς το κομμάτι της θρησκείας, νομίζω ότι τα αναφερθέντα κινήματα έχουν και μια συνέχεια με τη χριστιανική θρησκεία και γενικά με θεολογικά κινήματα. Οπότε γεννήθηκαν μέσα από τη συνέχεια και την τομή.} Γέννημα θρέμμα του Διαφωτισμού είναι και ο φιλελευθερισμός. Και ο αναρχισμός έχει ειδική και στενή σχέση με αυτόν.

Για τον φιλελευθερισμό η πιο κεντρική έννοια είναι αυτή του «ατόμου». Η κατηγορία του «ατόμου» παρουσιάζεται φιλοσοφικά στο «σκέπτομαι άρα υπάρχω» του Descartes¹ (δες οπωσδήποτε τη σημείωση) και πολιτικά στο κράτος, το οποίο εμφανίζεται ως εγγυητής και δημιουργός αυτής της κατηγορίας. Και σε αυτή την έννοια θεμελιώνονται ιδεολογικά τα ατομικά δικαιώματα, η ιδιοκτησία και η έννοια της ελευθερίας. Το απόφθεγμα «η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» περιγράφει καθαρά αυτή την έννοια. Μια ελευθερία που κάνει τα άτομα ανταγωνιστικά το ένα ως προς το άλλο. Παράλληλα, με την αναγωγή του ατόμου σε κεντρική κατηγορία συγκρότησης των κοινωνιών υπό το κράτος, εξυψώνεται/αποθεώνεται η ελευθερία αυτού του ατόμου και οι επιθυμίες του. Αυτή είναι η ιδεολογική ρίζα κατά τη γνώμη μου του αναρχοατομικισμού, που μοιάζει σαν μια ακραία μορφή φιλελευθερισμού όπου το άτομο είναι τα πάντα και η κοινωνία είναι ο καταπιεστής του ατόμου. Μεγάλο θέμα αυτό, μακάρι να προλάβω να γράψω ένα κείμενο μόνο γι’ αυτό.

Η ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού στις δυτικές κοινωνίες είναι αδιαμφισβήτητη. Τα κινήματα των δικαιωμάτων, των ταυτοτήτων, της ατομικής ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου διαπνέονται από μπόλικο από αυτόν καθώς και ότι έχει να κάνει με ιδιοκτησία, πνευματικά δικαιώματα, πατέντες κτλ. Η κοινωνία των ατόμων (που δεν είναι πλέον κοινωνία-κοινότητα) έχει πλέον την κατάλληλη ιδεολογία για την καπιταλιστική κοινωνία όπου το χρήμα/εμπόρευμα διαμεσολαβεί τις κοινωνικές σχέσεις και στις οποίες οι άνθρωποι πρέπει να εμφανίζονται μπροστά στον άλλον ως ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον για να μπορούν να πραγματοποιήσουν την εμπορευματική συναλλαγή. Ακριβώς αυτή η κατάσταση ανάγει το «Εγώ» σε σημείο και κέντρο αναφοράς των πάντων. Το οποίο «Εγώ» μπορεί να είναι ατομικό ή και συλλογικό «Εγώ». Όλη η δυτική κοινωνία και πολιτική έχει στα θεμέλια της αυτή την ανταγωνιστική αντίληψη των πραγμάτων. Η κάθε τομή δημιουργεί ένα νέο άτομο, η κάθε διάσπαση συγκροτείται σε μια νέα Αλήθεια και ταυτότητα, αλάνθαστη και ανταγωνιστική ως προς τις άλλες. Αυτή είναι όλη η ιστορία της αριστεράς και πέρα από αυτήν. Τα αναρχικά /αυτόνομα /αντιεξουσιαστικά εγχειρήματα δεν διαφεύγουν αυτής της ιδεολογικής ηγεμονίας. Ίσα ίσα υποφέρουν από αυτήν (δεν ξέρω αν το ξέρουν βέβαια). Το «Εγώ» κυριαρχεί είτε ως ατομικό, είτε ως συλλογικό και η διάσπαση (συνήθως) δημιουργεί εντάσεις και ανταγωνισμούς αντί να απελευθερώνει νέες δυνάμεις και δυνατότητες για την κινηματική δραστηριότητα.

Πέρα από την επιρροή του φιλελευθερισμού στα ριζοσπαστικά κινήματα – παιδιά του  Διαφωτισμού, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στον ελλαδικό χώρο η οποία πρέπει να αναλυθεί ξεχωριστά.

Οικογενειοκρατία

Δεν μπορούμε να καταλάβουμε την πολιτική κίνηση στην Ελλάδα αν δεν έχουμε υπόψη μας τον κεντρικό ρόλο της οικογένειας πολύ πριν τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Η οικογένεια με τον πατέρα ως κεντρική φιγούρα, ως άρχων των πάντων, ήταν η βασική μονάδα κοινωνικής αναπαραγωγής στον ελλαδικό χώρο για πολλές δεκαετίες (και είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό). Ήδη από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η πατρωνία ως κοινωνικός θεσμός ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος. Στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η γη άνηκε στον Αλλάχ και άρα στον Σουλτάνο. Το ζήτημα ήταν η απόσπαση φόρων ή υπηρεσιών σε αντάλλαγμα την καλλιέργεια της γης από τους υπηκόους. Από τον Σουλτάνο ως τους υπηκόους υπήρχαν ένα σωρό διαμεσολαβητές που αναλάμβαναν την είσπραξη των φόρων, οι οποίοι έπαιρναν τέτοιες κρίσιμες θέσεις εξουσίας με λάδωμα, με μέσον και άλλους τέτοιους τρόπους. Σε αυτό το σύστημα είσπραξης φόρων και εξουσίας έπαιζαν σημαντικό ρόλο και οι  κοτζαμπάσηδες (χριστιανοί από εύπορες οικογένειες). Η οικογενειοκρατία είναι το βασικό σύστημα κοινωνικής συγκρότησης και αναπαραγωγής και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Αυτό που αποκαλείται κομματοκρατία και διαφθορά έχουν τις ρίζες του εκεί. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μας;

Μεγάλη. Πέρα από τις οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει και το επίπεδο της κουλτούρας. {Έχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον που θα μπορούσαμε στη βάση αυτή να αναλύσουμε όλα τα τελευταία χρόνια της κρατικής πολιτικής  ως μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού ενάντια σε αυτό το σύστημα της οικογενειοκρατίας, της καπιταλιστικής αξιοκρατίας ενάντια στις προσωπικές σχέσεις, ενός σύγχρονου καπιταλιστικού αποδοτικού κράτους έναντι του βαλκανικού κράτους των κοτζαμπάσηδων.} Στο επίπεδο της κουλτούρας και των κοινωνικών σχέσεων η οικογενειοκρατία, έχοντας στον πυρήνα της την πατριαρχία, είναι κοινωνικά διάχυτη σε πολλές μορφές. Παντού γίνεται προσπάθεια για να φτιαχτεί μια «οικογένεια». Οικογενειακές επιχειρήσεις, οικογενειακό κλίμα σε μεγάλες επιχειρήσεις, οικογένειες και ομάδες συγγένειας στην πολιτική κοκ.

Στην πολιτική και στα δικά μας τώρα, ιστορικά αναπτύσσονται κοινότητες αγωνιζομένων που έχουν πολλά κοινά με αυτά της οικογένειας. Οι περισσότερες ομάδες που ξέρεις έχουν κάποιο Πατέρα που γενικά είναι ο καθοδηγητής, ο προστάτης, το πρόσωπο που ενοποιεί την ομάδα. Σε πολλές ομάδες, καθόλου περιέργως μαζί με τον Πατέρα έχεις και Μητέρα. Εκεί συμπληρώνεται το κασέ και έχεις και Παιδιά που οι κινηματικοί Γονείς αγκαλιάζουν και προστατεύουν. Υπάρχουν τα αγαπημένα παιδιά, τα λιγότερο αγαπημένα, τα ανυπάκουα που με την πρώτη ευκαιρία αποκλείονται άλλοτε διακριτικά και άλλοτε αδιάκριτα, άλλοτε τυπικά και άλλοτε άτυπα. Η πιο βλαβερή συνέπεια είναι ότι οι οικογένειες-συλλογικότητες δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη αιχμηρών πολιτικών κριτικών στο εσωτερικό τους και το ξεπέρασμα τους εαυτού τους για να ριζοσπαστικοποιηθούν ακόμα περισσότερο. Για παράδειγμα, στην κριτική στην πατριαρχική συγκρότηση πολλών ομάδων έχουν υπάρξει αντιδράσεις που ομοιάζουν αποκαλυπτικά με την οικογένεια. Αντί να ληφθεί η κριτική ως μια ευκαιρία για πολιτική ανάπτυξη, για πλούτο θέσεων, λόγων και αναγκών και άρα ποιοτικό μεγάλωμα της συλλογικότητας γίνεται αντιληπτή ως προσβολή στο φυσικό καθεστώς των γονεϊκών σχέσεων, όπως θα γινόταν σε μια οικογένεια. Όταν για παράδειγμα τα παιδιά διαμαρτύρονται, πολλές φορές θα δούμε τους γονείς να αντιδρούν λέγοντας «εγώ που σε μεγάλωσα, που θυσιάστηκα, είσαι αχάριστη/ος» κτλ. Οι γονείς ταυτίζουν την οικογένεια με τον εαυτό τους και θεωρούν ότι τα μέλη της είναι δικά τους ή ότι δεν γίνεται και δεν πρέπει να υπάρχουν χωρίς αυτούς. Αντίστοιχα, οι πολιτικοί γονείς ταυτίζουν τους εαυτούς τους με τη συλλογικότητα, την θεωρούν κτήμα τους, θέλουν όλα και όλοι να περνάνε και να ελέγχονται από αυτούς, συμμετέχουν σε όλα τα πράγματα – που είναι ανθρωπίνως δυνατό – που πραγματοποιεί μια ομάδα. Έτσι όπως η οικογένεια είναι ένας καταπιεστικός θεσμός για τα παιδιά κυρίως αλλά και για τους γονείς, έτσι και η συλλογικότητα καταντά να είναι ένας καταπιεστικός θεσμός. Κι εδώ έρχεται μια κριτική από τη μεριά των ατομικιστών που βλέπει το συλλογικό ως καταπίεση της δημιουργικότητας του ατόμου, κριτική που έχει μια βάση ακριβώς πάνω σε αυτό το φαινόμενο της οικογενειοκρατίας (με κύρια αλλά όχι μοναδική έκφρασή της την πατριαρχία).


Χρησιμοποίησα αυτές τις δύο έννοιες (φιλελευθερισμός και οικογενειοκρατία) γιατί νομίζω μπορούν να χρησιμεύσουν ως ομπρέλες για πολλά από τα φαινόμενα που μαστίζουν το κίνημα. Φυσικά, μπορείς να εξειδικεύσεις το καθένα από αυτά και να το αναπτύξεις πολύ περισσότερο. Το θέμα είναι ότι φιλελευθερισμός και οικογενειοκρατία μπορούν να πηγαίνουν και μαζί αλλά να είναι και αντιθετικές μεταξύ τους. Δεδομένο είναι ότι είναι εκεί έξω και πρέπει να τις ξεπεράσουμε.

Πατώντας πάνω σε αυτά, η επίκληση για ενότητα στη σκέψη και τη δράση όπως γίνεται μέχρι τώρα αποζητά (συνήθως) μια θετική καταφατική ταύτιση. Για παράδειγμα, όταν έγινε το κάλεσμα για την Ομοσπονδία όλη η διαδικασία ήταν να βρουν κοινές θέσεις, αρχές, αξίες στις οποίες θα συμφωνήσουν για να συγκροτηθούν ως συλλογικό σώμα. Αυτή είναι όλη η διαδικασία που έχουμε μάθει στην κοινωνία που μεγαλώσαμε (όπως τα καταστατικά σε κάθε είδους σύλλογο). Δημιουργούμε δηλαδή ένα ιδεατό, ένα μέτρο των πάντων και μετά κρίνουμε με βάση αυτό και την πραγματικότητα και την κίνησή μας. Αυτό έχει διάφορα προβλήματα που έχω σημειώσει κατά καιρούς και τώρα θα τα θεωρήσω αυτονόητα. Το βασικότερο όλων είναι τείνουμε να κρίνουμε και να διατυπώνουμε προτάγματα εκτός ιστορίας και τελικά κάνουμε περισσότερο θεολογία και μεταφυσική παρά πολιτική. Το θεολογικό κομμάτι του κινήματος είναι υπαρκτό, είναι πραγματική κινητήρια δύναμη για πολλούς ανθρώπους και δεν το αναφέρω με σκοπό να το απορρίψω. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να πάμε πιο πέρα από αυτήν τη μορφή συλλογικής συγκρότησης; Πέρα από την ταύτιση σε ένα ελάχιστο πολιτικής συμφωνίας; Η απάντηση είναι ναι. Για την ακρίβεια δεν είναι «ναι, μπορούμε!». Είναι «ναι, και ήδη το κάνουμε».

..η συνέχεια σε λίγες μέρες..

1 Γράφει ο Κούντερα στην “Αθανασία” (1991, εκδόσεις Εστία, σ. 246): Σκέπτομαι άρα υπάρχω, είναι μια διανοητική τοποθέτηση που υποτιμά τον πονόδοντο. Αισθάνομαι, άρα υπάρχω, είναι μια αλήθεια με πολύ γενικότερο βεληνεκές που αφορά και κάθε ζωντανό πλάσμα. Το εγώ μου δεν διακρίνεται ουσιωδώς από το δικό σας με τη σκέψη. Πολλοί άνθρωποι, λίγες ιδέες: σκεπτόμαστε όλοι το ίδιο πράγμα λίγο πολύ, μεταθέτονας, δανειζόμενοι, κλέβοντας ο ένας τις ιδέες του άλλου. Άν όμως κάποιος με πατήσει στον κάλο, είμαι εγώ που νιώθω τον πόνο. Το θεμέλιο του εγώ δεν είναι η σκέψη αλλά ο πόνος, το πιο στοιχειώδες αίσθημα όλων. Μέσα στον πόνο, ούτε μια γάτα δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει για το μοναδικό της και μη ανταλλαξιμο εγώ.”

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.