Tag Archives: κίνημα

Να κηρύξουμε τον πόλεμο ενάντια στους ενεργειακούς σχεδιασμούς. Να αυξήσουμε το κόστος για κράτος και εταιρείες.

Δεδομένου του ότι ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός/αυτοοργανωμένος χώρος δεν ασχολείται συστηματικά με τους ενεργειακούς σχεδιασμούς του ελληνικού κράτους και της πορείας «κατά των εξορύξεων υδρογονανθράκων» που καλείται στα Προπύλαια στις 21 Φλεβάρη είναι μια καλή ευκαιρία να ανοίξει μια ανάλογη συζήτηση.

1. Το «γενικό» πρόβλημα της ενέργειας

Το «πρόβλημα» της ενέργειας εμφανίζεται συστηματικά από τα μίντια και την πολιτική τάξη διεθνώς ως ένα γενικό πρόβλημα των κοινωνιών. Υπονοούν περίπου πως δε θα φτάνει το ηλεκτρικό ρεύμα για να φορτίζουμε τα κινητά, ότι δε θα έχουμε θέρμανση (λες και τώρα έχουμε) και ότι θα πεθάνουμε της πείνας επειδή θα τελειώσουν τα πετρέλαια και το φαγητό δε θα φτάνει για όλους. Είναι δικιά μας δουλειά να δείχνουμε συνέχεια ότι αυτό που παρουσιάζεται ως γενικό πρόβλημα είναι ειδικό πρόβλημα των καπιταλιστών και δε μας αφορά καθόλου.

Η ζήτηση για την ενέργεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «φυσική» συνέπεια της λογικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η θέληση των κυρίαρχων, από τότε που υπάρχουν, για αύξηση της ισχύος τους εμφανίζεται στον καπιταλισμό ως επιδίωξη για αύξηση των κερδών. Αύξηση της υπεραξίας με κάθε μέσο. Με υποτίμηση της εργατικής δύναμης, με επέκταση του συστήματος της αγοράς/της κυκλοφορίας του εμπορεύματος σε όλο και περισσότερες πτυχές της ζωής (στη Κίνα πουλάνε αέρα κοπανιστό αφού ο αέρας δεν αναπνέεται πια, στην Δύση δουλεύεις για να συναρμολογείς τα έπιπλα ΙΚΕΑ για αυτούς που τα αγοράζουν) και φυσικά με όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.

Το ειδικό πρόβλημα «έλλειψη της ενέργειας»  εμφανίζεται με δύο τρόπους στον καπιταλισμό. Αφενός, ως απαραίτητη προϋπόθεση της επέκτασης του συστήματος της αγοράς, αφετέρου ως ένα ειδικό εμπόρευμα προς πώληση. Στην πρώτη περίπτωση, η διαρκής ανάγκη για νέα εμπορεύματα και άρα αύξηση της ζήτησης για την παραγωγική και την καταναλωτική διαδικασία εμφανίζεται απλοϊκά ως ανάγκη για να καίμε περισσότερο, για να δουλεύει η μηχανή. Είτε μια μηχανή που την κινεί η μισθωτή εργασία για να παράξει προϊόντα (πχ. σε ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων ή στον προγραμματισμό), είτε για τις μηχανές που απαιτούνται για την μετακίνηση και την πώληση των εμπορευμάτων (πχ. τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή τα καταστήματα ρούχων). Το ζήτημα (από πρακτικής σκοπιάς) είναι ότι κάτι πρέπει να κάνεις για να παράξεις ηλεκτρικό ρεύμα (να γυρνάς τη μανιβέλα με το μαγνήτη) και συνήθως (με την εξαίρεση της ηλιακής) κάτι πρέπει να γυρνάς. Το ποιος θα το κάνει αυτό είναι γνωστό, δεν υπάρχει ερώτημα επί τούτου. Η ανθρώπινη εργασία. Όσο κι αν κάψεις, όσο κι αν φυσήξει πάντοτε χρειάζεται η ανθρώπινη ενέργεια για να παραχθεί το κέρδος. Για την αέναη επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος (που την ονομάζει ανάπτυξη) χρειάζεται όμως να βρίσκει και συνεχώς νέους πόρους και αυτοί να είναι όσο πιο φτηνοί γίνεται.

Νέοι και παλιοί τρόποι παραγωγής ενέργειας: Αντικατάσταση ή απλή πρόσθεση.

Ένας άλλος μύθος που κυκλοφορεί παρέα με αυτόν περί γενικού προβλήματος της ενέργειας είναι ότι τελειώνουν οι μέχρι τώρα φυσικοί πόροι άρα πρέπει να βρούμε νέους. Είναι βασική μεθοδολογία των από πάνω να παρομοιάζουν τα προβλήματα του καπιταλισμού με απλά καθημερινά προβλήματα που βιώνουμε στην άμεση εμπειρία μας.

Είναι σα να λένε για παράδειγμα το εξής: Φέτος, έχεις 2 τόνους πετρέλαιο και 100 κιλά ξύλα για να βγάλεις το χειμώνα. Του χρόνου δε θα σου φτάσουν γιατί θα είναι διαθέσιμα μόνο 1 τόνος πετρέλαιο και 60 κιλά ξύλα. Άρα θα σε φάει το κρύο. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Για να κάνουμε μια τίμια αναλογία με την καθημερινή εμπειρία το ενεργειακό πρόβλημα του καπιταλισμού έχει να κάνει με το ότι: Του χρόνου, δε θα σου φτάσουν οι 2 τόνοι πετρέλαιο και τα 100 κιλά ξύλα όχι επειδή δε θα είναι διαθέσιμες αυτές οι ποσότητες αλλά επειδή ΕΣΥ θα χρειάζεσαι 3 τόνους πετρέλαιο και 250 κιλά ξύλα για να καλύψεις τις ανάγκες σου.

Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι η αύξηση της ζήτησης και όχι η μείωση των πόρων. Η εκμετάλλευση του άνθρακα, του πετρελαίου και των πυρηνικών θα συνεχίζεται αμείωτη (για να μην πω αυξανόμενη) και οι νέες μορφές ενέργειας (ήλιος, αέρας) θα έρχονται να προστεθούν στις παλιές και όχι να τις αντικαταστήσουν για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες. Δεν τα λέω εγώ αυτά, τα λένε μόνοι τους. Ρίξτε μια ματιά στις εκτιμήσεις του International Energy Agency.


Continue reading

Ενάντια στην θεματικότητα (ως κομμάτι της πραγματικότητας): η θεματικότητα ως μέθοδος

Χρησιμοποιούμε αρκετά συχνά στην πολιτική μας ζωή την έννοια της «θεματικότητας». Όταν μια ομάδα ασχολείται με ένα συγκεκριμένο θέμα, την λέμε «μονοθεματική». Μια ομάδα που ασχολείται με πολλά  μπορεί να λέγεται (να την αποκαλούν ή να αυτοαποκαλείται) «πολυθεματική». Ή φτιάχνουμε θεματικές ομάδες εργασίας ή μη για να επιλύσουν/ασχοληθούν με ένα ζήτημα.

Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε όπως έχω ξαναγράψει (εδώ) «δεν είναι κούφιες, είναι ο τρόπος που οργανώνουμε την αντίληψή μας. Και ο τρόπος που οργανώνουμε την αντίληψή μας φτιάχνει το πλαίσιο όπου συγκεκριμένες δυνατότητες εμφανίζονται, ενώ άλλες αποκρύπτονται». Το ίδιο ισχύει και με την έννοια της «θεματικότητας» και θα προσπαθήσω να γράψω για το που νομίζω ότι είναι το πρόβλημα με τη χρήση της έννοιας αυτής και ποια είναι η λύση.

Έστω ότι η πραγματικότητα είναι μια λαχανόπιτα. Ωραία θα ήταν αλλά δεν είναι. Λαχανόπιτα με φύλλο παρακαλώ! Έχει σημασία για να λειτουργήσει το παράδειγμα. Αυτή την λαχανόπιτα την έχουμε κόψει σε κομμάτια. Είναι το κάθε κομμάτι μια θεματική; Νομίζω ότι πολλοί σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Ότι η θεματική είναι ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Καθόλου τυχαία, θα το έχετε παρατηρήσει, χρησιμοποιούμε στον προφορικό μας λόγο την εξής (εκνευριστική) έκφραση «σε αυτό το κομμάτι…, γι’ αυτό το κομμάτι έχω να πω …. κτλ κτλ». Μιλάμε για κομμάτια. Η θεματική εμφανίζεται ως κομμάτι της πραγματικότητας.

Που είναι το πρόβλημα με αυτό; Το πρόβλημα είναι ότι η πραγματικότητα δεν αποτελείται από κομμάτια αλλά από σχέσεις. Όταν την αντιμετωπίζεις ως κομμάτια τότε είναι εύκολο κάποιος να ασχολείται με ένα πράγμα και να μιλάει για το όλον με βάση αυτό το ένα πράγμα βρίζοντας όλους τους άλλους ή συνεργαζόμενος και αναγνωρίζοντας την ανάγκη για καταμερισμό εργασίας στην καλύτερη, να μην ενδιαφέρεται για το σύνολο του αγώνα και άρα να καταλήγει να δίνει έναν συντεχνιακό αγώνα, να υπερασπίζεται τα πολύ ειδικά συμφέροντα μιας μερίδας ανθρώπων και να μην τον ενδιαφέρει ο κοινωνικός μετασχηματισμός γενικά. Δεκτό και σεβαστό αρκεί να το λέει.

Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Θα μπορούσε να είναι αλλιώς αν αντιλαμβανόμασταν την «θεματικότητα» ως μέθοδο προσέγγισης της πραγματικότητας στο σύνολό της. Δηλαδή, το «θέμα» να μην είναι κομμάτι της λαχανόπιτας αλλά φύλλο της. Ένα φύλλο που την διαπερνά στο σύνολό της και εμπεριέχεται σε κάθε στιγμή, έκφανση (κομμάτι αν θέλετε) της πραγματικότητας. Μερικά παραδείγματα.

1. Πετυχημένο παράδειγμα: έμφυλο Continue reading

Θεωρία χωρίς δράση είναι κενή, δράση χωρίς θεωρία είναι τυφλή (#2): η πολιτική πράξη

Στο πρώτο (και αρκετά βαρετό) μέρος είδαμε δύο βασικά πράγματα. Πρώτον, ότι η θεωρία και η δράση εμφανίζονται διαχωρισμένες εδώ και χιλιάδες χρόνια σε όλα τα συστήματα εκμετάλλευσης και ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τον κυρίαρχο καταμερισμό εργασίας. Δεύτερον, πως η θεωρία και η δράση είναι αδιαχώριστες από τη σκοπιά αυτού που στοχεύει στην συνολική αναπαραγωγή του όποιου κοινωνικού συστήματος (είτε καπιταλιστικό, είτε δουλοκτητικό).

Πάμε τώρα να δούμε τι συμβαίνει στους δικούς μας χώρους και στις δικές μας πρακτικές.

Κίνημα

Όπως λέω και στην αρχή του κειμένου αυτού, στους πολιτικούς μας χώρους παράγεται και αναπαράγεται συστηματικά αυτός ο διαχωρισμός. Όπως παράγεται σε όλη τη διάρκεια της κοινωνικής ιστορίας επειδή θεμελιώνει μια σχέση εκμετάλλευσης, αντιπροσωπεύοντας εκτός των άλλων και τον κυρίαρχο καταμερισμό εργασίας, έτσι και στους χώρους μας συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Δεν συμβαίνει επειδή είμαστε ανίδεοι ή δεν ξέρουμε από ιστορία (παρόλο που επηρεάζουν και αυτά) αλλά ακριβώς επειδή στο εσωτερικό μας υπάρχουν σαφείς σχέσεις εκμετάλλευσης που αυτός ο διαχωρισμός υπηρετεί. Ταυτόχρονα ισχύει με τον ίδιο τρόπο (ή θα έπρεπε να ισχύει) και η συνεχής άρση του.

Βλέπουμε τον διαχωρισμό να εκφράζεται κυρίαρχα ως έμφυλος καταμερισμός εργασίας, όπου η θεωρία, οι έννοιες, το επιχειρησιακό/οργανωσιακό σκέλος παράγεται από τους άνδρες, ενώ η εργασία, η φροντίδα για την αναπαραγωγή από τις γυναίκες. Για παράδειγμα, εγώ που γράφω τώρα και προσπαθώ να παράξω θεωρία με τρόπο συστηματικό «όλως τυχαίως» είμαι άνδρας. Προφανώς δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός. Μεγαλωμένος ως άνδρας, ένας από τους ρόλους που δομικά επιτελώ είναι και αυτός της παραγωγής της σκέψης. Όταν λέω δομικά εννοώ και ανεξάρτητα από τις προθέσεις μου. Αυτή είναι μία έκφραση των σχέσεων εκμετάλλευσης εντός του κινήματος. Υπάρχουν και άλλες πιο πολύπλοκες και σχετίζονται με τη δομή της οικογένειας (γονείς, παιδιά, θείοι/ες) με την οποία είναι σε μεγάλο βαθμό συγκροτημένοι οι χώροι μας ή και με ανισότητες ηλικίας και εμπειρίας κτλ.

Παράλληλα, κυριαρχεί ο φετιχισμός της θεωρίας και της δράσης. Από τη μια μεριά έχουμε τη λατρεία της πράξης, του πρακτικισμού (που πολιτικά έχει πάρει μορφή με την εξέγερση και την καταστροφή ως αυτοσκοπό και όχι ως μέσο) και άρα την αλλεργία στην θεωρητική δουλειά. β) Από την άλλη, την λατρεία της θεωρίας από διάφορους wannabe διανοούμενους του «χώρου» που προσπαθούν να κάνουν κινηματική “καριέρα” από την άνεση του σπιτιού τους και με αυτή την υπεροψία του συγγραφέα, που νιώθει διάφορα μεταφυσικά πράγματα σχετικά με την θεωρητική δουλειά. Continue reading

Το κράτος δεν κάνει διακοπές. Το κίνημα όμως κάνει.

Το κράτος είναι νεκρό.

Το κράτος δεν κάνει διακοπές επειδή δεν έχει ανάγκη από τέτοιες. Δεν έχει ανάγκη για διακοπές γιατί δεν είναι ζωντανό, είναι απονεκρωμένο. Δεν είναι άνθρωπος, είναι μηχανισμός. Στελεχώνεται από ανθρώπους που έχουν ανάγκη από διακοπές και ξεκούραση αλλά το ίδιο ως δομή συγκροτείται έτσι ώστε να είναι 24/7. Όπως τα βιομηχανικά εργοστάσια με τις τριπλοβάρδιες που δουλεύουν 24 ώρες το 24ώρο. Η προϊστορία των διακοπών ίσως να μπορεί να βρεθεί ήδη από τα αρχαία χρόνια με τα ταξίδια ανώτερων τάξεων, από τα Ρωμαϊκά χρόνια όπου οι πλούσιοι είχαν εξοχικές βίλες, από τις περιηγήσεις, πλουσίων πάλι, κατά το Μεσαίωνα και ύστερα από αυτόν. Παράλληλα, στην ευρώπη σε αυτό το ρομαντικό πνεύμα περιηγήσεων αναπτύσσεται και μια κουλτούρα εξερεύνησης της φύσης, της άγριας ζωής, του τέλος πάντων ανεξερεύνητου κόσμου από τον άνθρωπο της πόλης. Σε όλα αυτά – και ακόμα περισσότερα – μπορούμε να βρούμε ιστορικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν τη σημερινή έννοια των διακοπών. Για παράδειγμα, αυτή η ρομαντική γοητεία του ανεξερεύνητου στην ευρώπη και η ανάπτυξη της στον 19ο αιώνα στην αμερική ως υγεία για τους ανθρώπους της πόλης  μπορεί αμέσως να συνδεθεί με το σημερινό camping, τη πεζοπορία και άλλα τέτοια εναλλακτικά. Αυτά όμως είναι όλα περιφερειακά στοιχεία και ήταν πάντοτε για πλούσιους.

Στην εποχή της μισθωτής εργασίας και της ανάπτυξης μιας μεσαίας τάξης οι διακοπές γίνανε και πόθος των φτωχότερων. Το πιο σημαντικό είναι όμως πως αναπτύχθηκε ως τουρισμός. Με τα λόγια του Debord ο τουρισμός είναι η ανθρώπινη κυκλοφορία θεωρημένη ως κατανάλωση. Ταυτόχρονα, είναι και ένα αντίδωρο για την πειθάρχηση και την υποταγή στην μισθωτή εργασία. Η επιβολή της μισθωτής εργασίας δεν ήταν ποτέ ένα εύκολο έργο για τους πρώτους καπιταλιστές, απαιτούσε συνεχώς αναβάθμιση των στρατηγικών τους, ακόμα και ανατίμηση της εργατικής δύναμης και όλο και περισσότερα ανταλλάγματα ακόμα και αν ήταν σε ιδεολογικό επίπεδο. Οι διακοπές, η αίγλη των διακοπών ως προνόμιο των πλουσίων και τώρα πια προσβάσιμες και από άλλες τάξεις δεν είναι λίγο πράγμα. Οι άνθρωποι γενικά, οι εργάτες και οι φτωχότεροι τέλος πάντων δεν πήγαιναν διακοπές γιατί δεν είχαν ανάγκη να διακόψουν τη ζωή τους, την εργασία τους από κάτι. Γιατί μέχρι την κυριαρχία του καπιταλισμού η εργασία και η ζωή δεν είναι απολύτως διαχωρισμένες, ακόμα και για την περίπτωση των ταξιδιών για εποχιακές εργασίες για περισσότερο εισόδημα. Οι άνθρωποι κάποτε δούλευαν όσο είχαν ανάγκη. Και αυτή η ανάγκη καθοριζόταν από τις συλλογικές ανάγκες των κοινοτήτων που ζούσαν. Έτσι οι διακοπές σε αυτό το πλαίσιο δεν έχουν κανένα νόημα. Πολλοί άνθρωποι ζούνε ακόμα έτσι και στην Ελλάδα (όσο και αν οι αθηναίοι μπορεί να το ξεχνάνε). Continue reading