Εκσυγχρονισμός – μια ιδεολογία για «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν»
Στις αρχές της δεκαετίας των ’00 και λίγο πριν, ξεκίνησε μια επίθεση από τη μεριά του κεφαλαίου στην Ελλάδα προς τις εργαζόμενες τάξεις με σκοπό – τι άλλο! – την αύξηση των κερδών τους. Βλέποντας πως υπήρχε μια αναντιστοιχία στο επίπεδο των μισθών, στην αύξηση των κερδών και της αύξησης της παραγωγικότητας. Τότε είχαν δώσει σε αυτή την επίθεση το εξής όνομα: «εκσυγχρονισμός». Ο εκσυγχρονισμός σήμαινε ελαστικές σχέσεις εργασίας, εργολαβίες και εργολαβίες απάνω στις εργολαβίες, μερική απασχόληση, μαύρη εργασία κτλ. Όλα βέβαια υπό την ιδεολογική ηγεμονία του εκσυγχρονισμού που σήμαινε ότι θα γίνουμε πιο μοντέρνοι, θα γίνουμε περισσότερο Ευρωπαίοι, κάτι καλό θα γίνει τέλος πάντων. Η ιδεολογία του εκσυγχρονισμού έχει πολλές σημασίες. Η πιο σημαντική, που έχει και ψυχικές/υπαρξιακές προεκτάσεις, έχει να κάνει με την εικόνα μιας πραγματικότητας που προχωρά ανεπιστρεπτί προς τα μπροστά και που όποιος δεν προλάβει να συγχρονιστεί μαζί της θα μείνει πίσω, θα καθυστερήσει (καθυστερημένος), θα είναι τριτοκοσμικός, βάρβαρος και βρώμικος. Οι συνδηλώσεις της έννοιας αυτής είναι τόσες πολλές και γι’ αυτό η χρήση της αποδίδει ακόμα και σήμερα σε εντυπωσιακό βαθμό.
Στα μέσα της δεκαετίας των ’00 και μετά τα πλούσια θεάματα και τα άπειρα φράγκα που κυκλοφόρησαν αυτή η επίθεση άρχισε να γίνεται όλο και πιο φανερή. Η επένδυση στον όρο «εκσυγχρονισμός» άρχισε να φθίνει και εμφανίστηκε στο δημόσιο λόγο ως αυτό που ήταν: το ζήτημα του μισθού. Αν θυμάστε «η γενιά των 700 ευρώ» συζητιόταν ως ένα σκανδαλώδες και απαράδεκτο γεγονός. Εκείνη τη περίοδο, λοιπόν, η αναμέτρηση κεφαλαίου – εργασίας γίνεται σχεδόν στα ίσια. Τουλάχιστον στο επίπεδο του λόγου. Το επίδικο ήταν ο μισθός και η μείωσή του. Αυτή η σύγκρουση εκφράστηκε ως πολιτική/κυβερνητική κρίση. Πρόωρες εκλογές το 2007, πρώτη φορά μετά από τη τελευταία κρίση με το «Μακεδονικό» το ’92. 15 χρόνια πολιτικής σταθερότητας δεν είναι και λίγα.
Το «ξέσπασμα της κρίσης»
Σε εκείνη τη χρονική περίοδο «ξεσπάει η κρίση» στην Aμερική. Τι διάολο σημαίνει «ξεσπάει»; Από την αρχή, η κρίση παρουσιάστηκε ως κάποιου είδους τυφώνας που έπληξε τις ΗΠΑ και κινείται ταχύτατα προς τον υπόλοιπο πλανήτη. Από τη μεριά της η κυριαρχία έκανε ότι κάνει κάθε τίμιο σύστημα εκμετάλλευσης που σέβεται τον εαυτό του: φυσικοποίησε τις σχέσεις εκμετάλλευσης.
Και στον καπιταλισμό, όπως και σε άλλα συστήματα εκμετάλλευσης, το βασικό μέλημα της κυρίαρχης τάξης είναι να παρουσιάσει τις σχέσεις εκμετάλλευσης ως φυσικές/φυσιολογικές. Αν κάτι είναι φυσικό, τότε δεν υπάρχει απόδραση από αυτό. Δεν είναι η κοινωνική κίνηση ή πολιτική βούληση που μπορεί να το μετασχηματίσει. Απλά συμβαίνει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το διαχειριστούμε με τον βέλτιστο τρόπο για εμάς. Για παράδειγμα, όταν ρίχνει καταιγίδα δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Μπορείς να μπαζώσεις την είσοδο για να μην πλημμυρίσει το σπίτι σου ή να μην πνιγείς αν μένεις σε υπόγειο. Μέχρις εκεί.
Μια ανάλογη φυσικοποίηση βλέπουμε σε όλα τα συστήματα εξουσίας κι εκμετάλλευσης. Στην πατριαρχία, οι άνδρες προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες εκ φύσεως ή ότι κάποιες δουλειές είναι εγγενώς γυναικείες. Οι γονείς προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα παιδιά είναι εγγενώς ηλίθια και πρέπει να τα «διαπαιδαγωγήσουμε» κατάλληλα για να γίνουν άνθρωποι. Οι λευκοί για τους μελαμψούς. Οι λευκοί Εβραίοι για τους άραβες Εβραίους. Η τάδε οικογένεια για την διπλανή της. Είναι διαχρονική και πετυχημένη συνταγή και πιάνει πάντα. Πώς ακριβώς λειτούργησε ιδεολογικά τα τελευταία 10 χρόνια στην Ελλάδα;
Η «κρίση» στην Ελλάδα και η κρίση χρέους
Το 2009 εκλέχθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου ο Β’ στην κυβέρνηση υποσχόμενος ότι θα γεμίσουν με λεφτά οι τσέπες των υπηκόων του. Είχε υποσχεθεί πολλά η αλήθεια είναι. Για να μην μιλήσει ευθέως και να πει ότι είναι απλά ένας κακός ψεύτης κινητοποίησε άμεσα την εικόνα της κρίσης-τυφώνα που έρχεται από την Αμερική. Πρόσθεσε μαζί και το επιχείρημα του ελληνικού μη βιώσιμου χρέους και όλα ετοιμάστηκαν για την αναδίπλωση της κυρίαρχης τάξης στην Ελλάδα.
Η αναδίπλωση έγκειται στο εξής: ενώ μέχρι τότε προσπαθούσαν χρόνο με το χρόνο να μειώσουν τους μισθούς, τώρα θα αξιοποιούσαν τη διεθνή κρίση για να σοκάρουν τους υπηκόους. Μας είπαν πως θα έρθει λοιμός και καταποντισμός, θα βγούμε από την ΕΕ και δε θα έχουμε φάρμακα και προϊόντα στα ράφια των super market. Πάντα με τον αστερίσκο της μη βιωσιμότητας του χρέους – που ήταν να υπενθυμίσω στο 120% του ΑΕΠ. Αν σοκάρεις τον αντίπαλο, τότε ότι και να του δώσεις θα το δεχθεί. Είναι κάτι καλύτερο από το χειρότερο.
Αυτή η στρατηγική δεν πέτυχε αμέσως – ας θυμηθούμε ότι με το πρώτο μνημόνιο στις 5 Μάη του 2010 κατέβηκε στην Αθήνα περίπου μισό εκατομμύριο κόσμος χωρίς καμία διάθεση να αποχωρήσει. Αποχώρησε μόνο μετά τους νεκρούς στη Marfin. Είχε στάσιμο κόσμο από το Σύνταγμα μέχρι το Πεδίο του Άρεως, αν θυμάμαι καλά (αυτό είναι ένα σχόλιο και για την προπαγάνδα του συλλαλητηρίου για το μακεδονικό και το 1 εκατομμύριο ελλήνων).
Η παρουσίαση της επίθεσης των αφεντικών ως φυσικό φαινόμενο σημαίνει πως το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε έναν καλό διαχειριστή, να μας λύσει επιχειρησιακά και τεχνικά το πρόβλημα. Έτσι, οι έλληνες ψηφοφόροι δοκίμαζαν διαχειριστές όλα αυτά τα χρόνια. Αφού πρώτα βάλανε έναν «ουδέτερο» επιστήμονα, τεχνοκράτη να λύσει το πρόβλημα – η κορύφωση της ιδεολογίας της κρίσης! – είπαν να δοκιμάσουν όλο το φάσμα μέχρι και την Αριστερά.
Έτσι φτάσαμε στο σήμερα από το μη βιώσιμο χρέος του 120% του ΑΕΠ να φτάνει στο βιώσιμο του 180%(!!), να έχει μειωθεί ο μισθός στο μισό της γενιάς των 700 ευρώ και να έχουν γίνει οι εργασιακές σχέσεις λάστιχο που το τραβάνε όσο θέλουν τα αφεντικά. Φυσικά όλα αυτά δεν έγιναν χωρίς αντιστάσεις αλλά εδώ γράφω μόνο για την ιδεολογική κίνηση των αφεντικών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί για ένα κρίσιμο κομμάτι υπηκόων αυτόν τον καλό διαχειριστή της κρίσης-τυφώνα. Ένα καλό παιδί για τα κοινόχρηστα. Μα τι σημαίνει η καλή διαχείριση όμως; Σημαίνει να είναι τουλάχιστον δίκαιη. Και ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ όμορφα το ονόμασε «Δίκαιη Ανάπτυξη», λες και οι έννοιες ανάπτυξη και δικαιοσύνη μπορούν ποτέ να πάνε μαζί (στην απέναντι παραλία του Αιγαίου ο Ερντογάν έχει ονομάσει το κόμμα του «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης»). Δηλαδή, αν είναι να πληρώσουν τη κρίση οι φτωχοί, ας την πληρώσουν και οι πλούσιοι – όπως θα γινόταν και με μια μπόρα. Είναι η ίδια άποψη με το «όλοι μαζί μπορούμε», είμαστε όλοι μαζί σε αυτό, από διαφορετική θέση μεν αλλά αποδέκτες της δε.
Φέτος, που θα περάσει η μπόρα ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να παρουσιαστεί ως αυτός ο καλός και δίκαιος διαχειριστής της κρίσης και να εγκαθιδρύσει την πολιτική του εξουσία για το μέλλον. Μεγάλη επιτυχία.
Η εναλλακτική αντίληψη για την κρίση (παρενέργειες του μαρξισμού)
Εμείς από τη μεριά μας, σε διάφορα επίπεδα αποτύχαμε σε γενικές γραμμές να αποδομήσουμε αυτή την ιδεολογική ηγεμονία. Αυτό που αντιτείναμε ήταν ότι η κρίση είναι «δομική του καπιταλισμού». Δεχτήκαμε, δηλαδή, την έννοια της κρίσης ως δομική ενός συνολικού συστήματος. Αυτή η έννοια αποπολιτικοποιεί την συζήτηση και την παρουσιάζει ως ένα πρόβλημα που προκύπτει ανεξάρτητα από τις βουλήσεις των ανθρώπων και των τάξεων. Δεχόμαστε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα/κρίση (στο σύστημα) που πρέπει να διαχειριστεί κάποιος με κάποιον τρόπο – είτε άδικα, αν το κάνουν οι φιλελεύθεροι, είτε δίκαια, αν το κάνει κάποιου είδους Αριστερά.
Αυτή η αντίληψη έχει τις ρίζες της στον επιστημονικό τρόπο ανάλυσης του Καπιταλισμού που ξεκίνησε ο Μαρξ. Το χαρακτηριστικό της επιστημονικής μεθόδου είναι ότι θέλει να είναι αντικειμενική εννοώντας πως δεν εξαρτάται από τον ανθρώπινο/ιστορικό παράγοντα. Θα αναφέρω κατευθείαν τον πυρήνα του προβλήματος χωρίς να το αναλύσω. Γράφει, λόγου χάριν, για την παραγωγή υπεραξίας χωρίς να μας υπογραμμίζει ότι: απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι αυτή ζητούμενη, στο σύστημα καπιταλισμός, είναι η επιθυμία του Καπιταλιστή για αύξηση της ισχύος του, η επιθυμία για αθανασία, η βούληση για επέκταση και δύναμη. Αν όλα αυτά δεν υπάρχουν, δηλαδή, η πολιτική βούληση του Καπιταλιστή τότε δεν έχει καμία σημασία να παραχθεί η υπεραξία. Έτσι, αν μείνουμε σε μια τέτοια επιστημονική αντίληψη για τη λειτουργία του κόσμου ή της οικονομίας, τότε τα πολιτικά προβλήματα υποβιβάζονται σε ζητήματα διαχείρισης. Και είναι πλέον στο επίπεδο της διαχείρισης που μπορούν να γίνουν οι πολιτικές παρεμβάσεις. Αν η διαχείριση θα έχει ταξικό πρόσημο ή όχι, αν θα είναι δίκαιη και ευαίσθητη ή άδικη και αδιάφορη για τους φτωχούς.
Όλη η ρητορεία περί της κρίσης ως μπόρα που ήρθε και θα περάσει, είτε από τον τρόπο που τον παρουσίασαν οι φιλελεύθεροι είτε οι μαρξιστές, μας αναγκάζει να κάνουμε πολιτική σε ένα επίπεδο κάτω. Αντί να πούμε ξεκάθαρα και από την αρχή ότι: Κρίση δεν υπάρχει παρά μόνο η βούληση των Καπιταλιστών να μας ρημάξουν κι άλλο τις ζωές. Και αυτή η επίθεση θα συνεχιστεί κανονικότατα και τα επόμενα χρόνια – απλά με διαφορετικά ονόματα, άλλες ιδεολογικές ταχυδακτυλουργίες και τις ανάλογες – με τις ανάγκες του κεφαλαίου – μορφές.
Από τον Σεπτέμβρη που θα περάσει η κρίση και το ελληνικό κράτος θα προσπαθεί να παράξει την ταξική ειρήνη με άλλους τρόπους (όπως τα εθνικά συμφέροντα) θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να φανερώσουμε αυτή την 10χρονη πια εξαπάτηση περί «κρίσης» ως ένα μάθημα για το πώς οι έννοιες, οι λέξεις και οι αναλύσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιστάσεις μας. Και πώς να μην συνεχίσουμε (ακόμα και στο μεταξύ μας) να ψαρώνουμε τα επόμενα χρόνια, πως να μάθουμε να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις. Γιατί οι έννοιες δεν είναι κούφιες, είναι ο τρόπος που οργανώνoυμε την αντίληψή μας. Και ο τρόπος που οργανώνουμε την αντίληψή μας φτιάχνει το πλαίσιο όπου συγκεκριμένες δυνατότητες εμφανίζονται, ενώ άλλες αποκρύπτονται. Όπως διάβασα κάπου: «αν σε καταφέρουν να κάνεις λάθος ερωτήσεις, δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τις απαντήσεις».