Black Athena

Σημειώσεις για τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό (#2): Όπου δεν φτάνει το γκλομπ του μπάτσου, φτάνει το έργο του καλλιτέχνη

Δείξε μου που πάει το υπερπροϊόν σου, να σου πω ποιος είσαι!

Ας ξεκινήσουμε με μια κοινοτοπία. Το πέρασμα από τις κοινότητες των τροφοσυλλεκτών και γενικά από τις κοινότητες που αγωνιζόντουσαν καθημερινά για να εξασφαλίσουν την ελάχιστή επιβίωσή τους στις κοινωνίες που μπορούσαν να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου και να αποκτήσουν πιο σταθερούς θεσμούς όπως τους καταλαβαίνουμε σήμερα, έγινε επειδή υπήρχε περισσότερη τροφή απ’ όση χρειαζόντουσαν άμεσα. Αυτό που λέμε υπερπροϊόν. Ο Μαρξ, νομίζω, είπε ότι πρέπει να δούμε πως παράγεται και με ποιους τρόπους διανέμεται αυτό το υπερπροϊόν για να καταλάβουμε την οργανωτική δομή και τις σχέσεις εξουσίας μιας κοινωνίας. (Ακόμα κι αν δε το είπε ο Μαρξ δε χάνει την αξιοπιστία του). Δεν υπάρχει καμιά έννοια κοινωνίας, όπως την ξέρουμε, χωρίς την παραγωγή πλούτου, χωρίς να έχεις γεμίσει τις αποθήκες με τροφή. Πλούτος από το «πίμπλημι» που σημαίνει «γεμίζω».

«…ο πλούτος δεν παράγει μόνο πολιτισμό, παράγει καταρχάς και κατά κύριο λόγο… ζωή. Ο θνητός άνθρωπος θέλει να είναι πλούσιος γιατί ξέρει, έστω και αν δεν το έχει συνειδητοποιήσει εντελώς την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος, πως ο πλούτος είναι μια κίνηση απομάκρυνσης από το θάνατο, μια δυνατότητα προφύλαξης από τον πρόωρο θάνατο, πράγμα που είναι καταφάνερο και στην καθημερινή ζωή: όποιος έχει λεφτά όχι μόνο τρώει καλύτερα και υγιεινότερα, αλλά κάνει και κυτταροθεραπεία ή πληρώνει καλούς και ακριβούς γιατρούς για ένα καλό σέρβις της χαλασμένης του βιομηχανής».¹

Ο πλούτος ή το υπερπροϊόν είναι απαραίτητο στοιχείο για μια κοινωνία που θέλει οι άνθρωποι να μην είναι δεμένοι στην ανάγκη, στην έλλειψη, στον αγώνα για την ελάχιστη επιβίωση. Για μια κοινωνία όπου τα μέλη της θα μπορούν να καλλιεργούν και άλλες ικανότητες και επιθυμίες, που θα μπορούν να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητά τους και σε άλλες δραστηριότητες πέρα από τις καινοτομίες που επιτάσσει η επιβίωση. Για να έχουν ελεύθερο χρόνο να γλεντάνε και να ερωτεύονται. Επομένως, τον πλούτο τον θέλουμε. Ο τρόπος που διανέμεται είναι το πρόβλημα.

Σημείωση: σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε το εξής πολύ σημαντικό για τον καπιταλισμό. Μια από τις μεγάλες του επιτυχίες/καινοτομίες που τον κάνει επιθυμητό είναι ότι «απελευθέρωσε» την οικονομική κοινωνική δραστηριότητα από την αλυσίδα της ανάγκης, οπότε άφησε χώρο για την ανθρώπινη δημιουργικότητα και επιθυμία να ανθίσει. Φυσικά αυτά μόνο από κάποια τάξη και πάνω, κυρίως στο επίπεδο της δημιουργίας και του σχεδιασμού των εμπορευμάτων (με την γενική έννοια) και προσδένοντας αυτήν την δραστηριότητα στο κέρδος των αφεντικών. Το ότι την απελευθέρωσε από την αγωνία της ανάγκης και της έλλειψης είναι ένα στοιχείο το οποίο θα πρέπει να κρατήσουμε για την κοινωνία που θέλουμε. Που θα την προσδέσουμε εμείς είναι το θέμα. Τέλος σημείωσης.

Η Τέχνη

Αυτή είναι μια ασυνήθιστη εισαγωγή για το ζήτημα της τέχνης και της κουλτούρας αλλά κατά τη γνώμη μου απαραίτητη για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε σε βάθος (και) από τη σκοπιά μας.

Οπότε. Προϋπόθεση της ύπαρξης της τέχνης και του πολιτισμού/κουλτούρας όπως τον ξέρουμε είναι η παραγωγή υπερπροϊόντος. Ή αλλιώς, χρόνος και χώρος για δημιουργικότητα και έκφραση. Αυτό είναι η τέχνη υπό το πρίσμα μιας επιφανειακής ερμηνείας. Είναι εκείνη η δραστηριότητα που διοχετεύεται η ανθρώπινη έκφραση και δημιουργικότητα. Το τονίζω γιατί είναι πολύ σημαντικό. Γι’ αυτό και η τέχνη ελκύει τους δημιουργικούς ανθρώπους και γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι των κινημάτων μας ασχολούνται ενεργά με καλλιτεχνικά πράγματα. Διότι είναι δημιουργικοί. Και αντιστρόφως γι’ αυτό ασχολούνται και με τα κινήματα. Διότι τα κινήματα εκφράζουν το ζωντανό, το δημιουργικό απέναντι στο νεκρό που είναι το κεφάλαιο και οι σχέσεις εξουσίας (όχι για όλους). Υπάρχει ένα ερώτημα ανοιχτό του κατά πόσον τα κινήματά μας είναι δημιουργικά ή όχι σήμερα, στο εδώ και στο τώρα.

Σε όλα τα συστήματα εξουσίας (αυτοκρατορίες, κράτη) έχουμε υπερπροϊόν και έχουμε και Τέχνη. Στην αρχαία Αίγυπτο έχουμε, στην αρχαία Ελλάδα φουλ (εφευρέθηκε το θέατρο!!), Αναγέννηση, Διαφωτισμοί, Μεσαίωνες, κράτη, στο φασισμό είχανε τέχνη, σήμερα έχουμε τέχνη. Αυτή είναι η μια ιστορία της Τέχνης. Η Τέχνη και ο πολιτισμός των από τα πάνω.

Υπάρχει και η ιστορία των από τα κάτω. Το γλέντι, το δημοτικό τραγούδι, η ερασιτεχνική κομπανία, η ζωγραφική στα σπήλαια, το graffiti και πολλά άλλα. Τι έχουμε εδώ; Την ανθρώπινη δημιουργικότητα και έκφραση. Και εδώ μπαίνει το αγαπημένο θέμα όλων των φίλων της Τέχνης (που έχουν αρκετό ελεύθερο χρόνο και χρήμα για να το θέτουν και να το συζητάνε για ώρες): τι είναι Τέχνη;

{Τέχνη είναι τα γλυπτά του παρθενώνα. Είναι οι ελευθέριες τέχνες των αρχαίων ελλήνων και οι παραγγελίες στον Μιχαήλ Άγγελο. Είναι δηλαδή η δημιουργική έκφραση των αφεντικών στον πολύ ελεύθερο χρόνο που έχουν – αφού κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ελέγχουν την διανομή του υπερπροϊόντος. Μα ένας σύγχρονος καλλιτέχνης και άνθρωπος θα μας πει πως τέχνη είναι και ο βιολιντζής στο χωριό μου τη δεκαετία του ’50 που ήταν αυτοδίδακτος, τέχνη είναι και η παιδική ζωγραφιά και άλλα τέτοια. Δύο απαντήσεις σε αυτή την μεταμοντέρνα αφήγηση: α) Όλα αυτά, ας την πούμε λαϊκή τέχνη, αναγνωρίστηκαν ως τέτοια μετά την άνθηση διαφόρων κλάδων (ιστορία τέχνης, λαογραφία κτλ) σε μια προσπάθεια να εντάξουν την ανθρώπινη πολιτισμική κληρονομιά υπό τη σκέπη του παγκόσμιου καπιταλισμού (η Unesco κάνει αυτή τη δουλειά). Προηγείται δηλαδή η αναγνώρισή τους από τους θεσμούς των αφεντικών. Και την ίδια στιγμή που το κάνουν, εκείνη τη στιγμή την διαχωρίζουν και την αποσπούν από αυτό που τη γέννησε. Την αυθόρμητη δημιουργική έκφραση. Η σύγχρονη περίπτωση του graffiti και της hip-hop μουσικής είναι ενδεικτικές. β) αυτή η αφήγηση αποϊστορικοποιεί την Τέχνη και την μεταθέτει σε ένα αφηρημένο επίπεδο πλατωνικών ιδεών. Διαδικασία που μόνο βλαβερή μπορεί να είναι για εμάς τους από τα κάτω. Εμείς χρειαζόμαστε την ιστορία.}

Λάθος ερώτημα. Το «τι είναι Τέχνη» περισσότερο προσπαθεί να ορίσει τι δεν είναι Τέχνη. Διότι πρέπει να ξεχωρίσουν οι καλλιτέχνες από τους μη-καλλιτέχνες, από τους βρωμιάρηδες και ακαλλιέργητους. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το θέμα με το ερώτημα ορισμού της Τέχνης είναι ότι προϋποθέτει τον διαχωρισμό της από κάτι άλλο που δεν είναι, από άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Τον διαχωρισμό, δηλαδή, της ανθρώπινης δημιουργικότητας και έκφρασης από το κοινωνικό επίπεδο σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της Τέχνης. Και αυτό είναι σωστό από μια σκοπιά. Από τη σκοπιά του διαχωρισμού που έχει ήδη γίνει στην παραγωγή. Για το κεφάλαιο, η απόσπαση της ζωντάνιας, της δημιουργικότητας και της έκφρασης είναι κάτι που ήδη αποσπάται μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Και έτσι μπορεί να μετασχηματίζεται σε εμπόρευμα, κεφάλαιο και τελικά κέρδος. Και φτάνουμε στο ζουμί της υπόθεσης.

Η Τέχνη είναι εκείνος ο χώρος και ο χρόνος όπου το κεφάλαιο και το κράτος ορίσανε ώστε να διοχετεύεται η ανθρώπινη δημιουργικότητα και έκφραση που απομένει στους ανθρώπους όταν βρίσκονται εκτός παραγωγής. Επομένως, το ερώτημα «τι είναι Τέχνη;» είναι απολύτως νόμιμο και θεμιτό από τη μεριά του κράτους. Το γεγονός ότι το ψάχνουν και χαμηλόβαθμοι υπήκοοί του είναι ένα θέμα που πρέπει άμεσα να αναλογιστούν.

Οπότε έχουμε απόσπαση της ζωντάνιας στην παραγωγή και έχουμε και απόσπαση της ζωντάνιας ή έστω υπαγωγή της στη σχέση κεφάλαιο και στο χρόνο/χώρο εκτός παραγωγής. Και έχει και συνέχεια. Πέραν του ότι συνιστά αποστείρωση, απομόνωση της ανθρώπινης ζωντάνιας σε περιορισμένους χρόνους/χώρους, αποκοινωνικοποιημένους υπάρχει και μια άλλη παράμετρος εξίσου σημαντική. Πριν πάμε σε αυτήν, να τονίσω πως με αυτή την οπτική μπορούμε πολύ καλά να κατανοήσουμε πως και γιατί τα πιο ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα (πχ. dada, καταστασιακοί) προσπάθησαν να προτάξουν είτε το «όλα είναι τέχνη», είτε τη «δημιουργία καταστάσεων» και το ξεπέρασμα της τέχνης. Προσπάθησαν δηλαδή να επαναφέρουν την δημιουργικότητα στην κοινωνία, να σπάσουν τον διαχωρισμό που έχει ήδη επιβληθεί. Αλλά πως να σπάσεις τον διαχωρισμό, αν δε το σπάσεις πρώτα στην παραγωγική διαδικασία, σε αυτό που σου εξασφαλίζει την αναπαραγωγή; Αυτό είναι και το αδιέξοδο της Τέχνης που καταλήγει πάντοτε στην οικειοποίηση από το κράτος (πχ. κρατική έκθεση για τον Debord στο Παρίσι το 2013).

Πάμε στην εξίσου σημαντική παράμετρο τώρα. Οι τέχνες διδάσκονται. Δηλαδή, οι άνθρωποι εκπαιδεύονται. Εκπαιδεύονται στις τέχνες. Εκπαιδεύονται, δηλαδή, στη δημιουργικότητα και την έκφραση. Μαθαίνουν τεχνικές. Αυτό έχει δύο πλευρές. Από τη μια, το να μαθαίνεις τεχνικές σου ανοίγει δυνατότητες – αυτό συμβαίνει με όλων των ειδών τις τεχνικές (επεξεργασία ξύλου, σεξουαλικές πρακτικές κτλ). Αλλά το να σου ανοίγονται δυνατότητες δε λέει κάτι. Και το κεφάλαιο ψάχνει συνέχεια νέες δυνατότητες επένδυσης κεφαλαίων. Θέλω να πω πως δεν έχει αξία από μόνο του. Από την άλλη μεριά, η εκμάθηση τεχνικών γύρω από τη δημιουργικότητα/έκφραση καταστέλλει δυνατότητες. Δυνατότητες που θα είχαν αναπτυχθεί με την ελεύθερη συμβίωση των ανθρώπων σε συνθήκες αυτοοργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής. Όπως στον έρωτα όπου οι δυνατότητες αυτής της συνάντησης δε χωράνε σε μοτίβα, τεχνικές και προκαθορισμένους δρόμους και παρ΄όλα αυτά είναι ανοιχτές και άπειρες. Εκπαιδεύει τους ανθρώπους σε μια πολύ κρίσιμη πλευρά της ανθρωπινότητας.

Και το κάνει αυτό στο χώρο και στο χρόνο εκτός παραγωγής. Σε εκείνο το χώρο και το χρόνο που ο άνθρωπος θα ανέπτυσσε ελεύθερα, μακριά από τη σχέση κεφάλαιο, την δημιουργικότητα και τις ελεύθερες σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Το κρατάμε αυτό.

Μέχρι εδώ ασχοληθήκαμε με την καλλιτεχνική δραστηριότητα καθεαυτή. Αυτή έχει για το πολύ κόσμο μια χαλαρή έννοια αλλά το πιο σοβαρό της κομμάτι δεν είναι απλά δραστηριότητα, είναι παραγωγή. Το προϊόν όλης αυτής της δραστηριότητας/παραγωγής δεν πάει χαμένο. (Λέω δραστηριότητα/παραγωγή γιατί ακόμα και αν επαγγελματικά δεν είναι παραγωγή και η δραστηριότητα μακροπρόθεσμα φέρνει αποτελέσματα στην παραγωγή). Το προϊόν αυτό διοχετεύεται ως εμπόρευμα στον κόσμο της κατανάλωσης και ως ουσιαστικό κομμάτι της κοινωνίας του θεάματος. Δεν θα αναφερθώ με λεπτομέρειες σε αυτή τη λειτουργία. Θα αναφερθώ στο πιο κρίσιμο. Την αποίκηση του χρόνου και του χώρου εκτός παραγωγής εκ νέου. Πέραν των καλλιτεχνών, το θέαμα, ο πολιτισμός και οι τέχνες απλώνονται πάνω στο κόσμο «πέρα από το εργοστάσιο», σε αυτό που θα λέγαμε δημόσιο και εκπαιδεύει, μαθαίνει, παιδαγωγεί με τη σειρά του τους ανθρώπους πώς να αισθάνονται, να βιώνουν τη σχέση τους με τον κόσμο (ιδεολογία) και τους άλλους ανθρώπους, πώς να ντύνονται, πώς να αντιλαμβάνονται την αυτοεικόνα τους, πώς να γαμιούνται. Η καλλιέργεια των ανθρώπων, έχουμε όλοι μάθει πως θέλει και λίγο τέχνη για να στεριώσει. Και τα αφεντικά εδώ εννοούν σωστούς τρόπους συμπεριφοράς, τρόπους πειθάρχησης.

Μια παράγραφο πιο πάνω είπαμε να κρατήσουμε κάτι. Αυτό που πετυχαίνει για τους καλλιτέχνες το κράτος (άρτος και θεάματα) το πετυχαίνει και για τους υπόλοιπους. Σε αυτόν τον χώρο και το χρόνο που μας απομένει εκτός παραγωγής, που θα αναπτύσσαμε τον άλλο κόσμο ενάντια στο κράτος, τις άλλες σχέσεις, που θα έπρεπε να κόβουμε σιγά σιγά την αλυσίδα που μας δένει στη σχέση κεφάλαιο.

Και γιατί μας νοιάζουν όλα αυτά στην ελλάδα του 2016;

Μήπως μοιάζουν λίγο μακρινά σε μια κοινωνία που φτωχοποιείται βίαια; Μας νοιάζουν για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί όλο αυτό χτίζει την ιδεολογία, την φανταστική σχέση των ανθρώπων με τον κόσμο γύρω τους και η ιδεολογία και το φαντασιακό είναι η μισή δουλειά του καθεστώτος. Και την κάνει πολύ πετυχημένα σε όλη τη Δύση με όλους αυτούς τους τρόπους. Η άλλη μισή είναι η βία και η καταστολή. Ο δεύτερος λόγος, είναι ότι πολλοί άνθρωποι που ασχολούνται με τα κινήματα, ασχολούνται και με τις τέχνες. Όταν πέρασα από την κατάληψη της Λυρικής τον Δεκέμβρη ’08, είχε πει ένας καλλιτέχνης (με ένα φουλάρι τυλιγμένο χαλαρά στο λαιμό του) πως «η τέχνη δεν κάνει Επανάσταση αλλά μπορεί να την φέρει». Και τον πίστεψα. Υπάρχει, λοιπόν, μια αντίληψη ότι η τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει για την «επανάσταση». Να τεθεί στην υπηρεσία των σκοπών της. Το πιο σχετικό με τα κινήματά μας, είναι η εμπειρία – ειδικά από τα κινήματα στη βόρεια Ευρώπη – της σχέσης καταλήψεων, κοινωνικών κέντρων και τεχνών, πολιτισμού. Η βαθιά ήττα και αφομοίωση τους από το κράτος είχαν σαν κεντρικό όχημα το πολιτισμό. Και αυτό σύμφωνα με την παρούσα ανάλυση είχε και ένα εγγενές στοιχείο (που δεν έχουμε χώρο να το αναπτύξουμε εδώ). Επειδή, όλα αυτά τα εγχειρήματα βάζουν τις τέχνες πολύ κεντρικά για να κάνουν τους χώρους ανοιχτούς και ελκυστικούς στην κοινωνία αλλά και για να εκφράσουν μέσα εκεί την δημιουργικότητά τους χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο αντιδραστική είναι η ενασχόληση με την τέχνη ως διαχωρισμένη δραστηριότητα. Χρειαζόμαστε απαραίτητα την δημιουργικότητα αλλά μας είναι άχρηστη και επικίνδυνη διαχωρισμένη και αποσπασμένη από αυτόν που την γεννά. Την ζωντανή κίνησή μας.

Για όλα αυτά στον ανεπτυγμένο δυτικό καπιταλισμό (στα νότια βαλκάνια δεν είμαστε ακριβώς αυτό) η τέχνη και το θέαμα είναι υπ’ αριθμόν ένα εχθρός μας. Γιατί ακριβώς αποικίζει τον χωροχρόνο εκείνο που μπορούμε να αναπτύξουμε τα πάντα. Τις σχέσεις, τα στέκια, την φαντασία, τις υλικές συνθήκες και τους έρωτες με τα οποία μπορούμε να αντισταθούμε και στο κομμάτι της καταστολής αλλά κυρίως να αποδομήσουμε το μισό κομμάτι του εξουσιαστικού κόσμου που είναι το κομμάτι της ιδεολογίας.

Με την έννοια πως σε μια κοινωνία ελεύθερη δεν θα υπάρχει κάτι διαχωρισμένο που θα λέγεται Τέχνη. Θα υπάρχει η ανθρώπινη δημιουργικότητα και έκφραση που θα αναδύεται μέσα από όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες από το σεξ ως την εργασία και από τη μαγειρική μέχρι το γλέντι.

¹ Β. Ραφαηλίδης, «ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2000 (σ.50-51)

One thought on “Σημειώσεις για τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό (#2): Όπου δεν φτάνει το γκλομπ του μπάτσου, φτάνει το έργο του καλλιτέχνη

Leave a Reply

Your email address will not be published.