Tag Archives: αλληληεγγύη

Το μεταναστευτικό και το Παρίσι (και οι 5 της Αγ. Παρασκευής)

Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό

Ο διαχωρισμός που κάνει το κράτος ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες έχει νομικές, εργασιακές, οικονομικές και ιδεολογικές λειτουργίες. Έχουν (ευτυχώς) γραφτεί ήδη πολλά και αξιόλογα από τη μεριά της άρνησης αυτού του διαχωρισμού. Στα σύνορα αυτός ο διαχωρισμός παίρνει υλική μορφή απάνω στα σώματα των ανθρώπων όπου οι έννοιες του κράτους κυριαρχούν με τον πιο άμεσο τρόπο. Το μισό της κρατικής κυριαρχίας, για να το πούμε απλοϊκά, πέρα από τα όπλα και την καταστολή είναι η επιβολή της δικιάς του κοσμοαντίληψης, της ιδεολογίας του.

Ο πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκαστικά φεύγει από κάπου και αυτό το «αναγκαστικά» γίνεται αντιληπτό με την έννοια του αναπόδραστου. Ο πόλεμος παρουσιάζεται περίπου όπως είναι μια φυσική καταστροφή. Η φυσική καταστροφή (ένας τυφώνας, μια πλημμύρα) παρουσιάζεται πάντα με αυτόν τον τρόπο. Ως ένα γεγονός που δεν βλέπει διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και είναι καταστροφικό. Έτσι η φυσικοποίηση του πολέμου είναι προβληματική από το παράδειγμα που χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει την μεταφορά. Μια φυσική καταστροφή δεν είναι μια καταστροφή για όλους αλλά για τους φτωχούς που δεν έχουν τις κατάλληλες τεχνικές υποδομές για να προστατευθούν. Έτσι και ο πόλεμος και οι συνέπειές του – σχετικά με το θέμα των προσφύγων – έχει ταξικά χαρακτηριστικά (πέραν του ότι ο πόλεμος διεξάγεται ως ταξικός). Ο πρόσφυγας είναι, λοιπόν, για το κράτος ο άνθρωπος που δεν είχε διέξοδο. Και γι’ αυτό είναι δικαιολογημένος. Και γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι ένας από μας, θα μπορούσες να είσαι κι εσύ στη θέση του. Κυκλοφόρησαν φωτογραφίες που δείχνουν την Δαμασκό πριν και μετά τον πόλεμο ενισχύοντας αυτή την εικόνα περί φυσικής και αναπόδραστης καταστροφής. Η Δαμασκός και οι κάτοικοι ήταν κανονικοί άνθρωποι που είχαν κανονικές ζωές και όχι βρωμιάρηδες και φτωχοί. Από την άλλη, ο μετανάστης θεωρείται ως αυτός που επέλεξε να φύγει από τον τόπο του. Δεν ήταν αναπόδραστη η φυγή του, είχε επιλογή και γι’ αυτό μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γι’ αυτή του την απόφαση.

Πέρα από το έωλο του πράγματος γύρω από το πότε κάτι είναι αναπόδραστο και πότε όχι και ποιος το κρίνει αυτό¹, εδώ συντελείται μια συγκεκριμένη λειτουργία. Η λειτουργία της ταύτισης. Αυτό έχει δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, η ταύτιση ως πράξη εγγύτητας και από την άλλη η άρνηση της ταύτισης ως πράξη ξένωσης. Αυτές οι δύο κατευθύνσεις της λειτουργίας της ταύτισης είναι κάτι που το κράτος και η εξουσία γενικά καταφέρνει να μας επιβάλλει. Και αυτό φαίνεται καθαρά στο λόγο των κινημάτων που ψάχνει να βρει ομοιότητες για να μπορέσει να έρθει κοντά με τους μετανάστες. «Είμαστε όλοι μετανάστες». Άλλοι ψάχνουν τον όμοιό τους ταξικά. Στην περίπτωση των προσφύγων το κράτος εισάγει τον διαχωρισμό επιτυγχάνοντας μια τέτοια ταύτιση και γι’ αυτό και μια τέτοια μαζική εγγύτητα και αλληλεγγύη τους τελευταίους μήνες (μαζική δεδομένης της ξενοφοβικής και ρατσιστικής ελληνικής πραγματικότητας). Οι μετανάστες, ως αιωνίως ξένοι, ως κάποια παράσιτα, παραμένουν αόρατοι παρόλο που πνίγονται στα σύνορα τόσα χρόνια τώρα και παρόλο που ζουν ανάμεσά μας – και εδώ εννοώ αόρατοι και για τα κινήματά μας και εντός αυτών.

Το ζήτημα του ολοκληρωτισμού

Ο ολοκληρωτισμός έχει δύο βασικά προβλήματα: 1) δεν γίνεται αντιληπτός ως τέτοιος στην ίδια του την εποχή με τρόπο μαζικά/κοινά/καθολικά αποδεκτό. Και αυτό είναι βασικό του χαρακτηριστικό. Δεν θα ήταν ολοκληρωτισμός αν οι υπήκοοί του θεωρούσαν ότι είναι. Και 2) κάθε φορά παίρνει διαφορετικές ιστορικές μορφές με αποτέλεσμα οι αναλογίες με το παρελθόν, οι προσπάθειες να βρεθούν ομοιότητες με αυτό να μην είναι ποτέ επαρκείς. Γι’ αυτό το λόγο οι ιδεολογίες δεν είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο για να περιγράψουμε τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Το να μιλάμε για «σύγχρονο φασισμό» ξυπνάει κάποια αντανακλαστικά αλλά ούτε πείθει σοβαρά, ούτε και περιγράφει την κατάσταση με ακρίβεια. Continue reading