Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κείμενο, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 τα πανεπιστήμια στην ελλάδα λειτούργησαν ως θεσμός ταξικής κινητικότητας προς τα πάνω. Μεγάλο μέρος των φοιτητών προερχόταν από τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας. Οι γονείς δούλευαν ως εργάτες, πολλοί είχαν και την εμπειρία της μετανάστευσης στη Γερμανία (gastarbeiter=φιλοξενούμενοι εργάτες) και άλλες χώρες. Άλλοι μπορεί να ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι και εποχιακοί εργάτες ή αυτοαπασχολούμενοι σε μικρές δουλειές στην πάμφτωχη ελληνική επαρχία των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Με αυτό περίπου το ιστορικό παρελθόν αναπτύσσεται το φοιτητικό κίνημα. Αυτό δεν έγινε γιατί οι φοιτητές μορφωνόντουσαν μέσα στα πανεπιστήμια, διαβάζανε Μαρξ, καταλαβαίνανε τον καπιταλισμό και εξεγείρονταν. Έγινε ακριβώς γιατί έφεραν μαζί τους την ταξική τους καταγωγή. Ήξεραν βιωματικά τι σημαίνει αδικία και φτώχεια, τι σημαίνει αστυνομία και ποιον εξυπηρετεί (οι μνήμες του εμφυλίου και το αστυνομικό κράτος μετά από αυτόν είναι κρίσιμα για την αφήγηση αυτή). Έτσι έχουμε το Πολυτεχνείο και τους αγώνες της δεκαετίας του ’70 με τις αύρες του Καραμανλή στο δρόμο. Και την κυριαρχία της Αριστεράς στα πανεπιστήμια. Το φοιτητικό κίνημα εμφανίστηκε επειδή υπήρχε αυτή η ταξική κινητικότητα. Τους τρόπους με τους οποίους αυτό το κίνημα έσβησε, αφομοιώθηκε ή απέτυχε να αναπτυχθεί παραπέρα και το ρόλο του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς σε αυτή την ιστορία δεν μπορούμε να τους διερευνήσουμε εδώ.
Από κει και πέρα, τις επόμενες δεκαετίες το πρόβλημα στη σχέση φοιτητικού και εργατικού κινήματος είναι ένα αλλά έχει δύο όψεις. Η μια του όψη είναι πως δεν υπήρχε μαζικό οργανωμένο εργατικό κίνημα. Ο συνδικαλισμός και τα κόμματα κάνανε μια χαρά τη δουλειά τους. Τα κόμματα της Αριστεράς περιμένανε την Επανάσταση, νομιμοποιώντας την κρατική πολιτική με την παρουσία τους στο κοινοβούλιο και χτίζοντας καριέρες για τα στελέχη τους. Ο συνδικαλισμός έγινε ένας θεσμός που δούλευε συστηματικά για την ειρήνη ανάμεσα στα αφεντικά και τους εργάτες και ταυτόχρονα ήταν όχημα για τους εργατοπατέρες για κομματική άνοδο και μεταπήδηση στην επαγγελματική πολιτική ή σε άλλους κλάδους. Φυσικά υπήρχαν και εκείνοι οι άνθρωποι που αγωνιζόντουσαν γνήσια χωρίς ιδιοτέλεια αλλά αυτοί ήταν και μειοψηφίες και δεν ακολουθούσαν διαφορετικό δρόμο (από το δρόμο που χάραξε η Πασοκική κουλτούρα). Από την άλλη οι φοιτητές, έχοντας αλλάξει στην πλειοψηφία τους ταξική θέση έγινε μια καρικατούρα του παλιού, μια συναισθηματικά φορτισμένη μίμηση (βλ. κάθε χρόνο τη γιορτή του Πολυτεχνείου). Επαναστατικά λόγια, σημαίες, καταλήψεις και ηγεμονία της Άκρας Αριστεράς, πέσιμο στα λουλουδάδικα στις φοιτητικές πορείες και μετά κλάμα για την αντεπίθεση που δέχτηκαν. (Βασικό πρόβλημα της αριστεράς στην ελλάδα είναι ότι όλοι θέλουν να γίνουν ΚΚΕ στη θέση του ΚΚΕ. Εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ που άλλαξε γνώμη και θέλησε να γίνει ΠΑΣΟΚ.) Βουτηγμένο μέσα στην καταναλωτική κουλτούρα και βιώνοντας τη φοιτητική ζωή ως ένα κενό ανάμεσα στα μαθητικά χρόνια και τα χρόνια της εργασίας, της καριέρας και της προκοπής. Ένα κενό ελευθερίας και εύκολης επαναστατικότητας.
Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί, με κάποιο τρόπο, το κίνημα την περίοδο ’06-’07 όπου υπήρξε μια αναβάθμιση στην ένταση του αγώνα, στους τρόπους που εκφραζότανε αυτό πολιτικά και τέλος στο επίπεδο των συγκρούσεων στο δρόμο (η σχέση και η αλληλόδραση με τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι εδώ). Πέρα από τα άμεσα πολιτικά αποτελέσματα αυτού του αγώνα άφησε παρακαταθήκες σε πρακτικό επίπεδο (το know-how των αγώνων) και εμπειρίες αγώνα που δεν ξεγράφονται από τα σώματα όσων συμμετείχαν. Σε αυτό το σημείο η σχέση φοιτητικού κινήματος και αντιεξουσιαστικού χώρου λειτούργησε βοηθητικά και για τις δύο πλευρές. Αμοιβαίος εμπλουτισμός.
Παραμένει απούσα φυσικά κάποια σύνδεση με εργατικούς αγώνες. Πέρα από το γεγονός ότι το φοιτητικό κίνημα δεν είχε την ωριμότητα να συνδέσει τέτοιους αγώνες, δεν είχε τα αναλυτικά/θεωρητικά εργαλεία γι’ αυτό, υπήρχε και το πρόβλημα της κατάστασης της εργατικής τάξης – που μόνο εργατική τάξη δεν ήθελε να είναι. Τα εργαλεία δεν τα είχε από τη μια μεριά εξαιτίας της ηγεμονίας της Άκρας Αριστεράς αλλά και στη σχέση του με τον αντιεξουσιαστικό χώρο και την ασάφεια και την έλλειψη οργάνωσης και σαφών στρατηγικών από τις οποίες αυτός διακατέχεται. Η σχέση του χώρου με τα εργατικά δεν είναι ως γνωστόν η καλύτερη.
Στις μέρες μας το πανεπιστήμιο δεν είναι ασανσέρ προς ανώτερες τάξεις (στην πλειοψηφία του). Ενώ με τις σπουδές τους οι φοιτητές (και οι οικογένειές τους) έκαναν μια επένδυση στην εργασιακή τους δύναμη, αυτή η επένδυση πέφτει τελικά έξω. Αυτή η βίαιη προσγείωση προς τα κάτω έχει ορισμένα χαρακτηριστικά: (α) οι φοιτητές και κατά τη διάρκεια και μετά τις σπουδές τους κάνουν δουλειές κακοπληρωμένες, με χάλια ωράρια, μετακινούνται συνεχώς σε άλλες, (β) οι δουλειές που κάνουν δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο των σπουδών τους, (γ) δεν υπάρχει κανενός είδους ορίζοντας και προοπτική μέσα από την εργασία τους (επαγγελματική ανέλιξη, συγκέντρωση χρημάτων για κάτι μεγαλύτερο) και (δ) δεν τους ενδιαφέρει καθόλου αυτό που κάνουν. Δεν έχουν μέλλον και το ξέρουν ή το μαθαίνουν μέρα με τη μέρα. Αυτό από μόνο του δεν οδηγεί πουθενά. Υπάρχει ένα κομμάτι, όμως, αυτού του υποκειμένου το οποίο έχει τις εμπειρίες αγώνα από τους φοιτητικούς αγώνες των προηγούμενων χρόνων. Ότι εμπειρίες κι αν είναι αυτές. Κι αυτό το κομμάτι γίνεται βίαια εργατική τάξη. Σε μια εργατική τάξη που δεν έχει (στην τραγική της πλειοψηφία) κανενός είδους οργάνωση και συνείδηση, ούτε στοιχειώδης πολιτική ανάλυση από τη σκοπιά της θέσης της. Το φοιτητικό υποκείμενο που έχει τις εμπειρίες αγώνα (όποιες κι αν είναι αυτές ξανατονίζω) ξέρει τουλάχιστον κάποια βασικά πράγματα. Ξέρει τι σημαίνει συνέλευση, ξέρει να γράφει κείμενα και να αναλύει, να επικοινωνεί, να συνομιλεί, έχει κατέβει στο δρόμο και ένα πιο ριζοσπαστικό κομμάτι ξέρει να κάνει καταλήψεις, να ανοίγει νέους αγώνες, να συγκρούεται στο δρόμο (με ποικίλους τρόπους). Αυτό είναι το κομμάτι μέσα από το οποίο μπορεί να γεννηθεί κάτι χρήσιμο. Όταν μάθαινε για την ταξική συνείδηση, για «φοιτητές και εργάτες ενωμένους», για το κεφάλαιο του μαρξ ήταν όλα κάπως μακρινά, ήταν ένα είδος ίσως πολυτελούς ενασχόλησης (μιας και το πανεπιστήμιο στην ελλάδα δεν δούλευε με τόσο εντατικούς ρυθμούς και είχε πολύ ελεύθερο χρόνο). Τώρα είναι πλέον καθημερινό του βίωμα και άμεση ανάγκη. Και αυτό το υποκείμενο έχει τα θεωρητικά εργαλεία (έστω στραβά και κουτσουρεμένα) να αναλύσει την πραγματικότητα, να ανοίξει αγώνες. Επίσης, έχει σύνδεση με τους φοιτητές που τώρα είναι στα πρώτα τους χρόνια λόγω ιδιοσυγκρασίας και εγγύτητας στο τρόπο ζωής, λόγω ηλικίας και λόγω εδάφους (μιας και πολλοί/ες φοιτητές/ριες μένουν μετά στην πόλη που σπουδάσανε, κυρίως στην Αθήνα). Έτσι, αυτό το κρίσιμο υποκείμενο έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει γόνιμα και τους εργατικούς και τους φοιτητικούς αγώνες.
Το μεταναστευτικό που κολλάει εδώ?
Σε αυτή την εξίσωση φοιτητικού – εργατικού δεν έχουμε συλλογικά κάνει μια επιπλέον σύνθεση. Και αυτή είναι με το μεταναστευτικό. Στην ελλάδα υπάρχουν μετανάστες. Η ελλάδα είναι και οι μετανάστες της. Εδώ και δεκαετίες. Οι μετανάστες στη πλειοψηφία τους κάνουνε τις σκατά δουλειές. Σημαντικό τμήμα των μεταναστών 2ης γενιάς έχει σπουδάσει και σπουδάζει στα πανεπιστήμια και συμμετέχει στα κινήματα και στους αγώνες. Έχοντας αυτό το κομμάτι σε μεγάλο βαθμό προσαρμοστεί (παιδιά που γεννήθηκαν ή/και μεγαλώσανε από μικρά εδώ), μιλάνε τα ελληνικά ως ιθαγενείς, έχουν τις συνήθειες και την κοινωνικοποίηση που έχουν και οι έλληνες υπήκοοι και δεν είναι αποκλεισμένοι (κοινωνικά, οικονομικά) στο βαθμό που είναι οι μετανάστες που έρχονται τα τελευταία χρόνια. Αυτό το υποκείμενο είμαστε εμείς. Γι’ αυτό και σε προηγούμενο κείμενο αναφέρω ότι «Πρέπει να πάψουμε να μιλάμε για τους μετανάστες. Να αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή, τους μετανάστες ως κάτι εξωτερικό προς εμάς. Είμαστε οι μετανάστες. Συμπεριφερόμαστε λες και ανάμεσα στο ελληνόφωνο κίνημα δεν υπάρχουν μετανάστες/ριες. Δεν εμπεριέχουμε το βίωμα, για παράδειγμα, των μεταναστών δεύτερης γενιάς στις διαδικασίες μας, στα πολιτικά μας περιεχόμενα και στο λόγο μας. Ας πάψουμε μια και καλή να κάνουμε πράγματα γι’ αυτούς αλλά να κάνουμε πράγματα με αυτούς, να κάνουμε πράγματα ως μετανάστες.»
Οι μετανάστες αυτοί δεν βάζουν πολύ συχνά αυτή τους την ταυτότητα μπροστά στους αγώνες. Και αν ήταν ζήτημα ταυτότητας τότε καλά κάνουν και δεν το κάνουν (βλ. the project). Το θέμα είναι ότι δεν βάζουν μπροστά το βίωμα τους, δεν κάνουν ορατό τον κόσμο από τη σκοπιά τους. Και δεν εμπλουτίζεται ο αγώνας από αυτή τη σκοπιά. Γι’ αυτό μιλάμε ακόμα «για τους μετανάστες» ως κάτι εξωτερικό προς εμάς, σε μια χώρα που έχει τόσους πολλούς μετανάστες. Για το γεγονός αυτό φυσικά δεν ευθύνονται (αποκλειστικά τουλάχιστον) οι ίδιοι. Αλλά οι δομές, οι διαδικασίες και οι τρόποι που είναι συγκροτημένα τα κινήματά μας, οι πολιτικές ομάδες, οι συνελεύσεις. Έχει ως κέντρο την αφήγηση του έλληνα άντρα. Έτσι οι διαδικασίες μας πρέπει να αναδιαμορφωθούν, να αναβαθμιστούν ώστε να εμπλουτίζονται από τις διαφορετικές ιστορίες, θέσεις και βιώματα.
Το φοιτητικό, το εργατικό και το μεταναστευτικό που παρουσιάζονται ξέχωρα στις αναλύσεις μας θα εμφανιστούν μέρος της ίδιας ανάλυσης αν προωθήσουμε την βιωματική αφήγηση των ίδιων των υποκειμένων. Χωρίς μεγάλες και τρανές θεωρητικές αναλύσεις ακαδημαϊκών, αμέσως αμέσως μπορούμε να παράξουμε τη θεωρία μας που τραβάει μια γραμμή και ενώνει αυτά τα τρια με τρόπο συμπαγή και συνεκτικό.
{Σημείωση: δεν είναι το φοιτητικό υποκείμενο ένα πράγμα (όπως όλα). Είναι πολλά. Εδώ αναφερόμαστε μόνο στο κομμάτι «φοιτητές» που γίνονται εργάτες διαφόρων βαθμίδων. Όπως το πανεπιστήμιο λειτουργεί ως τμήμα ειδίκευσης, λειτουργεί και ως στελέχωση της κρατικής καταστολής, διοίκησης, των δικαστηρίων καθώς επίσης και στο κομμάτι της οργάνωσης της εργασίας και της διευθύνουσας τάξης. Με μια πρόταση. Όπως το πανεπιστήμιο βγάζει εργάτες, βγάζει και μπάτσους και αφεντικά. }
Ένα θέμα¹ φυσικά είναι να ξεπεράσει τα κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι διάφορες παραφυάδες του «βοηθάνε» όσο μπορούν σε αυτό. Όπως επίσης και η παραδοσιακή εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Και το μεγάλο μερίδιο ευθύνης πέφτει στα δικά μας κινήματα, να εργαστούμε σκληρά, να μάθουμε και να ερευνήσουμε για την κατάσταση της εργατικής τάξης στο σήμερα, να αναπτύξουμε καινούρια εργαλεία ανάλυσης και να χτίσουμε αθόρυβα και αυτόνομα ένα κίνημα που να αρμόζει στην εποχή του.