συνέχεια από το προηγούμενο
Γιατί όμως δεν είναι επαρκής;
Πολλά πράγματα υποστηρίζονται στα κείμενα και τις συζητήσεις μας για την ανεπάρκεια της ταξικής ανάλυσης αλλά νομίζω πως υπάρχουν δύο (κυρίως) λόγοι που την κάνουν ανεπαρκή – που δεν αναφέρονται ιδιαίτερα.
1) Αν χρησιμοποιείς την ταξική ανάλυση ως εργαλείο, συνήθως, οδηγείσαι στο συμπέρασμα ότι αφού έτσι λειτουργούν οι οργανωμένες ομάδες τότε κι εγώ πρέπει να κινηθώ με βάση το ταξικό μου συμφέρον. «Τα εργατικά συμφέροντα πάνω απ’ όλα» λέει το σύνθημα. Να οργανωθώ με βάση αυτό και να ανάγω όλη μου τη δραστηριότητα σε αυτό. Αυτό πέρα από τα προβλήματα που έχει (δες 2) μπερδεύει αρκετά τα πράγματα εξαιτίας της ταξικής σύνθεσης του α/α/α/α χώρου. Δεν είμαστε όλ@ στην ίδια τάξη και ούτε τα συμφέροντα μας συμπίπτουν ακριβώς. Μια ντόπια που κάνει το μεταπτυχιακό της δεν βρίσκεται στην ίδια θέση με τον μετανάστη που τέλειωσε μόνο το 2βάθμιο σχολείο. Και δεν είναι θέμα πόσα λεφτά παίρνει. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταξική σου θέση όπως τονίζω στο 1ο μέρος του κειμένου. Οι αποκλεισμοί, οι δυνατότητες και οι επιλογές που έχεις. Από τη μια, αν παλέψεις για τα συμφέροντά σου ως μεταπτυχιακός φοιτητής θα έρθεις σε σύγκρουση με τον μετανάστη και από την άλλη αν διακηρύξεις «είμαστε όλοι μετανάστες» και τα λοιπά αφηρημένα πράγματα βάζεις κάτω από το χαλάκι τις ταξικές σας διαφορές.
Να δώσω ένα απτό παράδειγμα. Βρίσκονται στην ίδια συνέλευση μια ελληνίδα υπήκοος και ένας μετανάστης. Αυτή είναι με μεταπτυχιακά, ξένες γλώσσες, από οικογένεια με κάποιες διασυνδέσεις με δυνατότητες να πάει όποια ώρα θέλει να βρει μια δουλειά εύκολη και με καλά λεφτά. Αυτός με το ζόρι έβγαλε το σχολείο, πήγε στο τεχνικό, περιφέρεται σε σκατοδουλειές χωρίς δυνατότητες ταξικής ανέλιξης κτλ. Αυτ@ οι δύο συμμετέχουν λοιπόν σε έναν κοινό αγώνα ως μέλη της ίδιας συνέλευσης. Δε μας ενδιαφέρει εδώ η μορφή της συνέλευσης και τα περιεχόμενα του αγώνα – εφαρμόστε το παράδειγμα όπως νομίζεται. Σε αυτόν τον αγώνα, λοιπόν, η ελληνίδα μπορεί στο λόγο της και την πράξη της να εμφανίζεται χίλιες φορές πιο ριζοσπαστική από τον μετανάστη και να το εννοεί και να το ρισκάρει και με το παραπάνω. Και θα γυρίσει μετά ο χώρος να δώσει τα εύσημα σε αυτήν, θα αναβαθμιστεί και στα κουλ παρεάκια του κάθε χώρου θα κάνει πιο εύκολα γνωστούς, δημόσιες σχέσεις (που θα φέρνουν και άλλες δυνατότητες – ακόμα και για δουλειές και κύρος) και τα λοιπά κουραστικά πράγματα με τα οποία περνάει ο κόσμος τον καιρό του. Έχοντας δυνατότητες διαφυγής από το μίζερο παρόν, δυνατότητες υλικής αναβάθμισης και άρα ορίζοντα, έχοντας με λίγα λόγια επιλογές μπορεί να τα ρισκάρει όλα για όλα, που δεν είναι όλα για όλα ακριβώς όμως από τη δικιά της ταξική θέση. Ως μετανάστης όμως με το ζόρι και με πολύ δουλειά, μπορείς να κρατιέσαι στην Αθήνα (αν δεν έχεις σπίτι είσαι συνέχεια στο τρέξιμο γι’ αυτό το απλό), δεν έχεις διασυνδέσεις ούτε και πολλές δυνατότητες για ανέλιξη, δεν έχεις διαφυγές, δεν έχεις επιλογές. Όσο πιο χαμηλά στην τάξη, τόσο πιο δεμένος στην ανάγκη.
Υπάρχει και μια πιο λεπτή διαφορά. Η σημασία της αναγνώρισης. Αν είναι σωστό ότι υπάρχουμε όσο αναγνωριζόμαστε από τους άλλους, τότε ακόμα κι αν η ελληνίδα υπήκοος πάει ακόμα και φυλακή ξέρει ότι αυτή της η κατάσταση θα τύχει αναγνώρισης και υποδοχής και σίγουρα προσοχής και φροντίδας και κατά τη διάρκεια και μετά. Για τον μετανάστη δεν ισχύει κάτι τέτοιο γιατί το κοινωνικό του περιβάλλον είναι πολύ διαφορετικό. Το πιο απλό παράδειγμα γι’ αυτό που λέω είναι για παράδειγμα η δολοφονία ενός έλληνα μεσο-μικροαστού κι ενός μετανάστη, από φασίστες ή μπάτσους. Ακόμα και στον θάνατο υπάρχουν προνόμια.
Όσο αυτά δεν τα κάνουμε ρητά με σκοπό να τα ξεπεράσουμε διαμορφώνεται ένα κίνημα που κρύβοντας κάτω από το χαλάκι τις ταξικές διαφορές απαντάει στο λόγο και στη πράξη σε ανάγκες κι επιθυμίες που είναι ανθρώπων περισσότερο προνομιούχων – και εν πολλοίς ανθρώπων που παλεύουνε για το ταξικό τους συμφέρον. Εδώ η απάντηση δεν είναι η ταξική ανάλυση/πολιτική. Δεν είναι ο καθένας να αγωνίζεται για το συμφέρον της τάξης του. {Οι μικροδιαφορές ανάμεσα σε τάξεις, οι διαφορές στα μικροσυμφέροντα είναι βασικό όπλο των αφεντικών ειδικά από τον 2ο ΠΠ και μετά στη Δύση. Οι συμμαχίες με αφεντικά/μικροαφεντικά, η ταύτιση των συμφερόντων σου με το κράτος από την εργατική τάξη ή το προλεταριάτο είναι πολύ συχνές και χρήζουν πιο προσεκτικής ανάλυσης.} Εδώ η απάντηση είναι να βάλεις ως μέτρο του ταξικού αγώνα την κατώτατη τάξη. Για παράδειγμα, η κατώτερη τάξη είναι μια ανάπηρη, ομοφυλόφιλη, γυναίκα μετανάστρια εργάτρια (οι ιδιότητες κατά σειρά προτεραιότητας). Το προσωποποιώ σε ένα άτομο αντί να περιγράψω μια τάξη για να δώσω έμφαση, όχι ότι αυτή είναι σοβαρή ανάλυση. ΠΡΟΣΟΧΗ! Δεν υπονοώ πουθενά πως κάποιος πρέπει να αφήσει την περιουσία του, να αυτοϋποτιμηθεί ως τάξη και συμφέρον για να μπορέσει να δώσει τους αγώνες που σήμερα. Πρέπει όμως να μάθει να βλέπει με τα μάτια της κατώτατης τάξης και να διαμορφώνει λόγο και δράση κυρίως – αν όχι μόνο – με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής της τάξης. Για την ακρίβεια, να μιλάει λιγότερο και να αφουγκράζεται περισσότερο.
2) Ο δεύτερος λόγος είναι πιο σύνθετος και πιο μυστήριος. Ίσως κάποιοι να τον βρουν και άσχετο αλλά νομίζω ότι απαντάει σε διάφορα προβλήματα. Έχει να κάνει με την αναγωγή όλης της ανθρωπινότητας στο συμφέρον της. Ανθρωπινότητα εννοώ όλα αυτά που σε κάνουν άνθρωπο, δηλαδή, άνθρωπο ως κοινωνική σχέση, άνθρωπο που έχει ανάγκες, έχει επιθυμίες, δημιουργικότητα, θέλει να επικοινωνεί, να κάνει έρωτα, να .. να…
Ας υποθέσουμε ότι μπορεί να περιγράψουμε αρκετά καλά τι αποτελεί το συμφέρον κάποιου ανθρώπου. Από τα πιο αναγκαία όπως το σπίτι, το φαγητό και η κοινωνικότητα μέχρι μια άνετη ζωή που να απολαμβάνει τον πλούτο, το περίσσευμα που παράγει η κοινωνία χωρίς να χρειάζεται να είναι όλη μέρα στον αγώνα της ανάγκης, η ανάγκη για άλλες δημιουργικές απασχολήσεις ή ακόμα ακόμα να αράζει απλά. Όσα και αν χωρέσουμε, όσα και αν μας παίρνει να προσθέτουμε κάθε φορά στην έννοια «συμφέρον», δηλαδή, στις συνθήκες (καλής/αξιοπρεπούς/εύκολης) αναπαραγωγής της ζωής πάντα υπάρχει κάτι που μας διαφεύγει. Και εδώ μπαίνουμε σε θολά νερά, σε μέρη της ύπαρξης που δεν μπορούν να οριστούν. Και αυτά δεν είναι ζητήματα που απασχολούν τους ανθρώπους με χρόνο και χρήμα αλλά μπορείς να τα συναντήσεις σε όλες τις τάξεις και ομάδες συμφερόντων.
Υπάρχουν στιγμές όπου ο άνθρωπος και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες δρουν όχι μόνο χωρίς να έχουν ως κίνητρο την αναπαραγωγή τους αλλά ακόμα και ενάντια σε αυτήν. Είναι στιγμές που είναι καθοριστικές για τους ανθρώπους, που σπανίως μπορούμε να τις συλλάβουμε με πολιτικούς όρους και ακόμα σπανιότερα να βρούμε τρόπους να τις συμπεριλάβουμε στη δραστηριότητά μας ως οργανωμένες δυνάμεις.
Ενδεικτικές περιπτώσεις αυτού στο οποίο αναφέρομαι είναι τα δύο διαχρονικά υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα. Ο έρωτας και ο θάνατος. Δεν ερωτεύεσαι επειδή είναι προς το συμφέρον σου. Το αντίθετο μάλιστα πάμπολλες φορές ο έρωτας και η διατήρηση της κοινωνικής σχέσης έρωτα μπορεί να είναι βασανιστική, αυτοκαταστροφική και μπορεί τελικά να σε οδηγεί ακόμα και στον θάνατο, κυριολεκτικά (φυσικός θάνατος) ή λιγότερο κυριολεκτικά. Ο έρωτας (τώρα αναφέρομαι σε έρωτες όχι σε μαλακίες) δεν είναι μια πράξη αναπαραγωγής του εαυτού ως τέτοιου αλλά μια πράξη ξεπεράσματος του εαυτού, άρνησής του, μια πράξη ένωσης και από κοινού συνύπαρξης σε ένα τρίτο πράγμα, έναν νέο κοινό τόπο. Αντίστοιχα, υπάρχουν κι εκείνες οι περιπτώσεις που οι άνθρωποι προτιμούν να πεθάνουν (είτε να αυτοκτονήσουν, είτε να σκοτωθούν, είτε κάπως αλλιώς) από το να ζουν όπως ζουν, από το να υπομένουν μια κατάσταση που δεν τους γεμίζει και δεν τους πληρώνει. Και αυτή η κατάσταση μπορεί να είναι μια χαρά αν το μετρήσεις με βάση το ταξικό σου συμφέρον. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις της άρνησης της αναπαραγωγής της ζωής και της επιδίωξης για να πας πέρα από τον εαυτό, να ξεγίνεις, ακόμα και αν αυτό σημαίνει θάνατο υπάρχει μια σχέση με αυτό που λέμε ελευθερία. Όχι με την φιλελεύθερη διαφωτιστική έννοια του όρου, που είναι ελευθερία μετακίνησης των εμπορευμάτων, ελευθερία έκφρασης αλλά με μια πιο βαθιά, ρηξιακή και ίσως και μάταιη ελευθερία – ανάλογα πως το κοιτάς. Αυτά είναι ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΘΕΜΑΤΑ που δεν μπορούμε να τα αναπτύξουμε τώρα – μιας και μάλλον δεν υπάρχει και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον – αλλά είναι πολύ βασικά κατά τη γνώμη μου στην πολιτική ανάλυση και εν τέλει σε όλον τον αγώνα που δίνουμε και για τους λόγους που τον δίνουμε και που είναι το νόημα της ύπαρξής μας. Τα αναφέρω, λοιπόν, ενδεικτικά για να δείξω ότι πολύ σημαντικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης πάει πέρα από την αναπαραγωγή και το συμφέρον και με κάποιους τρόπους τροφοδοτεί και τη σφαίρα του συμφέροντος, δηλαδή, της ταξικής πάλης. Τρόποι που είναι σημαντικοί να γνωρίζουμε και να εντοπίζουμε.
Υπάρχουν προφανώς πολλές αντιρρήσεις σε αυτήν την ανάλυση – για τον έρωτα κυρίως – από θεωρήσεις που στο πλαίσιο της φιλελεύθερης κυριαρχίας στο χώρο της πολιτικής θεωρίας ανάγουν τα πάντα στο άτομο και την αυτοϊκανοποίησή του. Αυτές οι θεωρήσεις είναι επικίνδυνες για τους δικούς μας σκοπούς και καλά θα κάνουμε να τις αποδομούμε προσεκτικά, καθώς ο αναρχισμός είναι κι αυτό συγγενές με τον φιλελευθερισμό, νόθο παιδί του διαφωτισμού.
Ανακεφαλαίωση – Σύντομο συμπέρασμα για άμεση χρήση:
Η ταξική ανάλυση είναι αναγκαία δεδομένου ότι έχουμε κάνει την εκτίμηση – και έχουμε αναλάβει και την ευθύνη αυτής της εκτίμησης – ότι οι οργανωμένες κοινωνικές ομάδες δρουν, κυρίως, με βάση το συμφέρον τους, με σκοπό να αναπαράγονται με τους καλύτερους γι’ αυτούς όρους. Άρα, αυτό είναι η βασική κινητήρια δύναμη της ιστορικής κίνησης.
Παρ’ όλα αυτά αυτή δε φτάνει για την διεξαγωγή του ταξικού πολέμου από τη μεριά μας διότι 1) η ταξική σύνθεση δεν είναι τόσο ομοιογενής και η πάλη για το ακριβές ταξικό μας συμφέρον μπορεί να συγκρούεται με το ταξικό συμφέρον κατώτερων τάξεων (έλληνας μικροαστός σε σχέση με μετανάστρια εργάτρια) και αυτό να υπονομεύει τον ταξικό συσχετισμό στο σύνολό του καθορίζοντας την ταξική μας πολιτική, δράση και λόγο έτσι ώστε να υπηρετεί τις ανάγκες πιο προνομιούχων κομματιών της κοινωνίας. Και 2) γιατί όλη η ανθρωπινότητά μας δεν ανάγεται στην έννοια του συμφέροντος, δεν ενδιαφερόμαστε απλά για την αναπαραγωγή μας αλλά ζούμε και για άλλα πράγματα που δεν χωράνε στην ταξική ανάλυση, όπως ο έρωτας – ένα πολύ θεμελιώδες πράγμα για την ύπαρξη στο σύνολό της.
Απλά κι ωραία χωρίς πολλά μπερδέματα..
Ενδιαφέρον το 2 σημείο όπου θα χρησιμοποιούσα περισσότερο την έννοια της επιθυμίας παρά του έρωτα. Από αυτή την άποψη η λεγόμενη “χρυσή τομή” βρίσκεται ανάμεσα στο βασίλειο της ανάγκης και της επιθυμίας.
Επίσης είναι χρήσιμο να στοχαστούμε πάνω στην ιδιοποίηση (ή στην περίφραξη) από τον καπιταλισμό στην μεταφορντική μας κοινωνία ( όπου η σημασία δεν δίδεται στην υλικότητα του προίόντος αλλά σε έννοιες) , άλλων ανθρώπινων παρορμήσεων όπως η περιέργεια και η φλυαρία (κατά τον Πάολο Βίρνο)
Συνηθίζω να αποκαλώ αυτό που περιγράφεις ως “μια σχέση με την ελευθερία”, απλώς ελευθεριότητα, και μ αυτό εννοώ όχι ακριβώς την ελευθερία αλλά πιο πολύ μια αναζήτηση αυτής, μια εσωτερική ανάγκη για ελευθερία, ανάγκη που θα μπορούσε ίσως για κάποιους να είναι ταυτόσημη με εκείνη της βιολογικής. Και νομίζω ότι αυτή ακριβώς η ελευθεριότητα εντοπίζεται και διαχωρίζεται έντονα(ή τουλάχιστον εγώ τη διαχωρίζω) από τη φιλελεύθερη έννοια που είνα και πιο κοντά(μάλλον και κάπως -όλα αυτά αποτελούν μια αίσθηση για το πως έχουν τα πράγματα) στην ελευθερία της επιλογής. Και εδώ έρχομαι και στο ταξικό του θέματος. Οταν οι επαναστατικές διεργασίες αποτελούν επιλογή την οποία και ΕΝΤΆΣΣΟΥΜΕ στις ζωές μας σα μια ενασχόληση με ιδιαίτερο και αρκετό ενδιαφέρον(διάβασα κάπου πως “μπλέξαμε με το χώρο, γίναμε κουλ άτομα”) είναι εξ αρχής καταδικασμένες και ίσως μάταιες. Όταν όμως η ανάγκη[και δε διαχωρίζω(ή μάλλον αναγνωρίζω διάφορες χωρίς όμως να τις ιεραρχώ) εκείνη του μετανάστη που έχει να κάνει με πρωταρχικές όπως στέγη,τροφή αλλά και αναγνώριση, κοινωνικότητα από εκείνη της φοιτήτριας που ναι μεν ζορίζεται με τα φράγκα αλλά η δική της αφετηρία είναι πιο κοντά σε αυτό που αποκαλείς κοινωνικά ή υπαρξιακά ζητήματα] σε βάζει στη διαδικασία να κινητοποιηθείς να ανταγωνίζεσαι και να αναζητάς όλη εκείνη τη ζωτικότητα που σου χει κλέψει κι έχει κάνει δική του ο καπιταλισμός, τότε ακριβώς είναι που οι αγώνες δίνουν νόημα στις ζωές μας. Και κάτι τελευταίο σε σχέση με την αυτοκαταστροφή’ υπάρχουν, ακόμα, εκείνοι που αγωνίζονται(γιατί δε μπορούν αλλιώς) “για μια ζωή στα μέτρα του πόθου” κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για να περνάει απαρατήρητο.
Ρομαντικό να μιλάμε για τον έρωτα με τέτοιο τρόπο αλλά όλες αυτές οι τάσεις αυτοκαταστροφής ή οι εξουσιαστικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε ένα ζευγάρι και είναι κατά του συμφέροντος του ενός από τους δύο δεν είναι μεταφυσικά ούτε και ανεξήγητα απαραίτητα…υπάρχουν θεωρίες που τα εξηγούν μέσα σε πολιτικά πλαίσια και τα θεωρούν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Κι αυτό γιατί η ταξική ανάλυση δεν αναφέρεται μόνο στο πως μία τάξη παλεύει για τα συμφέροντά της αλλά και για τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα που αυτή δημιουργεί. Τώρα για τα υπαρξιακά θέματα και αυτά είναι ιδωμένα σε ένα τέτοιο πλαίσιο που μπορεί να φαινεται ότι η ενασχόληση με αυτά οδηγεί στην απαισιοδοξία η το μηδενισμό ενίοτε αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα συνέβαινε σε μία κοινωνία απαλλαγμένη από ταξεις/εξουσία κλπ