Υπάρχει η συνήθεια να εξαντλείται το ζήτημα της ασυνέπειας σε έναν πρακτικισμό. Δηλαδή, αν ο καθένας έκανε ότι είχε αναλάβει, αν ήρθε στην ώρα του κοκ. Αυτό φυσικά είναι απόρροια του γενικού πρακτικισμού που ηγεμονεύει σε πολλές προσπάθειες. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι αυτού του είδους η ασυνέπεια δε θα έπρεπε να υφίσταται αλλά το γεγονός ότι ευδοκιμεί ακόμα δείχνει που βρισκόμαστε και ποιοι πραγματικά είμαστε. Ωστόσο, η ασυνέπεια και η συνέπεια αναφέρονται στα γενικά προτάγματα, στις γενικές δεσμεύσεις σε συγκεκριμένες ιδέες και προοπτικές. Δηλαδή, πέρα από τα πρακτικά ζητήματα περιλαμβάνουν και όλη την εργασία που απαιτείται για να υπηρετηθούν οι γενικοί σκοποί. Άρα είναι πάντα μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Η σχέση ασυνέπειας και συνέπειας συνιστούν, πέραν όλων των άλλων, και μια σχέση εκμετάλλευσης που δημιουργεί πρωτογενώς κυριαρχικές σχέσεις με έναν τρόπο πιο σύνθετο απ’ ότι θέλουν να μας πείσουν απλοϊκές αναλύσεις περί κακών ηγεσιών και καλών υποτελών. Αυτή και μόνο αυτή τη πτυχή (γιατί υπάρχουν και τόσες άλλες) θα αναπτύξω εδώ.
Θα το κάνω τάληρα.
Ξεκινάμε από ένα σημείο μηδέν, δεν υπάρχει ιστορία, όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί. Έστω ότι έχουμε μια ομάδα 10 ατόμων που αποφασίζει συλλογικά και ελεύθερα να μεταφέρει 20 κιλά μήλα από το σημείο Α στο σημείο Β την πρώτη Κυριακή του μήνα. Κάθε άτομο από 2 κιλά. Αυτή είναι η εργασία για την επίτευξη των σκοπών, η δουλειά που πρέπει να γίνει. Ας φανταστούμε αυτή τη δουλειά μέσα στη διάρκεια της και όχι άπαξ. Φτάνει αυτή η Κυριακή και έχουμε την εξής κατάσταση: 3 άτομα δεν εμφανίζονται ποτέ στο σημείο Α. 2 άτομα διατίθενται να κουβαλήσουν 1 κιλό και όχι 2 που τους αναλογούσε και είχαν αναλάβει. 3 άτομα λένε ότι θα παραμείνουν συνεπή σε αυτά που είχαν συμφωνήσει και κουβαλάνε από 2 κιλά όπως είχαν δεσμευτεί. Και τέλος, 2 άτομα τα οποία για χάριν της αναγκαιότητας και του συλλογικού σκοπού θα σηκώσουν το βάρος που οι άλλοι αρνηθήκανε. Δηλαδή, τα εναπομείναντα 3*2=6 και 2*1=2, άρα 6+2= 8 κιλά. Θα τα μοιραστούνε και αντί να κουβαλήσουνε από 2 κιλά το άτομο, θα κουβαλήσουν 4 κιλά. Δεν υπάρχει οργανωμένος άνθρωπος που να μην ζει ή να μην έχει ζήσει αυτό το πράγμα. Όποιος δεν το έχει ζήσει να επικοινωνήσει άμεσα μαζί μου, θέλω να τον γνωρίσω.
Τα 20 κιλά φτάνουν στον προορισμό τους. Ο συλλογικός σκοπός επιτελείται. Επιτελείται όμως με έναν τρόπο όπου ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα». Όταν αυτή η αρχή εμφανίζεται αρχίζει ο κύκλος της κυριαρχίας. Τα 3 άτομα που δεν εμφανίστηκαν ποτέ μάλλον ανήκουν στην κατηγορία «βρίσκομαι στην ομάδα για άλλους λόγους» και «δε πειράζει μωρέ, κάποιος άλλος θα τα κάνει». Τα 2 που τελικά κουβαλάνε λιγότερα είναι με το ένα πόδι στην προηγούμενη κατηγορία αλλά μπορεί να μην έχουν το θάρρος και την αυτοπεποίθηση των πρώτων. Τα 3 άτομα που παραμένουν συνεπή είναι σκληρή αναρχία που δεν παραβαίνουν την ηθική και πολιτική στάση περί μέσων και σκοπών και αποδίδουν πάντα την ευθύνη που αναλογεί στον καθένα. Και ερχόμαστε στα 2 άτομα που σηκώνουν το βάρος των υπολοίπων. Αυτοί μπορεί να είναι άνθρωποι που το θέλουν τόσο πολύ που θα γίνουν χαλί να τους πατήσεις και δεν έχουν οσμιστεί ακόμα πως παράγονται οι σχέσεις κυριαρχίας. Κάποια στιγμή θα το καταλάβουν αλλά θα τους έχουν πιάσει μαλάκες. Πιθανόν, όμως, να είναι και άνθρωποι που έχουν μέσα τους ένα κρυφό πατριαρχικό ηρωισμό να τους κινεί, να θέλουν να γίνουν σωτήρες και ηγέτες, να κουβαλάνε τις αμαρτίες του κόσμου στο σταυρό του μαρτυρίου για να τους δοξάζουν μετά στον αιώνα τον άπαντα.
Όλο αυτό που περιγράφω στη διάρκειά του δημιουργεί μια σχέση εκμετάλλευσης των 2 που σηκώνουν τα βάρη από τα άλλα 5 άτομα που θέλουν να απαλλαχθούν από τις ευθύνες. Τα 5 άτομα συνειδητά επιλέγουν την ανευθυνότητα, την ανάθεση για να βολευτούν. Δηλαδή, για να ικανοποιούν τα κίνητρά τους (που είναι άσχετα με τα αναρχικά προτάγματα) αλλά να παραμένουν υπό μια ταμπέλα, ομάδα και τα διάφορα οφέλη που αυτό παρέχει. Τα 2 άτομα που είναι οι εκμεταλλευόμενοι αυτής της σχέσης – και κυριολεκτώ – είτε κάποια στιγμή θα αποσυρθούν από το ρόλο του μαλάκα αν ανήκουν στη πρώτη κατηγορία, είτε θα ζητήσουν τα ρέστα και θα εξασκήσουν τη δύναμη που έχουν συγκεντρώσει. Συμβαίνει το εξής εδώ: Η διαρκής ανάθεση και εκμετάλλευση μεταφέρει τη δύναμη, την τεχνογνωσία και τις ικανότητες αναπαραγωγής της πολιτικής δουλειάς και άρα της ικανότητας αναπαραγωγής της συλλογικότητας από το ένα μέρος στη μειοψηφία των 2. Αυτή τη δύναμη (ή κεφάλαιο, αν προτιμάς) μπορούν αυτά τα 2 άτομα να την εξασκήσουν. Και έτσι να αντιστρέψουν την κατεύθυνση της εκμετάλλευσης, να επιβάλλουν τον εαυτό τους στους άλλους αφού έχουν γίνει αναντικατάστατοι και απαραίτητοι, αφού τα υπόλοιπα άτομα δε θα μπορούν να αναπαράξουν τη ζωή της συλλογικότητας χωρίς αυτούς. Πως το παθαίνουν οι καπιταλιστές με τους εργάτες που οι πρώτοι δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τους δεύτερους; Κάτι ανάλογο. Έτσι, δημιουργείται και αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος που ενδυναμώνει τις σχέσεις εκμετάλλευσης, εξουσίας και εν τέλει κυριαρχίας. Όσο σταθεροποιούνται αυτοί οι ανταγωνισμοί μέσα στο ρου του χρόνου τόσο πιο πολύ γίνονται ιερές αυτές οι σχέσεις και αποφεύγονται οι κριτικές. Ιεραρχία. Όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο απίθανο είναι να γεννηθεί οτιδήποτε ελευθεριακό μέσα από αυτές τις σχέσεις κυριαρχίας. Οι ρόλοι Ηγεσίας, Υποτελών και Αποδιοπομπαίων Τράγων είναι συλλογικά δημιουργήματα και όχι απλά ατομικές πρωτοβουλίες. Ικανοποιούν συλλογικές ανάγκες και επιθυμίες.
Όποια οργανωσιακή λύση κι αν προταθεί το θεμέλιο και η βάση όλων των πραγμάτων στην αναρχική κοσμοαντίληψη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πραγματική βούληση και θέληση. Αν δεν υπάρχει αυτό, δεν μπορεί να λειτουργήσει τίποτα. Η πραγματική, καθαρή ειλικρινής σχέση με τον εαυτό και τον άλλον, το πραγματικό ήθος και επιθυμία για ελευθερία. Φυσικά, αυτό καλλιεργείται. Γι’ αυτό είναι απίστευτα σημαντικό να υπάρχει μια τέτοια κουλτούρα εν ζωή μέσα στις κοινότητές μας. Γι’ αυτό τα ζητήματα των καθημερινών προσωπικών σχέσεων (η κατάργηση της ιδιοκτησίας, των ζευγαριών, η εξάλειψη της πατριαρχικής σχέσης κτλ) δεν είναι απλά ισότιμα ζητήματα προς όλα τα άλλα. Είναι οι ρίζες μας πάνω στις οποίες θα πρέπει να ανθίσουμε. Όποιος το αρνείται είτε έχει άλλα κίνητρα, είτε ακόμα δεν το έχει συνειδητοποιήσει/κατανοήσει πολιτικά και ιστορικά.
Αν όμως υπάρχει η βούληση τότε το όλο πρόβλημα απαιτεί οργάνωση, πολλή οργάνωση, συνεχή αναστοχασμό και καθαρότητα στα κίνητρα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος στην αναρχική λογική από την πραγματική εθελοντική πρωτοβουλία και δέσμευση. Αυτό που μπορεί να κάνει η πολλή οργάνωση είναι να ξεκαθαρίσει αυτή την πραγματικά ελευθεριακή επιθυμία από τους μικρούς εκμεταλλευτές και εξουσιαστές, είδος που ευδοκιμεί σε αφθονία. Να διαμοιράζει τη δύναμη με έναν τρόπο που υπηρετεί την ισότητα και το συλλογικό σκοπό και όχι να συγκεντρώνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται αυτοσκοπός.
Η ασυνέπεια, λοιπόν, δεν είναι απλά ανευθυνότητα. Είναι ρίζα των σχέσεων εκμετάλλευσης και θεμελιώνει τον κύκλο της κυριαρχίας μέσα στις κοινότητες.
Τα “τάληρά” σού πάντα είναι πολύ χρήσιμα. Να ξέρεις ότι κι αυτή σου η δυνατότητα, να μετατρέπεπεις σε πρακτική θεωρία την γενικη πολιτική διάνοια του αναρχικού προτάγματος (sic), είναι κι αυτή μια μικρή εξειδίκευση…που προφανώς και σχετίζεται με το ποιός είναι ο καθένας, πως μεγάλωσε, γιατί εμπλέκεται στα κινήματα, που θέλει να το πάει.Και από εμένα, το ξέρεις, αυτά είναι σεβαστά.
Τώρα, μια παρατήρηση “από τα μέσα”.
Στην παραβολή σου, ο τύπος που κουβαλά το βάρος χάριν του σκοπού, και μέσω αυτού αντλεί συνεχώς γνώση και δύναμη, δεν προσομοιάζει τόσο στην φιγούρα του εργάτη.
Κυρίως μοιάζει σ’ αυτή του εργοδηγού. Δηλαδή, αυτού και τυπικά/άτυπα αναγνωρίζεται η πρωτοκαθεδρία στην απόφαση και η πρωτοβουλία στον διαμοιρασμό ή μη της γνώσης. Αν ανατρέξεις στην πλούσια βιβλιογραφία της ιταλικής αυτονομίας, θα δεις ότι αυτοί οι τύποι έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στα επίσημα/γραφειοκρατικά συνδικάτα και ενίοτε και στις άγριες προλεταριακές επιτροπές. Δηλαδή, η αναγνώριση της εργατικότητας και της γνώσης τους από τους “ανειδίκευτους” τους έφερνε ένα βήμα πιο μπρος και αναπαρήγαγε σαφώς σχέσεις ηγεσίας-βάσης.Δεν είναι τυχαίο ότι στα επίσημα συνδικάτα αυτό αναγνωριζόταν μέσα από τυπικές σχέσεις εξουσίας πχ.θέσεις σε Δ.Σ. Από αυτή την διττή τους θέση, στην εργασιακή αλυσίδα και στην οργανωτική σύνθεση της τάξης τους, οι εργοδηγοί είχαν αυξημένο ρόλο διαπραγμάτευσης/σύγκρουσης μς τα αφεντικά. Αυτό τους προσέδιδε έναν ακόμα ρόλο: αυτό του Σωτήρα, είτε στην διαπραγμάτευση με το αφεντικό, είτε με την συμμετοχή τους ή μη σε μια απεργία ώστε να αποβεί πετυχημένη.
Μέσα σ’ όλη αυτή τη διεργασία, υπάρχει μια ακόμη διάσταση.
Η πιο συχνή κατάληξη των εργοδηγών, ιστορικά, είναι αυτή των Εργολάβων!!Δηλαδή των μικρών αφεντικών!Αξιοποιούσαν την Ισχύ τους ώστε να αυτονομηθούν και να ασκήσουν “ελεύθερα” τον ανταγωνισμό τους στην αγορά. Αυτοί ξεπουλιούνταν στο Κεφάλαιο και υπηρετούσαν “‘άλλους σκοπούς”. Άλλοι εργοδηγοί, έμεναν στα συνδικάτα και γινόντουσαν κομματικά ή συνδικαλιστικά στελέχη, εξυπηρετόντας άλλους σκοπούς. Άλλοι συνέχισαν να συνδέονται με τους εργάτες μέχρι να πάρουν…σύνταξη ή απολυθούν.
Μεταφέρω όλα τα παραπάνω, διότι αναγνωρίζω απόλυτα την απόλυτη αξία ηθικο-πολιτικών κατηγοριών όπως η βούληση και το κίνητρο, αλλά θέτω το ζήτημα του Οργανισμού που ελεύθερα συνασπίζεται και συνεργάζεται. Εκεί δεν τίθεται μόνο ζήτημα κινήτρου αλλά και Λειτουργίας. Εν ολίγοις, πρέπει να ξανατεθεί και κάπως διαφορετικά το αρχικό ερώτημα της παραβολής: ποιός έχει Συμφέρον από την μεταφορά των μήλων? και τι αλλαγές μπορεί να προκαλέσει η συλλογική δέσμευση γύρω από αυτόνο τον Σκοπό?
Αυτά τα ολίγα συντροφικά και ολίγα μαρξιστικά, από ένα ακόμα χωριατόπαιδο που συνθλίβεται ακόμα στις μυλόπετρες της συνέπειας/ασυνέπειας
Πολύ ενδιαφέρον το παράδειγμα για την Ιταλία. Δεν τα ξέρω αυτά.
Το ζήτημα του Οργανισμού και της Λειτουργίας είναι απολύτως κρίσιμο. Γι’ αυτό το έγραψα και γι’ αυτό έχω γράψει και κάποια άλλα παρόμοια κείμενα (πχ. για την συνδιαμόρφωση). Μέσα από τη δομή του οργανισμού μπορεί να μετασχηματιστεί ο άνθρωπος και να υπάρξει πραγματικά ένα αποτέλεσμα που δεν ακολουθεί τον “σκοπό που αγιάζει τα μέσα”. Στην πραγματικότητα η αυτο-οργάνωση είναι μια πιο σύνθετη μορφή οργάνωσης από μια απλή κάθετη πυραμιδική μορφή εντολών όπως η ιεραρχία. Αυτό φαίνεται ότι πολύς κόσμος δεν το αντιλαμβάνεται και ταυτίζει την αυτοοργάνωση ως μια απλούστερη μορφή οργάνωσης από ότι έχει συνηθίσει. Το Κεφάλαιο και η Κυριαρχία το έχουν καταλάβει πολύ καλά και εφαρμόζουν πολύ σύνθετες μορφές οργάνωσης αξιοποιώντας (ειδικά στα ανώτερα διευθυντικά/σχεδιαστικά στρώματα) και οριζόντιες και συνεργατικές μορφές πολύ συχνά. Νομίζω ότι τα σχόλια που κάνει και ο Εργάτης πιο κάτω είναι σημαντικά προς αυτή τη κατεύθυνση.
* σαστισμένε στείλε μου ένα μειλ αν μπορείς
Φαίνεται ότι ο απλός άνθρωπος είχε ήδη εντοπίσει το πρόβλημα όταν επινόησε
τη λέξη ‘λαμογιά‘!
Σύντροφ@, ρίχνεις τους εκμεταλλευόμενους!
3*2=6 κι όχι 5
Άρα, οι καλοθελητές θα κουβαλήσουν από 6 κιλά κι όχι 5.5
Όταν θα πάρουν οι λαϊκές συνελεύσεις τα κλειδιά των πυρηνικών κεφαλών, θα πρέπει να βάλουμε τριπλάσιες «κλειδαριές» από το άθροισμα των μελών της αυτοδιευθυνόμενης ανθρωπότητας.
Σ’ευχαριστώ πολύ, το διόρθωσα. Ούτε μια πράξη δε μπόρεσα να κάνω, θέλω να γράψω και κείμενο τρομάρα μου.
Το σενάριο που λες δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι.
Οι πρόσθετες παρατηρήσεις του πρώτου σχολιαστή είναι σίγουρα εντός θέματος και αληθείς. Το ερώτημα που σημειώνει είναι κρίσιμο όταν στήνουμε μια κοινότητα-οργανισμό: ποιό είναι το κίνητρο έκαστου; Η δυναμική των περιγραφόμενων σχέσεων είναι πολυδιάστατη. Δεν εξαρτάται από το πόσο έχει προσφέρει κάποιος, αλλά από το πόσο έχει συσσωρεύσει, είτε εμπιστοσύνη από το αφεντικό, ώστε να γίνει εργοδηγός, είτε χρήμα που γίνεται εργολαβική επιχείρηση, είτε συνδικαλιστική αναγνώριση, προκειμένου να κάνει πολιτική καριέρα. Ας πούμε, για να απλουστεύσουμε τον συλλογισμό, ότι έχουμε καθαρίσει με τα κίνητρα: συμφωνούμε όλοι ότι δεσμευόμαστε στον ισότιμο αγώνα για την ισότητα κτλ και ξεκινάμε να οργανώνουμε επίσης, μέτρα επί τούτου. Πχ, όποιος πουλήσει τον κοινό αγώνα θα βρεθεί στο ποτάμι, σαν τον φοιτητή του Νετσάγιεφ. Γνωρίζουμε ότι δεν αποκλείεται αν χαλάσουν τα κίνητρα κι εφόσον πάντα υπάρχει το δέλεαρ από τον ταξικό εχθρό, ακόμα και τα πρακτικά μέτρα προστασίας της εσωτερικής ισότητας να μετατραπούν σε μηχανισμούς ελέγχου για τη διατήρηση ανισοτήτων. Το είδαμε πολύ νωρίς, στο Διευθυντήριο της Γαλλικής επανάστασης και στον μπολσεβίκικο κρατισμό. Αλλά ας πούμε ότι ξεκινάμε με ό,τι καταλαβαίνουμε ως βέλτιστη συμφωνία. Δεν έχουμε αγγίξει το πιο πρακτικό κρίσιμο ερώτημα: Ποιά θέση αναγνωρίζεται στην εμπειρία και τη γνώση; Δεν είναι ασύνδετο με τις συσσωρεύσεις, κάθε μορφής. Η γνώση αποτελεί συσσωρευμένη εργασία και στα συστήματα εκμετάλλευσης γίνεται κεφάλαιο. Κι αμφίδρομα, κάθε κεφάλαιο που μπαίνει στην παραγωγή, επιβάλει τις μορφές γνώσης που ικανοποιούν την επένδυσή του. Εδώ βρίσκεται το σημαντικότερο καρφί. Σε κάθε σχέση, όσα μέτρα κατανομής χρόνου, εργασίας και πραγμάτων κι αν πάρουμε, είναι δεδομένο ότι ξεκινάμε με γνωστικές διαφοροποιήσεις. Κι εφόσον κάθε γνώση υπηρετεί κάποιες προσδοκίες, οι σχέσεις που θεμελιώνονται πάνω στις πολιτικές συμφωνίες, μορφοποιούνται από τους τρόπους σύνθεσης των μεθόδων αντίληψης και δράσης. Έτσι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Δεν οργανώνονται από κοινού όλοι όσοι συμφωνούν σ’ έναν σκοπό, αλλά όσοι συμφωνούν και στους τρόπους ή μόνο στους τρόπους, ακόμα κι αν ο απότατος σκοπός διαφέρει. Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας των κοινωνικών οργανισμών. Αυτό εκφράζεται και στην κυριαρχία των κομμάτων, των φραξιών και των λεγόμενων ομάδων συγγένειας, στο πολιτικό πεδίο.
Οπότε, αν κοινός σκοπός μας είναι η κοινωνική ισότητα, η κατάργηση των ταξικών σχέσεων κι εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω πώς γίνεται αυτό δίχως κοινωνική αυτοδιεύθυνση, απαιτείται να αναπτύξουμε μεθοδολογίες σύνθεσης στο μέγιστο δυνατό εύρος συμμετοχής ανθρώπων και συνάρτησης δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, απαιτείται να εστιάζουμε διαρκώς, αναδραστικά κι αναστοχαστικά, στο πώς γίνεται και παραμένει κοινό κτήμα η συσσωρευμένη γνώση. Δεν είναι ικανοποιητικές απαντήσεις, να πετάξουμε απ’ έξω κάθε ειδίκευση, ούτε να συνεταιρίζονται όποιοι θεωρούν ότι κατέχουν συναφείς και αντίστοιχης βαθμίδας γνώσεις. Κι όμως, στις ελευθεριακές ομαδοποιήσεις και τα δυο αυτά προβλήματα είναι έντονα. Δεν μηδενίζω την προσπάθεια που γίνεται σε αυτή την κατεύθυνση, επί ενάμισι αιώνα, αλλά είμαστε ακόμα αρχάριοι. Κάθε νέα ελευθεριακή πολιτική κοινότητα ξεκινάει σχεδόν από το μηδέν. Έχουμε ελάχιστη καταγεγραμμένη θεωρία για τη συλλογική μόρφωση, τη συλλογική επιστήμη, τη συλλογική φιλοσοφία της μεθοδολογίας και τη συλλογική μεθοδολογία της φιλοσοφίας, τη συλλογικά οργανωμένη εγρασία και το βασικότερο, τη συλλογική εξέλιξη της συλλογικής εργασίας και μόρφωσης (όπως ορθώς επισημαίνουν οι μαρξιστές, οι οργανισμοί δεν «λειτουργούν», εξελίσσονται). Υπάρχει πλούσια εμπειρία, αλλά στον κοινό γνωστικό ντορβά μένει μόνο το πρόταγμα και το πόσα μήλα έφτασαν στον προορισμό.
Νομίζω, ότι ο δρόμος που καταργεί τους Σωτήρες ξεκινάει από μια τέτοια συλλογική εξέλιξη. Και να κλείσω το σχόλιο με μια πιο συγκεκριμένη επισήμανση: Στον αγώνα αντέχουν εκείνες οι κοινότητες που αναπτύσσουν χώρο αμοιβαίας μετάδοσης, καταφέρνοντας να μεταμορφώσουν το κόμπλεξ κατοτερότητας και την παρεπόμενη αλαζονία της αυθεντίας, σε δίψα για μάθηση και συνεργασία. Οι λύσεις έρχονται από τη διάτρηση των στεγανών και η συνθήκη για να γίνει αυτό είναι η μαθησιακή συνεργασία των έμπειρων και των νέων.
Πριν μπω στη ουσία αυτού που γράφεις, επέτρεψε μου, να αναδείξω μια πτυχή πριν φτάσουμε σε αυτό αναφέρεις ως “το πιο πρακτικό κρίσιμο ερώτημα: Ποιά θέση αναγνωρίζεται στην εμπειρία και τη γνώση;” Πριν από αυτό νομίζω ότι υποφέρουμε από την τόσο βαθιά συγκρότηση με όρους παρέας/οικογενειοκρατίας που το ζήτημα είναι να αναγνωρίζεται ΚΑΤΑΡΧΗΝ η εμπειρία και η γνώση. Γιατί σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση στα πρόσωπα από τις συλλογικές ανάγκες γίνεται για εντελώς άσχετους λόγους από ότι η εμπειρία ή η γνώση. Με όρους κοινωνικής και προσωπικής εγγύτητας, coolness, πρόσβασης σε κοινωνικούς κύκλους με διάφορα οφέλη και πολλά ακόμα.
Στην ουσία τώρα. Συμφωνώ απολύτως πως “απαιτείται να εστιάζουμε διαρκώς, αναδραστικά κι αναστοχαστικά”. Το ότι ξεκινάμε κάθε φορά από το μηδέν χωρίς συνέχεια σε όλα αυτά που αναφέρεις δυστυχώς μας κόβει τα πόδια. Μας θέτει τόσα εμπόδια και δεν μπορούμε να δούμε πράγματα που θα έπρεπε να είναι κοινότοπα. Και αντί να δημιουργούμε δομές διαμοιρασμού και καταγραφής της συλλογικής εμπειρίας και γνώσης όσοι έχουν συσσωρεύσει την εμπειρία απολαμβάνουν (ακόμα και πολύ σωματικά) την αναγνώριση που αναφέρεις. Το έγραψα και πιο πάνω πως η αυτοοργάνωση ή αυτοδιεύθυνση θα πρέπει να το καταλάβουμε ότι είναι πιο σύνθετη μορφή οργάνωσης συγκριτικά με την ιεραρχία και γι’ αυτό θα πρέπει συνεχώς να καινοτομούμε. Για να παραμένουμε ΖΩΝΤΑΝΟΣ οργανισμός και όχι μια νέα άτυπη γραφειοκρατία με δεκάδες ομάδες χωρίς οργάνωσης.
Τέλος, δε θα μπορούσα να το πω καλύτερα από αυτό που επισημαίνεις στο τέλος. Και σε αυτό το σημείο ξαναμπαίνουν τα κίνητρα. Θέλουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με όλα αυτά να αλλάξουν όντως τον κόσμο προς μια ελευθεριακή προοπτική;; Αν θέλουν δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα διψάνε για γνώση γιατί είναι ηλίου φαεινότερον ότι δεν ξέρουμε εξ αρχής πως να το κάνουμε αυτό. Πώς θα πρέπει να μελετήσουμε, να δούμε τι πήγε λάθος στο παρελθόν κτλ κτλ. Αλλά ζούμε σε συνθήκες που πολλοί άνθρωποι δεν θεωρούν ότι η γνώση είναι απολύτως αναγκαία. Παραμένουν σε ένα επίπεδο πραγματοποίησης του “εγώ” και της επιθυμίας του ατόμου, μιας μορφή ατομικής αυτοεκπλήρωσης η οποία μπορεί να έχει κάποια σχέση με την ελευθεριακή προοπτική αλλά μπορεί να είναι και εντελώς άσχετη. Να είναι μια εντελώς αλλοτριωμένη μορφή του σύγχρονου καταναλωτικού, ναρκισσιστικού και νευρωτικού ανθρωπότυπου. Οπότε εικάζω πως από τη δίψα για γνώση που έχει κάποιο άτομο μπορείς να καταλάβεις και τα πραγματικά του κίνητρα. Εσύ τι νομίζεις;
Και γενικά νομίζω ότι η μαθησιακή συνεργασία έχει να αντιμετωπίσει και το πως τα άτομα της σύγχρονης κοινωνίας διαμορφώνονται σε ένα αιώνιο, άχρονο παρόν χωρίς ανάγκη για γνώση, μόνο ανάγκη για ικανοποίηση των εθισμών και αγχολυτικών πρακτικών. ένα από τα επόμενα θέματα που θα δημοσιεύσω θα είναι η ανάγκη για γνώση και εκπαίδευση πλέον ως βασική υποδομή που πρέπει να έχουμε και αυτό όχι απλά για το περιεχόμενο των ελευθεριακών ιδεών αλλά για την ίδια την έννοιας της μάθησης και της συνεργασίας που λες.
Ευστοχες παρατηρησεις για ακομη μια φορα.
Ενα σημειο που με προβληματιζε οταν μεχρι πριν καποια χρονια ασχολιομουν ενεργα με το αναρχικο κινημα.
Υπηρχαν παμπολλες περιπτωσεις οπου ατομα που συμμετειχαν στο κινημα αργοπορουσαν να ερθουν σε ραντεβου για μοιρασμα κειμενων,δρασεις, συνελευσεις κλπ,και αναρωτιομουν,αραγε οταν τα αφεντικα τους στη δουλεια τους λενε ελατε 8 το πρωι στο γραφειο,την οικοδομη,το εργοστασιο,την εταιρεια κλπ,τι ακριβως εκαναν;Καθυστερουσαν κι εκει;Αν ναι,οταν το αφεντικο τους την ελεγε,τι απαντουσαν;Στις διαδικασιες απαντουσαν,σωπα ρε συ κουμαντο θα μου κανεις;Ειχαν την ιδια αντιδραση κ στην εργασιακη τους ζωη;Δεν πηρα ποτε την απαντηση.
«Παίζουμε μήλα; … Βγαίνεις έξω»
Συμφωνώ απολύτως με τις πρόσθετες επισημάνσεις σου. Θα σταθώ σε δυο σημεία απ’ όσα θίγεις, τα οποία θεωρώ κρίσιμα για την εξέλιξη των κοινωνικών κινημάτων, ίσως πλέον και για τη δυνατότητα ύπαρξης κοινωνικών κινημάτων: Ο βαθμός της οργανικής σύνθεσης (δεν αναφέρομαι στο μαρξικό μέγεθος μέτρησης της σχέσης νεκρής και ζωντανής εργασίας, αλλά στο σύνολο των δομούμενων κι αναδομούμενων σχέσεων των ζωντανών υποκειμένων, που εμπερικλύουν και εργαλεία), σε συνδιασμό με τη ζωντάνια των οργανισμών. Και η διάθεση της εξέλιξης, όχι βέβαια ειδικά των νεκρών παραγωγικών δυνάμεων που ως επι τω πλείστω επινοούνται προκειμένου να «ταΐζουν» τα εγωτικά φετίχ της αστικής κοινωνίας, αλλά της εξέλιξης των ζωντανών υποκειμένων, ως σύνολο-πολιτισμός κι ως μονάδες.
Τα δυο σημεία συνδέονται αιτιοδώς. Το εγωτικό φετίχ, ως καθαυτό άρνηση συνεξέλιξης και αυτοεξέλιξης, η αντεστραμμένη «συνείδηση» της συντήρησης, αναζητά βολικές απλουστεύσεις. Γνωστικές/ιδεολογικές απλουστεύσεις και πρακτικούς αυτοματισμούς. Μέσα στον απρόσβλητο αυτοματισμό (η κανονικότητα, που λέμε) επιβεβαιώνει κάθε στιγμή την αθανασία του, ως νάρκη βέβαια. Θέλω να μην αναπτύξω εδώ, σ’ ένα σχόλιο, τις επιστημονικές επιγνώσεις που εξηγούν επακριβώς πώς εξελίσσεται το σύμπαν ως φορέας πληροφορίας. Θα περιγράψω μόνο ορισμένα συμπεράσματα, με κοινωνικούς όρους. Η αυτονομία δεν εξελίχθηκε ποτέ και δεν γίνεται να εξελιχθεί ως περιχαράκωση, οποιασδήποτε μορφής. Αντιθέτως, όση γνώση κατακτάει ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να εναρμονίσει τον εαυτό του και το περιβάλλον ή με άλλα λόγια, τη βούληση και τη δυνατότητα, το καταφέρνει αντιλαμβανόμενος τον κόσμο ως συνεκτική ολότητα. Ας μην μας μπερδεύει το γεγονός ότι ο κεφαλαιοκρατικός πολιτισμός αναπτύσσει την γνώση του για τον κόσμο ώστε να τον λεηλατήσει. Αν δεν αναγνώριζε -έστω στρεβλά, με αναγωγισμούς, δηλαδή θεολογικές εμμονές- ότι υπάρχει μια συνοχή που τον υπερβαίνει, δεν θα μπορούσε ν’ αρπάξει και να διαχειριστεί φυσικές δυνάμεις. Ο βιασμός της ανθρώπινης ύπαρξης και της πολυσύνθετης ευφυίας της ζωής της Γης, παράγει ανάδραση, η οποία εκφράζει άμεσα την εξελικτική δυναμική της οργανικής σύνθεσης της ζωής. Ο κρατισμός ισοπεδώνει ότι δεν μπορεί να κατανοήσει και να κανονικοποιήσει, αλλά η αντίρροπη τάση, είναι εμμενώς πιο ισχυρή φυσικά. Ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει νομοτελειακά επειδή τα πάντα πεθαίνουν για να δώσουν τη θέση τους σε μορφές ζωής πιο ανανεωμένες και γνωστικά πλουσιότερες. Αλλά το αν θα καταρρεύσει συμπαρασείροντας τη ζωή της Γης στην ολοκληρωτική καταστροφή ή θα αποδομηθεί από την πάλη των ανθρώπων, εξαρτάται από τη μη προδιαγεγραμμένη συλλογική διάθεσή μας. Είναι μη προδιαγεγραμμένη, μη γραμμική συνάρτηση, ακριβώς διότι είναι συλλογική. Είναι σκόπιμη ετούτη η θεωρητικολογία. Έφτασα στο επόμενο ερώτημα που νομίζω ότι αναδύεται από τα ως τώρα σχόλια: Με ποιούς τρόπους αλλάζει η διάθεση των ανθρώπων ως προς την αυτονομία τους; Είναι αποφασιστικής σημασίας ερώτηση, διότι αν ικανοποιούμασταν με τη διαπίστωση ότι οι αδιάφοροι υπερτερούν, θα εγκαταλείπαμε το κίνητρό μας. Η βούληση ανασύνθεσης της ζωής προς την κοινωνική αυτονομία, εξορισμού δεν συμβιβάζεται με μια υπερβατολογική αποδοχή της ετερονομίας. Δεν βρισκόμαστε σε μια τοπολογία τυχαιοκρατικής στάθμισης μεταξύ συλλογικής συνέπειας και ατομικής αδιαφορίας. Αυτή θα ήταν μια φιλελεύθερη οπτική. Βρισκόμαστε μέσα στο καμίνι της κοινωνικής ζωής, όπου οι αντίθετες τάσεις συγκρούονται ριζικά κι όχι στενά αριθμητικά, σα να κάναμε εκλογές. Και με τη δική μας οπτική, ας πούμε, των συνομιλητών σε αυτό το άρθρο, λέμε ότι ο πόλεμος είναι πολιτικός κι αυτό σημαίνει ότι νικάει εκείνος που μπορεί να συνθέσει πρακτικά τη μέγιστη συλλογική συνοχή. Αν έχουμε δίκιο ότι η κοινωνική αυτοδιεύθυνση είναι το μέλλον της ανθρωπότητας, ίσως τελικά να κριθεί μετά το πέρας των δικών μας προσπαθειών, ωστόσο όμως, εμείς σήμερα αποτελούμε μέρος της λύσης κι όχι του προβλήματος, στον βαθμό που δημιουργούμε συλλογικούς τόπους ικανούς να εγκολπώσουν τον ανθρώπινο πλούτο επαναστατικά, ενάντια στην ετερονομία και την εκμετάλλευση. Το ζήτημα δηλαδή, δεν είναι πόσοι κουβαλάνε μήλα και πόσοι όχι, μα ούτε κι αν βρήκαμε τη βέλτιστη μεθοδολογία πολιτικής, οικονομικής κτλ ισονομίας, αλλά αν έχουμε χημεία που ν’ αλλάζει τα κίνητρα. Όποιος πιστεύει ότι αυτό είναι μεταφυσική, μάλλον έχει μια ανθρωπολογία μηχανιστική κι όχι διαλεκτική κι έτσι ρίχνει την ψήφο της παθητικότητάς του στην κάλπη της αναπότρεπτης καταστροφής υπό την εξουσία της αδιάφορης αυτοποίησης. Είναι ευθύνη των υπολοίπων, ζήτημα συνέπειας, να κάψουμε αυτή την κάλπη, όχι συμβολικά, αλλά με τρόπους που αφαιρούν από τους αδιάφορους τις δεδομένες απολαβές της αδιαφορίας. Η αυτοδιεύθυνση δεν γίνεται να είναι θελκτική αν τα επιτεύγματά της είναι εξίσου ή και πιο εκμεταλλευτικά από της ετερονομίας. Στο πνεύμα του Σαστισμένου λοιπόν (χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ταπεινοί κι έτσι άχρηστοι ως μαθητές, του Μαρξ ή οποιουδήποτε άλλου), η μεθοδολογία της συλλογικοποίησης δεν είναι ιδεαλιστικά ανταγωνιστική στην εκμετάλλευση. Οφείλει να κρίνεται διαρκώς στην πράξη επιτούτου. Αλλιώς μένουμε εγκλοβισμένοι στην αμφίπλευρα αναγωγική διάκριση της βάσης και του εποικοδομήματος. Απλά, αν η οργάνωση της ισότητας δεν καταφέρει να μεταμορφώσει τους πολιτισμικούς όρους της έννοιας του συμφέροντος, με τη χαριστικότητα και τη βία συγχρόνως, το είδος άνθρωπος δεν έχει μέλλον.