Το κίνημα (με την ευρεία έννοια), πολιτικές ομάδες και άνθρωποι που κάπως, κάπου συμμετέχουν μιλάνε με πολύ μεγάλη ευκολία – και έπαρση αρκετές φορές – για τον λεγόμενο «κοινωνικό κανιβαλισμό». Για το κοινωνικό αυτό φαινόμενο που καταστρέφει κάθε έννοια κοινότητας και αλληλεγγύης, όπου ο ένας στρέφεται ενάντια στην άλλη, όπου προϋπόθεση της αναπαραγωγής του ενός είναι ο θάνατος του άλλου, όπου η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία της άλλης. Καλά κάνουμε και μιλάμε για όλα αυτά. Είναι πραγματικά και πολύ επικίνδυνα, ειδικά όσο περνάνε τα χρόνια και όσο έρχονται όλο και χειρότερες μέρες – τόσο χειρότερες που η τελευταία δεκαετία θα μοιάζει στο μέλλον με παιδική χαρά!
Ας μιλήσουμε όμως και για τον δικό μας κανιβαλισμό, τον κινηματικό κανιβαλισμό. Όλα όσα περιέγραψα παραπάνω ισχύουν αυτολεξεί για πολλές από τις κινηματικές μας εμπειρίες. Η μια συλλογικότητα ψάχνει αφορμές και λόγους για να αισθανθεί καλύτερη από μια άλλη, για να μπορεί να αισθάνεται ότι «τα λέει καλά» ενώ οι άλλοι έχουν αυταπάτες. Η τελευταία τάση στον κινηματικό κανιβαλισμό είναι αυτό που αναφέρω στο προηγούμενο κείμενο: «φτιάχνουμε έναν κατάλογο με τις ιδεολογικά σωστές ιδιότητες (αντιρατσισμός, αντισεξισμός κτλ) και κρίνουμε συμπεριφορές, καταστάσεις όχι με βάση την ιστορικότητά τους και τη συγκυρία αλλά με βάση τον κατάλογό μας. Εάν εμπίπτει στον κατάλογο τότε καλώς «μπορείτε να εισέλθετε», εάν όχι τότε μπορούμε να σε εξορίσουμε στο πυρ το εξώτερον, μακριά από την ασφαλή ζώνη που έχουμε ή προσπαθούμε να φτιάξουμε».
Σε αυτό το κείμενο αναφέρθηκα στα προβλήματα της ιδεολογίας, των ταυτοτήτων και του φόβου που μας εμποδίζουν να αναγνωρίσουμε ότι είμαστε (σκατένιο) κομμάτι αυτού του κόσμου και άρα να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας – να φερθούμε επαναστατικά δηλαδή. Όλα αυτά είναι ουσιαστικό κομμάτι του προβλήματος του κινηματικού κανιβαλισμού αλλά εδώ θα αναπτύξω κάποιες άλλες όψεις του.
Υλικές/κοινωνικές σχέσεις
Τι μας εμποδίζει να είμαστε ενωμένοι (έστω αρνητικά), να έχουμε κοινή στρατηγική ή έστω έναν κοινό μπούσουλα για να αντιμετωπίζουμε τις εξουσίες; Ας αφήσουμε στην άκρη τα θεωρητικά, πολιτικά προβλήματα (γι’ αυτά βλέπε αρνητική ενότητα 1,2). Ας είμαστε ειλικρινείς. Αυτά είναι δικαιολογίες! Οι διαφορές μας θα μπορούσαν να είναι πλούτος αντί να γίνονται ταυτότητες και να λειτουργούν διαχωριστικά. Πρέπει να δούμε τις υλικές/κοινωνικές σχέσεις μεταξύ μας.
Βασικό ζητούμενο στον καπιταλισμό είναι πως το άτομο πρέπει να είναι ανεξάρτητος. Όχι γενικά. Πρέπει να είναι ανεξάρτητος ο καταναλωτής από τον πωλητή, πρέπει να στέκεται μπροστά στο εμπόρευμα ως άγνωστος, αλλοτριωμένος. Για να μπορεί το εμπόρευμα να πουληθεί στη τιμή που έχει ορίσει το κεφάλαιο δε χωράνε παζάρια. Το λέω σχηματικά αλλά είναι περίπου έτσι. Κάθε προσωπική σχέση σαμποτάρει την καπιταλιστική λειτουργία, δεν την αφήνει να «τρέξει» όπως την έχουν ορίσει τα αφεντικά. Για παράδειγμα, όταν δουλεύεις στη καφετέρια και καλύπτεις τη συναδέλφισσά σου που έχει αργήσει. Ή όντας σε μια υπολογιστική εργασία και κάνεις log in στο συνάδελφό σου από τον υπολογιστή του για να φαίνεται ότι ήρθε ή όταν χτυπάς την κάρτα των συνάδελφων σου (όλα αυτά είναι έμπρακτες, πραγματικές πρακτικές αλληλεγγύης στους χώρους εργασίας). Η προσωπική σχέση, η εξάρτηση του ενός από τον άλλον είναι κάτι που το κεφάλαιο θέλει να εξαλείψει. Και έχει εφεύρει και την κατάλληλη ιδεολογία για να κάνει αυτή τη δουλειά. Την ονόμασε αξιοκρατία. Η μόνη εξάρτηση που πρέπει να έχουμε είναι από τη σχέση κεφάλαιο. Πρέπει να εξαρτόμαστε από τη δουλειά που μας δίνει το αφεντικό, από την τροφή του super-market, από το ηλεκτρικό ρεύμα και τη σύνδεση στο internet, από τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή τη παραγωγή πετρελαίου, από το facebook, το viber και το whats app για την επικοινωνία μας, από την ιδιοκτησία και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Το θέμα είναι να μην εξαρτόμαστε ο ένας απ΄ την άλλη. Άμα δεν διαμεσολαβεί το κεφάλαιο κάπου ανάμεσα πρέπει να είμαστε ανεξάρτητοι.
Και φτάνουμε με αυτή την πολυλογία στο ζουμί. Μεταξύ μας, οι άνθρωποι που χτίζουμε κοινότητες, καταλήψεις, στέκια και αγώνες ΔΕΝ εξαρτόμαστε η μία από τον άλλον. Είμαι βέβαιος ότι αν πάρεις την προηγούμενη πρόταση και την δεις ξέχωρα χωρίς όλα τα άλλα που έγραψα, μάλλον φαίνεται ότι όλα είναι μια χαρά με αυτή την διαπίστωση. Κι όμως. Αυτή ακριβώς η ανεξαρτησία σημαίνει αλλοτρίωση, σημαίνει η ζωή μου ο θάνατός σου. Το αντίθετο, η εξάρτηση θα έπρεπε να είναι η απάντησή μας (άλλο εξάρτηση, άλλο εθισμός)[1]. Θα πρέπει να συνδεόμαστε μεταξύ μας με τρόπους κοινωνικούς και υλικούς.
Όταν λέμε ότι εμείς χτίζουμε άλλες κοινωνικές σχέσεις νομίζω ότι έχουμε περισσότερο στο μυαλό μας τα αισθήματα που έχουμε για τους άλλους. Στις κοινωνικές σχέσεις συμπεριλαμβάνονται οι πιο άμεσες υλικές σχέσεις αναπαραγωγής. Για την ακρίβεια αυτές οι πιο άμεσες σχέσεις προϋποτίθενται των άλλων. Αν δεν έχεις να φας, δε κάνεις θέατρο. Ο σχετικισμός και η ισοδυναμία ανάμεσα στις ανάγκες είναι ακριβώς συνέπεια αυτής της ανεξαρτησίας του χρήματος που σου προσφέρει το κεφάλαιο. Μόνο αν έχεις χρήματα όλες οι ανάγκες (εμπορεύματα) μπορούν να εμφανίζονται ισοδύναμες απέναντι σου.
Εφόσον, λοιπόν, δε μοιραζόμαστε πραγματικά έναν κοινό κόσμο, δεν εξαρτόμαστε από τους συντρόφους και τις συλλογικότητες είναι πάρα πολύ εύκολο, να αποχωρήσουμε όποτε θέλουμε, να βρίσουμε και να κράξουμε όποιον διαφωνούμε, να διαγράψουμε, να βάλουμε στη μαύρη λίστα όποιον δε γουστάρουμε, να δείρουμε επειδή έτσι. Αυτό είναι το εύκολο, γι’ αυτό βγαίνει τόσο πηγαία, είναι ο κανιβαλισμός της καταστροφής της κοινότητας και της κυριάρχησης του χρήματος.
{Παρένθεση: δεν είναι τυχαίο ότι όσο πιο ανεξάρτητος είναι κάποιος, όσο περισσότερα προνόμια έχει (φύλο, φυλή, τάξη, αρτιμέλεια, ηλικία), όσο πιο πολλά λεφτά έχει ή δίκτυα και σχέσεις που του παρέχουν την αναπαραγωγή του, τόσο πιο γαμάτος αυτοπαρουσιάζεται, τόσο πιο εύκολα καταδικάζει όλους τους άλλους, τόσο πιο πολύ ανακηρύσσει την δικιά του αλήθεια σε μια και μοναδική. Και τόσο πιο εύκολα τα βροντάει και φεύγει. Δεν το λέω με επικριτικό ύφος αυτό για να μην παρεξηγηθώ. Είναι μια πραγματικότητα, έτσι λειτουργούν γενικά τα πράγματα με ελάχιστες εξαιρέσεις και γι’ αυτό πρέπει να τα βάλουμε κάτω και να τα δούμε. Τέλος παρένθεσης.}
Το τέλος του διαλόγου
Ο ισότιμος διάλογος δεν είναι ούτε αξία, ούτε πρόταγμα, ούτε πανάκεια. Είναι ένα εργαλείο, ένας τρόπος επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους που θέλουν να είναι ίσοι μεταξύ τους, που θέλουν να χτίσουν έναν κοινό κόσμο ή/και να διεξάγουν έναν κοινό αγώνα. Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις διάλογο με το αφεντικό σου για το μισθό σου παρά μόνο να επιβάλλεις (ή να σου επιβάλλει όπως γίνεται στις μέρες μας).
Το χτίσιμο κοινωνικών σχέσεων που εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, την κοινωνική μας αναπαραγωγή απαιτεί διάλογο για να βγάλουμε άκρη. Η ανεξαρτησία των ατόμων στο καπιταλιστικό κόσμο καταστρέφει τον διάλογο. Ανέφερα πιο πάνω το παράδειγμα του facebook ως εξάρτηση της επικοινωνίας μας από το κεφάλαιο. Εξάρτηση που σημαίνει ανεξαρτησία από τον άλλον, από το άλλο profile. Παρατηρήστε πόσο δύσκολος έχει γίνει πλέον ο διάλογος στα social media, στα σχόλια σε sites, στο indymedia. Αντί διαλόγου έχουμε μια προσπάθεια εξόντωσης του άλλου. Αυτός ο κανιβαλισμός (και αναφέρομαι βασικά στον κινηματικό) προϋποθέτει ότι με αυτόν τον οποίον βρίζεις στο facebook δεν φτιάχνεις έναν κοινό κόσμο και δε σε ενδιαφέρει να το κάνεις – αφού σου εξασφαλίζει την ύπαρξή σου η καπιταλιστική σχέση ή όποια άλλη (οικογένεια). Το ίδιο συμβαίνει και με τη φυσική παρουσία δεν είναι θέμα fb. Με πόση μεγάλη ευκολία υποβιβάζεις και προσπαθείς να επιβάλλεις σε άλλα άτομα την δικιά σου στρατηγική. Όταν έχεις πάρει θέση απέναντι στο κόσμο της εξουσίας και έχεις συναντηθεί με κάποιους ανθρώπους προσπαθείς να βγάλεις άκρη, να επικοινωνήσεις και όχι να επιτεθείς, να προβοκάρεις, να εξολοθρεύσεις, να υποτάξεις. Αυτή η συμπεριφορά (τόσο συνήθης) είναι του κόσμου της εξουσίας.
Safe spaces και μεγάλα «εγώ»
Και τώρα ένα δύσκολο και ευαίσθητο θέμα. Ως απάντηση σε αυτόν τον γενικευμένο κοινωνικό και κινηματικό κανιβαλισμό, στις πιο συμπαγής αλλά και πιο διάχυτες σχέσεις εξουσίας τα κινήματα έχουν «εφεύρει» τα λεγόμενα safe spaces, τους ασφαλείς χώρους. Χώρους μέσα στους οποίους τα άτομα μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, να υπάρχουν χωρίς καταπιέσεις ακριβώς για να μπορέσουν να φτιάξουν έναν κοινό κόσμο, να επικοινωνήσουν, να κάνουν διάλογο, να βγάλουν μια άκρη. Προφανώς, ο τρόπος που έχουν αναπτυχθεί αυτοί οι χώροι (κυρίως στην ευρώπη) έχουν διάφορα όρια. Για παράδειγμα, η εστίαση τους (αν όχι μόνο αυτό) στην σεξουαλική προτίμηση/δραστηριότητα ως την κοινωνική σχέση που πρέπει να αλλάξουν. Θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν φτιάχνανε safe spaces, για παράδειγμα, όπου οι πλουσιότεροι θα μοιράζονταν τα προνόμια τους με τους φτωχότερους (θα γινόντουσαν πιο φτωχοί δηλαδή). Όπως και να ‘χει το χτίσιμο μιας κοινής ζωής είναι σημαντικό πράγμα.
Το πρόβλημα ξεκινάει όταν ο ασφαλής χώρος αρχίζει να γίνεται νοητός ή να βιώνεται ως αυτοσκοπός και μόνον. Ο ασφαλής χώρος είναι και μέσον και αυτοσκοπός. Είναι μέσο ώστε να μπορέσεις να υπάρξεις, να εκφραστείς και να κάνεις μετά πολιτική, να αναμετρηθείς με την πραγματικότητα δηλαδή. Είναι ένα καταφύγιο που φτιάχνεις, ένα ορμητήριο για να ξεκινάς από κάποια βάση, από μια αναφορά, από ένα έδαφος. Και είναι αυτοσκοπός ως η δημιουργία του άλλου κόσμου, της άλλης κοινωνίας στο εδώ και το τώρα. Αν μείνουμε μόνο στον «αυτοσκοπό» τότε οδηγούμαστε με βεβαιότητα στον φετιχισμό και στον αναχωρητισμό (τα κινήματα στις ΗΠΑ του ’60 και του ‘70 είναι ένα καλό παράδειγμα). Και αν μείνουμε μόνο στο «μέσο» τότε γινόμαστε πολεμικές μηχανές, εργαλεία του κινήματος, αλλοτριωνόμαστε.
Οι «ασφαλείς χώροι» σαν έννοια είναι αρκετά ουδέτερη έτσι όπως την χρησιμοποιώ ως εδώ. Το θέμα είναι ποια είναι τα πολιτικά περιεχόμενα. Ασφαλείς χώρους μπορούν να φτιάξουν οι φασίστες, οι χριστιανοί κοκ. Βασικά για να τα λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους τους ασφαλείς χώρους δεν τους εφηύρε κανένα ριζοσπαστικό κίνημα. Υπήρχαν από πάντα και θα υπάρχουν πάντα από όλες τις ομάδες που θέλουν να κάνουν πολιτική, να αλλάξουν τον κόσμο. Είτε θα ονομάζονται λέσχες, είτε θα είναι κλειστές σέχτες, είτε θα είναι στέκια, κατηχητικά κοκ. Η διαφορά είναι στους πολιτικούς στόχους. Έτσι από μια αντιεξουσιαστική σκοπιά σημασία δεν έχει αν υιοθετείς αυτή την πρακτική ή μορφή αλλά με ποιόν τρόπο χρησιμοποιείς αυτή την πρακτική για να ενισχύσεις την αντιεξουσιαστική προοπτική και αγώνα. Με ποιον συγκεκριμένο τρόπο; Τέτοιους συγκεκριμένους τρόπος δεν πολυβλέπουμε.
Αν οι ασφαλείς χώροι είναι ένας χώρος ανεξαρτησίας από τους άλλους ανθρώπους του κινήματος και από άλλες συλλογικότητες, αν είναι ένας χώρος που στα όρια του σταματάει ο διάλογος, ένας χώρος όπου τα ατομικά ή συλλογικά «εγώ» βρίσκουν το χώρο για να εξυψωθούν και να διακηρύξουν τη γαματοσύνη τους έναντι της ανεπάρκειας όλων των άλλων, χώροι όπου θα χτίζονται νέες στιβαρές ταυτότητες, νέα κλειστά ιδεολογικά σχήματα με τα οποία θα βλέπουμε τον κόσμο τότε οι ασφαλείς χώροι δεν έχουν να συνεισφέρουν στον αντιεξουσιαστικό χώρο ή στο αυτοοργανωμένο κίνημα. Είναι κάτι irrelevant που λένε και οι αγγλόφωνοι σύντροφοι. Κάποιος/α/οι κάνει το κομμάτι του και καλά κάνει και το κάνει. Αλλά μην το μπερδεύουμε με τις κοινότητες αγώνες, την αντιεξουσιαστική/αναρχική πρακτική και το αυτοοργανωμένο κίνημα. Και επειδή προσπαθώ σε καθετί να βρίσκω κάτι χρήσιμο, θεωρώ πως ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να μάθουμε πράγματα δια της άρνησης, δια του τι δεν πρέπει, τι δεν θέλουμε να κάνουμε.
Κοινός κόσμος
Ως κατακλείδα. Όταν προτάσσουμε έναν άλλο κόσμο, οφείλουμε να δημιουργούμε τις κοινωνικές σχέσεις αυτού του κόσμου στο εδώ και το τώρα. Κοινωνικές σχέσεις όχι ως σχέσεις αγάπης και συμπάθειας αλλά ως σχέσεις που εξασφαλίζουν την κοινωνική αναπαραγωγή (από τη τροφή ως την ελεύθερη έκφραση). Στον άλλο κόσμο που θέλουμε δε θα αγαπιόμαστε όλες μεταξύ μας ή δε θα τους συμπαθούμε όλους. Αυτός δεν είναι λόγος για να μην χτίζουμε έναν κοινό κόσμο με αυτούς τους ανθρώπους. Η αγάπη και οι συμπάθειες συμβαίνουν για λόγους πολύ πιο μακρινούς από αυτούς που μπορεί να εξηγήσει η γλώσσα. Για να χτίζουμε αυτόν τον κοινό κόσμο χρειάζεται να έχουμε πάρει θέση, να έχουμε πάρει μια απόφαση. Μια θέση που λέει πως εμείς, όσοι αγωνιζόμαστε και θέλουμε να αγωνιζόμαστε είμαστε αυτός ο κόσμος και δεν είναι κάποιος άλλος που θα εμφανιστεί από κάποιο ουτοπικό υπερπέραν. Να ξεκινάμε από το ότι «αυτή είναι η φάση», αυτοί είμαστε, με αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να βγάλουμε άκρη και όχι με αυτούς που ιδεολογικά έχουμε στο μυαλό μας, με τους ανθρώπους αυτούς που ιστορικά υπάρχουν πρέπει να συνεννοηθούμε.
Βέβαια αυτό πρέπει να είναι αμοιβαίο αλλά έχουμε μάθει από την εμπειρία ότι αν το κάνεις εσύ το κάνει και ο άλλος. Ας κάνει η κάθε μεριά αυτό που της αναλογεί. Και όσο το κάνουμε αυτό τότε όλο και περισσότεροι δημιουργικοί άνθρωποι με όρεξη και διάθεση να αρνηθούν έμπρακτα αυτόν τον κόσμο θα χωράνε και θα εκφράζονται στα κινήματά μας. Για να αρνηθεί κάποιος έμπρακτα αυτόν τον κόσμο πρέπει να φτιάχνει παράλληλα και κάποιον άλλον. Αλλιώς μιλάμε για άρνηση που σημαίνει θάνατο, που σημαίνει καταστροφή (αυτό εκφράζεται με τις αυτοκτονίες στη κοινωνία, τις αυτοθυσίες και ρεύματα του αντικοινωνικού μηδενισμού).
Για να συνεχίζουμε να υπάρχουμε, να κρατάμε δηλαδή ζωντανή τη δυνατότητα για την άρνηση του κόσμου τούτου, για να μεγαλώνουμε ποσοτικά και να βαθαίνουμε ποιοτικά δε μπορούμε παρά να σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα (πχ. το αυτοοργανωμένο κίνημα στη δεκαετία του 2020-2030). Γι’ αυτό έχει σημασία με ποιους τρόπους θα χωράνε όλο και περισσότεροι άνθρωποι στα επόμενα χρόνια. Ποια πράγματα που κάνουμε εμείς είναι εμπόδιο και γι’ αυτούς και για την αποτελεσματικότητά μας. Ο κινηματικός κανιβαλισμός είναι ένα εμπόδιο και πρέπει να ξεπεραστεί για λόγους όχι μόνο επαναστατικούς αλλά και αναπαραγωγής. Ή μάλλον αναπαραγωγής και γι’ αυτό επαναστατικούς.
[1] Είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στην εξάρτηση και τον εθισμό. Ο εθισμός είναι ο φετιχισμός της εξάρτησης. Η εξάρτηση είναι μια σχέση σταθερή δύο μερών η οποία μπορεί να έχει τον χαρακτήρα κοινής απόφασης, επιλογής, εξαναγκασμού με σκοπό την ικανοποίηση κάποιας ανάγκης ή κάποιου σκοπού. Ο εθισμός είναι αυτοσκοπός, αρχίζει και τελειώνει στον εαυτό του. Είναι φετίχ. Δεν έχει σκοπό άλλον από τον εαυτό, δεν ικανοποιεί κάποια ανάγκη πέρα από την δικιά του. Πχ η εξάρτηση από το facebook για την επικοινωνία με κάποια άτομα είναι υπαρκτή, γλιτώνεις και τα τηλέφωνα, έχει διάφορες δυνατότητες. Ο εθισμός στο fb είναι κάτι άλλο. Κάνει την επικοινωνία με τους άλλους αυτοσκοπό, φετίχ, γίνεται κάτι που δεν έχει τέλος συγκεκριμένο.
Ωραίες σκέψεις. Και όχι με μια αφηρημένη κατεύθυνση-που δεν υποτιμώ-αλλά ως πρακτικές προτάσεις. Αλλά νομίζω πρέπει να εμπλουτιστεί φανερώνοντας όλα τα εμπόδια που βρίσκουμε προς αυτήν την κατεύθυνση .
Όσο έχω διαβάσει λίγοι άνθρωποι έχουν σκεφτεί και συνεχίζουν να σκέφτονται πάνω στους ανθρώπους που υπάρχουν μέσα στα κινήματα και θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Προτιμούν να περιγράφουν και να κάνουν τη δικιά τους πρόταση πάνω στις ιστορικές και πολιτικές διαδικασίες με τις οποίες ελπίζουν να πείσουν την υπόλοιπη κοινωνία κριτικάροντας οτιδήποτε διαφορετικό σαν «ιδεαλισμό» που βρίσκεται ενάντια στο δικό τους «υλισμό». Πάντα με ελάχιστες εξαιρέσεις ( όπως ο Κροπότκιν ,ο Ράιχ ,η μη ντεμπορική πλευρά των καταστασιακών) .Όταν λέω να σκεφτούν πάνω στους ανθρώπους εννοώ να σκεφτούν σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όπου μια βασική πτυχή είναι οι υλικές ανάγκες αλλά καθόλου-μα καθόλου- επαρκής για να στηρίξουμε την πρόταση μας για αλλαγή της κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου το μεγάλο εμπόδιο στις προτάσεις μας είναι ότι αγνοούμε (θεμιτά ή και όχι) ότι η σκέψη και της κοινωνίας και κατ’ επέκταση των ανθρώπων που αποτελούν τα κινήματα δεν εστίαζε ποτέ μόνο στις υλικές ανάγκες αλλά νοηματοδοτούσε και τις συνθήκες έξω από την εργασία και τις υλικές σχέσεις και ανεξάρτητα απ’ αυτήν. Αν μου επιτρέπεται κάτι σχετικό:
[…]Υπάρχει κάτι που καίει τον άνθρωπο περισσότερο από την επιβίωση κι αυτό είναι η ζωή. Γιατί, για κάθε φορά που θα στοχαστεί μέσα στη μέρα με τι δουλειά κατάφερε να βγάζει το ψωμί του, θα κάτσει άλλες δέκα να συλλογιστεί πόσο όμορφη είναι η μέρα, ή πόσο παράξενος είναι ο κόσμος, ή αν αξίζει να ζει έτσι όπως ζει, ή μήπως ο γάμος του πάει κατά διαόλου, ή θα χαρεί με τα παιδιά του, θα θυμηθεί με νοσταλγία τα νιάτα του, ή τελοσπάντων θα βυθιστεί έστω και φευγαλέα σε κάποιο απ’ όλα αυτά τα μικρά ή μεγάλα θέματα που έχουν να κάνουν με το μυστήριο του ανθρώπινου πεπρωμένου. Κι αυτό ισχύει ασφαλώς ακόμα και για τους μισθωτούς σκλάβους της νοσηρής βιομηχανικής εποχής μας, που με τη φρίκη και την απανθρωπιά της τους αλυσοδένει στην οικονομία − και απείρως περισσότερο για τους αγρότες, τους κυνηγούς και τους ψαράδες, που εξακολουθούν ν’ αποτελούν την πλειοψηφία των ανθρώπων στον πλανήτη μας. […]
G.K. Chesterton (1925)
Στο μεγαλύτερο ποσοστό η μέχρι τώρα σκέψη των κινημάτων σε σχέση με τους ανθρώπους που δεν είναι σε αυτά έλαβε υπόψη της μόνο την άμυνα (αντισεξισμός,αντιφασισμός,αντιρατσισμός) στην επιθετικότητα μερίδας της κοινωνίας. Δεν έλαβε καθόλου υπόψη της (παρά μόνο «εργαλειακά» συνήθως για να προπαγανδίσει κάτι πολιτικό) το μεγάλο κλείσιμο, τη θωράκιση του ανθρώπου ,την απόσυρσή στον εαυτό του και κατ’επέκταση πως το σπάμε αυτό πρακτικά.
Και το να πει κανείς ότι οι υλικές ανάγκες -εννοώντας αποκλειστικά και μόνο το φαγητό, ρεύμα κλπ-το δημιουργούν και σταματά η σκέψη του εκεί -πέρα του ότι κάνει λάθος- απλά ρίχνει τη μπάλα στη κερκίδα.
Σχετικά με τα παραπάνω θεωρώ αναπόφευκτο να σκεφτούμε πάνω σε εμάς αλλά και γι’ αυτούς που «έρχονται» συνολικά. Να μην προσπαθούμε να τους πολιτικοποιήσουμε αλλά οι συνθήκες που θα δημιουργούμε να ανοίγουν τη σκέψη και σωματοψυχικά τον καθένα που έρχεται σε επαφή μ’ εμάς .Αν δεν βάλουμε αυτό το «άνοιγμα» κι ένα παραπάνω νόημα στη ζωή σαν διαρκές στόχο και συνθήκη για να υπάρχουμε συλλογικά, τα κινήματα θα καταρρέουν με το που τελειώνει ένα συλλογικό αίτημα (μισθοί, πολιτικοί κρατούμενοι, μετανάστριες) . Δεν είναι θέμα δυσκολίας ή χρόνου αλλά είναι θεωρώ θέμα ανάγκης.
Σόρρυ για την έκταση.Ξέχασα να πω ότι τα λέω αυτά σαν αναγκαία σύνθεση με αυτό που προτείνεις.Η αντίθεσή μου είναι στην άνιση αξιολόγηση και στον διαχωρισμό των δυο σκέψεων.
Αλέξανδρε,
δεν καταλαβαίνω ποια εννοείς πως είναι η άνιση αξιολόγηση και ο διαχωρισμός των δύο σκέψεων; Ποιες είναι αυτές οι δύο σκέψεις δηλαδή;
Το θέμα της σύγκρουσης που διαμορφώνετε τον τελευταίο καιρό στο κίνημα δεν αφορά κατά την άποψη μου μόνο τα άτομα που συμμετέχουν κ συμμετείχαν στο ατομικό κομμάτι αλλά και στο κοινωνικοπολιτικό, η σχέση αυτή είναι διτη όπως κ κάθε σχέση, με αλλα λόγια είναι σχέση αλληλεπίδρασης, κατά την αποψη μου είναι το ποιο σημαντικό θέμα που υπάρχει σήμερα, είναι ένα από τα πράγματα που έχουμε φτάσει να τα “συζητάμε” με ανακοινώσεις και καφενιακα πηγαδάκια, όμως αν θέλουμε να κάνουμε τον όλο αγώνα με τους αναγκαίους όρους που τίθενται στο τώρα, τότε θα πρέπει να κάνουμε όλες οι πλευρές μια πολύ σοβαρή κριτική κ να πορευτούμε μαζί, κάτι που δυστυχώς δεν βλέπω καν να υπάρχει στον κινηματικο ορίζοντα, τουλάχιστον χαίρομε που βγαίνουν κ άλλες απόψεις περα από τη φραξιονιστική λογική που επικρατεί σε ένα μεγάλο κομμάτι του χώρου
συνυπογράφω οτι λες, ειδικά στην σοβαρή κριτική. Ειδικά ΄στο θέμα της κριτικής νομίζω ότι δε φτάνει να είσαι “σοβαρός” πολιτικά ή να έχεις τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία, είναι μεγάλο το θέμα της διάθεσης και της ειλικρίνειας με τον εαυτό σου και τους άλλους (όπου εαυτός μπορεί να είναι και συλλογικότητα ολόκληρη).
Superadmin,
Να μιλάμε για την αναπαραγωγή (1) χωρίς να σκεφτόμαστε τις άλλες ανθρώπινες πτυχές (2) .
Θεωρώ ότι η αποτυχία των κινημάτων (δεν είναι δικό μου αυτό!) έχει να κάνει με το διαχωρισμό των δύο και την ιεράρχησή τους και στη σκέψη και πρακτικά.Αυτό μπορεί να γίνεται για πολλούς λόγους και ο κύριος είναι η πατενταρισμένη,λάθος και χωρίς προοπτική αιτιοκρατική σκέψη δηλ. να βλέπεις όλες τις άλλες πτυχές σαν αποτέλεσμα των υλικών συνθηκών(βλ.Ντωβέ).
Έχεις βάλει φίλτρο για αριστερούς στο μπλογκ?
Καταρχάς να ξεκαθαρίσω πως όταν ανεβάζω ένα κείμενο δεν έχω κάνει από πίσω μια τεράστια εργασία που προσπαθεί να απαντήσει σε όλα παρά μόνο μια ελάχιστη δουλειά στα πλαίσια του ελάχιστου πολιτικού χρόνου που μου απομένει. Αυτό το λέω αναφορικά με το πρώτο σου σχόλιο που γράφεις: “..Αλλά νομίζω πρέπει να εμπλουτιστεί φανερώνοντας όλα τα εμπόδια…”. Συμφωνώ ότι οτιδήποτε πρέπει να εμπλουτίζεται από άλλα μυαλά και άλλες πρακτικές. Είτε στα σχόλια και στη κουβέντα εδώ, είτε ο καθένας και η καθεμιά εκεί που ζει, δρα και αγωνίζεται.
Ως προς τον διαχωρισμό: α) στο παρόν κείμενο προσπάθησα όταν αναφερόμουν σε υλικές σχέσεις να μην εννοώ τις υλικές υλικές αλλά τις υλικές ως κοινωνικές, δηλαδή, με μια διερυμένη έννοια. Πχ το φαγητό είναι υλική ανάγκη αλλά είναι και κοινωνική. Η ποσότητα που τρώμε σήμερα, η ποιότητα που τρώμε, ο τρόπος που το τρώμε, ο χρόνος που αφιερώνουμε κοκ είναι όλα κοινωνικά. Θέλω να πω πως υλικό και κοινωνικό δεν διαχωρίζονται αλλά αυτό είναι μεγάλο θέμα. Αν δεν διαχωρίζονται πως τα αντιμετωπίζουμε θεωρητικά;
Πιο ειδικά σε σχέση με τον διαχωρισμό της αναπαραγωγής με άλλες πτυχές της ανθρώπινης ζωής νομίζω ότι πρέπει να γίνεται ανά περιπτώσεις και ανάλογα με τους σκοπούς. Θέλω να πω πως τον διαχωρισμό και την ανάλυση την κανεις για κάποιο σκοπό, δεν την κάνεις έτσι. Οπότε το αν και πότε τις διαχωρίζουμε έχει να κάνει με τους κάθε φορά ειδικούς και γενικότερους σκοπούς. Επί αυτού του θέματος έχω ανεβάσει στο παρελθόν πιο εκτεταμένα 2 κείμενα με το τίτλο “Ταξική ανάλυση: αναγκαία αλλά όχι επαρκής”, στα οποία δίνω ένα τέτοιο παράδειγμα: του διαχωρισμού επί του σκοπού.
απ’όλο το σεντόνι το μαρκούτσι της αρχής κράτησες?
Αν ο τόνος είναι παράξενος είναι γιατι σκέφτομαι ότι τα γραφουμε μαζί αυτά και το λεω πολυ σοβαρα αυτο.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι πριν να κάνουμε οτιδήποτε πρέπει να έχουμε σαφή εικόνα του τι σκέφτονται και αισθάνονται οι ανθρωποι που έχουμε δίπλα μας.
δεν κράτησα μόνο αυτό – απλά το σχολίασα. Απάντησα και στα υπόλοιπα που λες όπως μπορούσα.
Δεν μου φαίνεται καθόλου παράξενος ο τόνος.
Συμφωνώ μαζί σου για το τι σκέφτοναι και αισθάνονται οι άνθρωποι που έχουμε δίπλα μας ή οι ανθρωποι που θα θέλαμε να είμαστε/έχουμε δίπλα τους και δεν είμαστε/έχουμε.
Πρετεντέρι,
Αυτό για τους αριστερούς το ‘γραψα πριν στείλεις.
superadmin,
Θα βοηθούσε τον διάλογο να μην χρειάζεται να περάσει η απαντηση απο τον σ αλλα αν δε μπορεις ασ’το.Νομίζω ότι κάποια κομμάτια απ’τις προτάσεις θα ‘ταν γόνιμο να συζητηθούν κι έξω από δω.
περνάνε από έγκριση γιατί στέλνουν πολλά spam και αν δεν ήταν έτσι θα είχαν γεμίσει τα σχόλια με τέτοια.
σορρύ γι’ αυτό θα δω αν μπορώ να κάνω κάποια άλλη ρύθμιση (πχ να επιτρέπει από συγκεκριμένους/ες χωρίς έγκριση), δεν το χω και πολύ με αυτά.
Είναι πολύ σημαντικό το θέμα της εξάρτησης που θίγεις εδώ τόσο γενικά όσο και ειδικά(εννοώντας το κίνημα) αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο το τοποθετείς- αυτό της ικανοποίησης των αναγκών. Ρίχνοντας μια ματιά στο λεξικό εκτός από όλα τα άλλα υπάρχει και αυτός ο ορισμός ‘’η συνοχή των μερών ενός σώματος μεταξύ τους’’, αυτό που εννοείς κι εσύ δηλαδή -ότι για να λειτουργήσει αυτό το σώμα, και στην προκειμένη αυτή η κοινωνία, πέρα από ισχυρούς δεσμούς πρέπει να είμαστε απαραίτητοι για τον έναν ή τον άλλο λόγο στις συντρόφισσες και στους συντρόφους μας. Τις περισσότερες φορές που γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο και δεν απαξιώνεται από τους κυνικούς- φιλελεύθερους(χρησιμοποιώ το άρθρο συνειδητά εδώ) ή δεν αντιμετωπίζεται σα μια μορφή ‘’συνδρόμου’’ βυθίζεται στην κινούμενη άμμο της καθημερινότητας, είτε αυτή λέγεται δουλειά- θεσμικές υποχρεώσεις, είτε λέγεται οικογένεια, είτε ακόμα και πολύ σημαντικό σχέσεις με ανθρώπους εκτός του κινήματος. Και ειδικά αυτές οι τελευταίες, όπως και όλες οι σχέσεις, απαιτούν χρόνο και δουλειά αλλά αυτός ακριβώς ο διαχωρισμός της ζωής είτε σε μέρη(εδώ κι εκεί) είτε σε ανθρώπους εντός και εκτός του κινήματος είναι από τα πιο σκληρά θεωρώ εμπόδια που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.
Τι εννοείς πρακτικά για τα safe spaces όταν λες οι πλουσιότεροι θα μοιράζονται τα προνόμια τους με τους φτωχότερους ;
Και ακόμη λες «Αν μείνουμε μόνο στο ‘’μέσο’’ τότε γινόμαστε πολεμικές μηχανές, εργαλεία του κινήματος, αλλοτριωνόμαστε»• θα πιαστώ από αυτή την πρόταση για να εκφράσω μια μεγάλη μου ανησυχία. Η κριτική και η αυτοκριτική που καλούμαστε(και καλώς) να κάνουμε καμιά φορά μας αγκυλώνει σε σημείο τέτοιο που να μην μπορούμε να εκφραστούμε και να εκφράσουμε τους ίδιους μας του εαυτούς. Το να αποδομούμε συνεχώς τα αλλοτριωμένα κομμάτια μας είναι κατά τη γνώμη μου μια διαδικασία δημιουργική αλλά ταυτόχρονα ψυχοφθόρα τόσο για κείνη που την κάνει όσο και για αυτούς που έχει δίπλα της. ‘Ισως και να είναι υπερβολή αλλά θα πω ότι καμιά φορά μας απομακρύνει από το συν-αίσθημα, από την αίσθηση της οικειότητας με τους γύρω. Καμιά φορά η κριτική λειτουργεί σαν κατασταλτικός μηχανισμός ενάντια στους ίδιους μας του εαυτούς λόγω συνείδησης και μας κάνει να μην ξέρουμε που ν ακουμπήσουμε αυτά που έχουμε μέσα μας.
Πρακτικά εννοώ πως θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο τα safe spaces αντί να είναι χώροι ελευθερίας της έκφρασης (κάτι που και ο καπιταλισμός από κάποια τάξη και πάνω προσφέρει απλόχερα σε συγκεκριμένα πλαίσια) να είναι χώροι που οι άνθρωποι φτιάχνουν έναν κοινό κόσμο και που οι ανισότητες θα αίρονται στην πράξη. Ο άνδρας θα αρνηθεί το προνόμιο του να κυριαρχεί σε μια γυναίκα, ο πλούσιος το προνόμιο του να κυριαρχεί σε έναν φτωχό. Αυτό έχει κάποιες πρακτικές απολήξεις. Ο άνδρας δεν μπορέι πλέον να είναι ο άνδρας που είχε μάθει να είναι, πρέπει να ξεβολευτεί, να δυσκολευτεί. Και ο πλούσιος θα μπορούσε να γίνει λιγότερο πλούσιος, λιγότερες ανάγκες και προνόμια. Πιστεύω να είναι κατανοητό τώρα.
Δε μπορώ να συμφωνήσω περισσότερο με αυτό που λες για τα σκληρά εμπόδια που αντιμετωπίζουμε καθημερινά θα έλεγα. Συμφωνώ επίσης και με το πως λειτουργεί η κριτική πολλές φορές. Κατασταλτικά, πιεστικά, αλλοτριωτικά σε σχέση με την οικειότητα και το συν-αίσθημα. Πώς νομίζεις ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις λειτουργίες της κριτικής; Πρέπει να αλλάξουμε τη μορφή και τον τρόπο που την εκφέρουμε; Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κριτική έτσι ώστε να μην μας απομακρύνει από το συν-αίσθημα και πώς να το κάνουμε αυτό; Πχ ασκείς κριτική σε κάποια πολιτική άποψη, διαφωνείς και δημιουργείται αν-οικειότητα, αντιπαλότητα και έχθρα επί του προσωπικού. Αυτό είναι ένα πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά.
Ίσως θα βοηθούσε η κριτική να μη γίνεται με τον οποιονδήποτε τρόπο απόρριψης αλλά μέσω της αμφισβήτησης. Θα μπορούσε ας πούμε να γίνεται με τη μορφή της ερώτησης(σα διάλογος) έτσι ώστε να δίνει και ένα παραπάνω πάτημα για σκέψη- ένα feedback δηλαδή. Να δίνουμε στους άλλους να καταλαβαίνουν(και να το κάνουμε όντως) ότι μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτηθούμε τι ακριβώς εννοούν και γιατί(όπως αυτό να γίνεται και από την άλλη μεριά). Μέσα στη θέση μας να βάζουμε και την ψυχή μας. Η εμπειρία μας λέει ότι όταν κάποιος καταθέτει κάτι που πραγματικά τον απασχολεί ακόμα και να διαφωνούμε δεν μπορεί να μη μας κινήσει έστω και λίγο. Και γενικά οι ψυχρές(συνήθως ντετερμινιστικές) πολιτικές αναλύσεις ούτε βοηθάνε, ούτε αφήνουν περιθώρια υποκειμενικής ανάγνωσης και -ακόμα χειρότερα- δε τις λαμβάνουν υπόψη.
Προσπαθώ ακόμα να σκεφτώ περιπτώσεις στις οποίες παρά τη διαφορετική πολιτική θέση/άποψη δεν έχουμε τόσο μεγάλες επιπτώσεις στη συναισθηματική σχέση, και μάλλον αυτό γίνεται όταν η εκκίνηση της σχέσης αυτής προκύπτει από μια άλλου είδους αφετηρία ή απλά προκύπτει. Τι εννοώ; Για παράδειγμα, μπορεί να θεωρώ τη μάνα μου μίζερη, αφημένη, τέρμα αλλοτριωμένη και φορέα σεξιστικών, πατριαρχικών ακόμα και ρατσιστικών αντιλήψεων, όμως όταν καθίσω να μιλήσω για το πώς βιώνει εκείνη τη ζωή και την καθημερινότητά της, τι είναι αυτό που την απασχολεί, ποια η πιο βαθιά οπτική της, θα έρθω έστω και λίγο πιο κοντά της -όχι στις θέσεις αλλά στην οπτική από την οποία προκύπτουν αυτές οι θέσεις- και άρα θα μπορώ να μιλήσω κι εγώ λιγότερο απότομα ή αντιπαραθετικά. Δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό συμβαίνει λόγω της συναισθηματικής σύνδεσης και της συμ-πάθειας, ή απλά της διάθεσης προς αυτό, αλλά ξέρω ότι συμβαίνει. Και ακόμα δε χρειάζεται και δε θα αποδεχτώ την άποψη της, μπορεί να παραμείνω στη δική μου όπως και εκείνη στη δική της μέχρι να φτάσει στο σημείο να με επηρεάσει. (μήπως όμως εδώ δε μιλάμε τελικά για κοινή πορεία;;)
Αφού λοιπόν αυτό συμβαίνει, τότε σίγουρα μπορεί να συμβεί και μεταξύ των ανθρώπων που χτίζουμε έναν κόσμο και εναντιωνόμαστε σε έναν άλλο, όμως χρειάζεται διάθεση για να προκύψει αυτή η σύνδεση(και δεν είναι καθόλου εύκολο).
Δεν ξέρω αν βοηθάω γιατί ‘μεταξύ αντίληψης και δημιουργίας πέφτει η σκιά’ όμως παραθέτω κάποιες σκέψεις (ίσως λίγο χαμένες και χαοτικές).
Πάντως και στο κομμάτι της αυτοκριτικής που έθεσα[(εκεί που λέω για το πώς εκφράζουμε τους εαυτούς μας αλλά και για το πώς εκφραζόμαστε(θα αναφερθώ στο δεύτερο)], αυτό που ήθελα να πω είναι ότι πολλές φορές απομακρυνόμαστε από πράγματα και καταστάσεις από τα οποία θα μπορούσαμε πραγματικά να μα-γευτούμε και κάπως βγάζουμε απ έξω ένα ζωτικό κομμάτι της ύπαρξής μας. Ή ακόμα μας είναι δύσκολο να αφεθούμε και να νιώσουμε γιατί όπως αναφέρεις, το αυθόρμητο είναι κάπως επικίνδυνο λόγω των σχέσεων που αναπαράγει και γι αυτό ακριβώς βρισκόμαστε συνεχώς υπό επιτήρηση. Ίσως αυτό συμβαίνει γιατί θεωρούμε πως δεν έχει κάποιο ‘υλικό’ αντίκρισμα-δεν ξέρω. Όμως πρέπει να υπάρχουμε μέσα στη ζωή- αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είμαστε στο κίνημα: για να μπορούμε να ζούμε*, να ερωτευόμαστε, να χορεύουμε και να γλεντάμε. Κι αυτό είναι επίσης ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αλλοτρίωσης που καλούμαστε να ξεπεράσουμε.
*όπου ζούμε εμπεριέχεται το κομμάτι της συν-δημιουργίας, της οργάνωσης, της αντίστασης και της αναπαραγωγής που λες κι εσύ.
ελ,
Συμφωνώ γι’αυτά που λες για την κριτική.Απ’την άλλη, νομίζω ότι νέες μορφές θα βοηθήσουν σε μια οπτική πέρα απ’τις υλικές ανάγκες.Όταν δε μπαίνουν εξ’αρχής μπροστά,παραγκωνίζονται.
Γι’αυτό που λες για το αυθόρμητο συμφωνώ εν μέρει.Νομίζω ότι το γνωστό “η εξουσία είναι στις σχέσεις μας” έχει πραγματική υπόσταση και υπάρχει προοπτική για την κατάργησή του.Δηλαδή οι συμπεριφορές επιβολής πηγάζουν στον άνθρωπο με τη σειρά τους από ιδεολογική επιβολή(νόητική και σώματική) που του έχει συμβεί ακόμα και πριν από τη γέννα και συνεχίζει να υπάρχει με συγκεκριμένο τρόπο.
Το άλλο που θίγεις με το διάλογο που είχες και τη γενικότερη ασυνενοησία που υπάρχει νομίζω έχει να κάνει με την ανάπτυξη της Τεχνικής με ότι συνεπάγεται αυτο για την ανθρώπινη επαφή.