Με δομικά προβλήματα (όπως αυτά που ανέλυσα στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου) υπάρχουν δύο πράγματα που μπορούν και να γίνουν. Και ειδικά με προβλήματα τέτοιου τύπου που το ζήτημα ξεπεράσματός τους δεν είναι απλά ζήτημα πολιτικής απόφασης και δράσης αλλά μιας μακροχρόνιας ειλικρινούς δουλειάς για πράγματα που είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας κοινωνικά, πολιτισμικά και εν τέλει υπαρξιακά και σωματικά.
Το πρώτο (άμεσο) πράγμα που (πρέπει) να κάνουμε – αυτονόητο είναι βέβαια πως τα έχουμε αναγνωρίσει – είναι να θέσουμε σε εφαρμογή τέτοιες λειτουργίες που να προσπαθούν να αίρουν τις πρακτικές αυτές. Και αυτό πατάει στο εξής γεγονός. Ότι για να αλλάξουμε πολιτικά μπορεί να είναι ζήτημα αποτελεσματικής/καλύτερης θεωρίας αλλά για να αλλάξουμε υπαρξιακά μπορεί να μη φτάνει ένα μικρό χρονικό διάστημα ή ακόμα μια γενιά. Επίσης είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει ο άνθρωπος από μια ηλικία και μετά (αυτό μπορεί να ακούγεται άσχημο, αλλά δυστυχώς ισχύει και είναι μετρημένοι στα δάχτυλα οι άνθρωποι που κρατούν τα όπλα της κριτικής και κυρίως της αυτοκριτικής ακονισμένα σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους). Φυσικά το θέμα δεν είναι βιολογικό αλλά πολιτισμικό. Τέτοιες λειτουργίες είναι οι τρόποι που διεξάγουμε τις διαδικασίες μας ώστε να μπορούν όλοι και όλες να μιλάνε ισότιμα αλλά και να νιώθουν ελευθερία στην έκφραση των απόψεων τους, τρόπους που βρίσκουμε να μοιράζεται η γνώση ώστε να μην παγιώνονται οι ρόλοι και οι ιεραρχίες και διάφορα άλλα τέτοια.
Το δεύτερο (μακροπρόθεσμο) είναι να βρίσκουμε νέους τρόπους, που αναλογούν στην κάθε ιδιαιτερότητα (είτε συλλογικότητα, είτε άτομο) ώστε να μπορούμε να ξεπερνάμε αυτά τα πράγματα. Κάποιες αναφορές έχω κάνει πιο παλιά αναφορικά με τη σημασία του βιώματος και της διαφοράς. Πρέπει και να αναθεωρούμε τις διαδικασίες μας, ακόμα κι αν στην αρχή τους ήταν πολύ αποτελεσματικές και να βρίσκουμε νέους τρόπους που μας εκφράζουν είτε εντός διαδικασιών, είτε εκτός. Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε το εξής: ότι το κίνημα πρέπει από τη μια μεριά να είναι αποτελεσματικό στον πόλεμο ενάντια στην εξουσία αλλά από την άλλη πρέπει να πληρώνει υπαρξιακά και κοινωνικά τους αγωνιζόμενους. Όταν βρίσκεται αυτό το μείγμα, τότε έχεις την κατάλληλη εκρηκτική ύλη για να ταρακουνήσεις συθέμελα το όποιο καθεστώς εξουσίας.
Αρνητική ενότητα
Πριν μιλήσω γι’ αυτή την έννοια ενότητας να υπενθυμίσω τα εργαλεία: άρνηση της ταύτισης, κριτική στην ιδεολογία, βίωμα. Υπενθυμίζω και τη χρήση αυτών των εργαλείων για μια έννοια αλληλεγγύης που υποστήριξα πριν αρκετούς μήνες (εδώ θεωρητικά κι εδώ σε έναν πρακτικό αγώνα, της Sanaa Taleb).
Ενώ μέχρι τώρα η επίκληση σε μια μη ευκαιριακή ενότητα με συνέχεια είναι η καταφατική ταύτιση θέσεων και αρχών, με την άρνηση της ταύτισης δεν επιδιώκεις τη συμφωνία στο πόσο αναρχικοί είμαστε αλλά την καθαρή διατύπωση μιας κοινής άρνησης. Αλλά μην παρεξηγηθούμε ότι αυτό είναι πιο εύκολο. Το αντίθετο είναι πιο δύσκολο αλλά σίγουρα πολύ πιο γόνιμο και παραγωγικό. Για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά εύκολο να κάνουμε μια συμφωνία στο ότι θα θέλαμε έναν κόσμο χωρίς τάξεις, όπου η εκμετάλλευση δε θα υπήρχε, η αλληλεγγύη είναι ύψιστη αξία … μπλα μπλα μπλα. Απλό. Περισσότερο με ευχολόγιο μοιάζει μερικές φορές παρά με πολιτική συμφωνία . Το να διατυπώσουμε μια κοινή άρνηση προϋποθέτει ότι αυτό που αρνούμαστε το κατανοούμε με έναν συλλογικό τρόπο. Αν πούμε ενάντια στο κράτος ή ενάντια στην εξουσία πρέπει κάπως να κατανοούμε συλλογικά το κράτος ή την εξουσία. Και εδώ είναι που σταματάει η λειτουργία αυτού του εργαλείου και πρέπει να προσθέσουμε και άλλα. Διότι αν σταματήσουμε εδώ μπορούμε πολύ εύκολα να πέσουμε στην παγίδα να ορίσουμε ταυτοτικά το κράτος και την εξουσία και η πρωταρχική αυτή άρνηση να είναι στοιχείο διάλυσης, όπως και είναι. Και αυτό συμβαίνει επειδή μπήκε από την πίσω πόρτα η ιδεολογία. {Σημαντική σημείωση: Οι ευκαιριακού τύπου συμμαχίες, συναντήσεις, απαντήσεις σε επείγοντα ζητήματα έχουν τέτοια στοιχεία και μπορούμε να μάθουμε πολλά χρήσιμα πράγματα.}
Αφού διατυπώσουμε την κοινή άρνηση έχουμε ως μόνιμο όπλο μας την κριτική στην ιδεολογία. Μια ωραία πρόταση που μ’ αρέσει να χρησιμοποιώ για αρχή είναι πως ο κόσμος δεν είναι. Κατ’ επέκταση το κράτος και η εξουσία δεν είναι. Δεν έχουν ουσία, υπόσταση και όλα αυτά. Δεν μπορεί κάποιος να γίνει φορέας της αληθινής ουσίας τους. Άρα και εξουσιαστής των υπολοίπων. Έτσι, λοιπόν, βασική δουλειά είναι να δείχνεις πως το κράτος, λόγου χάριν, δεν είναι αυτό που παρουσιάζεται κάθε φορά ότι είναι. Δουλειά μας είναι να το αποϊδεολογικοποιούμε ή αλλιώς να το ιστορικοποιούμε. Να το τοποθετούμε μέσα στην ιστορία και τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε, ενεργεί, υπάρχει και αναπαράγεται. Όπως έχω ξαναγράψει η ιδεολογία είναι η μισή δουλειά της εξουσίας. Δε μας νικάνε μόνο με τα όπλα αλλά και με την ιδεολογία. Ιδεολογία και όπλα πάνε χέρι χέρι, το ένα χωρίς το άλλο δε μπορεί να στηρίξει κανένα καθεστώς εξουσίας. Αυτή η κριτική, η συνεχής και μόνιμη κριτική είναι η βασική δουλειά κάθε ριζοσπαστικού κινήματος σε όποια εποχή κι αν αυτό εμφανίζεται. Και κάθε κίνημα ασκεί αυτήν την κριτική με τρόπους που είναι ιστορικά εφικτοί στην εποχή του. Έτσι κι εμείς σήμερα. Βρίσκουμε τα όπλα της εποχής μας.
Αφού όμως το κράτος δεν είναι, τότε πως μπορείς να πολεμήσεις κάτι που δεν έχεις ορίσει. Εδώ περνάμε στο τρίτο εργαλείο/πρακτική που είναι το βίωμα. Ακριβώς επειδή ο κόσμος δεν είναι , ο κόσμος είμαστε εμείς. Είναι δηλαδή γνωστός σε εμάς μέσα από το βίωμα του καθενός. «Το οποίο είναι παράλληλα αποτέλεσμα και δημιουργός κοινωνικών σχέσεων, δεν είναι ούτε αντικειμενικό αλλά ούτε και υποκειμενικό, είναι ιστορικό κατά τρόπο με τον οποίο του καθενός και της καθεμιάς το βίωμα συγκροτεί ένα συλλογικό βίωμα στο οποίο μπορεί ο κάθε άνθρωπος να βρίσκει τον εαυτό του αλλά ταυτόχρονα και όχι ακριβώς. Συνδέεται χωρίς να ταυτίζεται».
Και το βίωμα εκπορεύεται, εκκινά από τη θέση του καθενός. Προφανώς, όλες οι θέσεις δεν μας ενδιαφέρουν το ίδιο αλλά όλες οι θέσεις και άρα όλα τα βιώματα μπορούν να συνεισφέρουν στην κατανόησή μας. Και εδώ έχει μια σημασία να κατανοούμε και να μελετάμε πράγματα από τον κόσμο των αφεντικών και άλλων εχθρών. Εμάς μας ενδιαφέρουν οι θέσεις από τη μεριά των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευομένων και άρα και τα βιώματά τους για δύο λόγους. 1) Για να μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο και τους τρόπους που αλλάζει η κοινωνία ή που κινείται η ιστορία – αν το λέγαμε έτσι. 2) Εξίσου σημαντικό, δώσε βάση! Για να μπορούν τα κινήματά μας να εκφράζουν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ τους από κάτω και όχι κατ’ όνομα, αναφερόμενοι λχ σε κάποιο λαό (όπως κάνουν τελευταία δυστυχώς και κάποιοι αναρχικοί). Και για να είναι πραγματική έκφραση αυτών είναι απαραίτητο να εμπεριέχεται το βίωμα τους και η θέση τους.
Το έχω ξαναγράψει πιο παλιά σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα με τους μετανάστες. Ότι προϋποτίθεται το βίωμα και η θέση να συμπεριληφθούν ατόφια στις κινηματικές διαδικασίες, στο λόγο και στη δράση. Και αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει με την ίδια την παρουσία των υποκειμένων σε αυτό είτε με χώρο που θα έχει ανοίξει ήδη ο όποιος «χώρος», είτε με χώρο που θα δημιουργήσουν βίαια τα ίδια τα υποκείμενα. Σε αυτήν την δεύτερη περίπτωση έχουμε το παράδειγμα των φεμινιστικών ομάδων που ανθίζουν και απαιτούν το χώρο που η πατριαρχία μέσα στα κινήματα δεν επέτρεπε να υπάρξει. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι και λάθος η κριτική στις αποκλειστικές γυναικείες ομάδες.
Η αρνητική ενότητα, λοιπόν, είναι μια ενότητα που τραβάει καθαρά τις γραμμές ανάμεσα στο κίνημα και στους εχθρούς του. Και εντός του κινήματος δημιουργεί έναν νέο πολιτισμό. Όπου η κάθε ομάδα, κάθε συλλογικότητα λειτουργεί σαν ένα κομμάτι του παζλ, ένα μέρος μιας ευρύτερης κίνησης. Όπου η κάθε πολιτική θέση έρχεται να πλουτίσει τα εργαλεία και τις πρακτικές του κινήματος στο σύνολό του. Ο εχθρός δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην ιδεολογική διαίρεση μέσα στα κινήματα. Το κίνημα μπορεί έτσι να είναι συμπαγές και ταυτόχρονα αιχμηρό. Είναι λογικό διαφορετικές πρακτικές να εκφράζουν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές. Και αυτό ακόμα, αν υπάρχει ειλικρίνεια και σοβαρότητα – λέμε τώρα, μπορεί να έχει θετικές συνέπειες. Με την έννοια πως μέσα σε ένα κίνημα θα κυοφορούνται ταυτόχρονα πολλές στρατηγικές, δηλαδή, πολλές δυνατότητες, θα είναι το κίνημα έτοιμο να απαντάει σε κάθε συγκυρία με τη καταλληλότερη από αυτές.
Δεν υπάρχει πρακτική, τρόπος, θεωρία, εργαλείο που να μας είναι άχρηστο ή χρήσιμο εγγενώς. Όλα καθίστανται χρήσιμα σε σχέση με τις συνθήκες και τις ανάγκες. Όπως δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος που να μη μπορεί να είναι χρήσιμος όταν οι συνθήκες (δομές/διαδικασίες/σχέσεις) είναι έτσι διαμορφωμένες ώστε να τον εμπεριέχουν. Έτσι μπορούμε να κρατάμε ζωντανή τη διαφορετικότητα θέτοντας την στην υπηρεσία του κινήματος στο σύνολό του. Περιφρουρώντας ότι εντός του θα δημιουργείται συνέχεια χώρος (με άρνηση και κριτική) για την κάθε ανάγκη των από κάτω, για το ζωντανό έναντι του νεκρού της εξουσίας, που είναι πάντοτε αόριστο και αδύνατο να το ακινητοποιήσεις. Στην εξωτερική πλευρά του κινήματος, δηλαδή, στο κομμάτι της αποτελεσματικότητας του πολέμου, οφείλουμε όμως να είμαστε συνεπείς, ψύχραιμοι και ρεαλιστικοί. Και στον πόλεμο ισχύει το ίδιο. Τίποτα δεν είναι χρήσιμο ή άχρηστο εγγενώς.
Μπορεί αυτό να δουλέψει; Η αλήθεια είναι πως δουλεύει με διάφορους τρόπους. Ειδικά σε καταστάσεις πιο ειδικές και εφήμερες. Ίσως λείπει μια προσπάθεια να το θεωρητικοποιήσουμε και άρα να το εντάξουμε στην πολιτική μας ανάλυση και στρατηγική, να το κάνουμε εργαλείο που μπορούμε να το θέσουμε σε εφαρμογή συνειδητά και με όρους πολιτικής απόφασης και όχι αυθόρμητα απαντώντας στην αναγκαιότητα της συγκυρίας. Εξαιτίας αυτής της έλλειψης γράφω και αυτό εδώ.
Φαντάσου, δηλαδή, έναν Ρουβίκωνα που ενσωματώνει την φεμινιστική κριτική, η δουλειά του μυρμηγκιού που γίνεται από αναρχικούς στις γειτονιές να αντιλαμβάνεται την ανάγκη για απάντηση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό από την αντι-ΕΕ τάση και αντιστρόφως, τον ατομικιστή και τον μηδενιστή να καταλαβαίνει την ανάγκη για αυτόνομο αναρχοσυνδικαλισμό που να απαντάει στα ζητήματα της αναπαραγωγής και της ανάγκης με τρόπο ρεαλιστικό, τους κοινωνικούς να βρίσκουν χρησιμότητα στην μηδενιστική κριτική, όσους είναι ενάντια στο κράτος και στην εξουσία όπως και αν αυτοαποκαλούνται (κομμουνιστές, φεμινίστριες, αναρχικοί, αυτόνομοι, ελευθεριακοί, αντιεξουσιαστές, κτλ) να μπορούν να τραβήξουν αυτή τη γραμμή ανάμεσα σε όλ@ς εμάς και την εξουσία και να ξεπερνάνε το κάθε Εγώ μέσα στο μοίρασμα και τη δημιουργία του κοινού άλλου κόσμου. Και μετά ξύπνησα.