Στα κινήματα μας (αναρχικά, αυτοοργάνωσης, αυτονομίας) η εναντίωση στην ιεραρχική οργάνωση είναι ένα θεμελιώδες κεκτημένο και αυτονόητο ζητούμενο. Στην πράξη οι περισσότερες δομές μαστίζονται από άτυπες ιεραρχίες και σχέσεις εξουσίας που απορρέουν από αυτές και είναι λίγες γενικά οι περιπτώσεις όπου τα θέματα αντιμετωπίζεται σοβαρά, με ειλικρίνεια και χωρίς να μετασχηματίζονται σε προσωπικές κόντρες και συγκρούσεις που οδηγούν σε διασπάσεις. Ακόμη λιγότερες είναι οι περιπτώσεις όπου αυτό συμβαίνει και βοηθάει στο ξεπέρασμα τέτοιων προβλημάτων, δηλαδή, σε μια συνεχή επαγρύπνηση και ετοιμότητα για την αντιμετώπισή τους.
Το αφετηριακό σημείο δεν μπορεί παρά να είναι πως όλες/οι παράγουμε και αναπαράγουμε σχέσεις ιεραρχίας καθώς είμαστε παιδαγωγημένες από αυτόν τον κόσμο και όχι από άλλον. Αυτό που συμβαίνει πολλές φορές είναι ομάδες και συνελεύσεις να διακηρύσσουν στα ιδρυτικά τους κείμενα ότι είναι ενάντια στην ιεραρχία και να ξεκινάνε σα να θεωρούν ότι επειδή το διακήρυξαν έγινε και πραγματικότητα. Ενώ είναι κάτι που παλεύεται κάθε μέρα, σε κάθε συνέλευση και δραστηριότητα. Το γεγονός ότι δεν ξεκινάμε με δεδομένο ότι σχετιζόμαστε ιεραρχικά με τους άλλους δεν μας επιτρέπει να μπορούμε να είμαστε σε αυτή την απαραίτητη επαγρύπνηση.
Η αναφορά γίνεται για όλων των ειδών τις ιεραρχίες όπου καθεμιά από αυτές θα άξιζε και ένα ξεχωριστό κείμενο. Ιεραρχία με βάση το φύλο, την ηλικία, την ικανότητα (ableism), την εθνικότητα, ιεραρχία στη βάση της εμπειρίας, της ειδημοσύνης, των χρόνων συμμετοχής σε ένα εγχείρημα, της τάξης, της πολιτισμικής ταυτότητας ή κουλτούρας.
Σε αυτό το άρθρο θα κάνουμε μια διάκριση που μπορεί να φανεί χρήσιμη για τις διαδικασίες μας. Θα αναλύσουμε την ιεραρχία και την αντι-ιεραρχία ως καθεστώς και ως εργαλείο.