Μιας και αρχίζει η καινούρια κινηματική χρονιά, μια σύντομη σκέψη για τον τρόπο που κάνουμε τα πράγματα.
Η πολυπλοκότητα της σχέσης «μισθωτή εργασία»
Όταν μιλάμε για την μισθωτή εργασία συνήθως αναφερόμαστε στην μετρήσιμη εκμετάλλευση που παίρνει μορφή με την παραγωγή της υπεραξίας. Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά του Μαρξ. Που μπόρεσε να φανερώσει, να ξεθάψει από το μυστήριο την σχέση εκμετάλλευσης. Αυτό που έκανε ήταν να αντικειμενοποιήσει την σχέση εκμετάλλευσης (επιστήμη) και έτσι να μπορέσει να γίνει αποδεκτή ως μια φυσική πραγματικότητα. Η μισθωτή εργασία όμως είναι αρκετά πιο πολύπλοκη σχέση από μια τέτοια σχέση μετρήσιμης εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, πέρα από τα λεφτά που χάνεις όταν εργάζεσαι υπάρχουν και τα γαμωσταυρίδια που ρίχνεις όταν πας για δουλειά, όταν αναγκάζεσαι να αφήσεις το κρεβάτι σου, τον ύπνο σου ή το σεξ για να προλάβεις να είσαι στην ώρα σου, η απουσία νοήματος που νιώθεις στη ζωή. Όλα αυτά είναι εκμετάλλευση αλλά δε μπορεί να μετρηθεί. Το έχω ξαναπεί. Χωρίζεις από μια σχέση και του λες «μ’ εκμεταλλεύτηκες». Το ότι αυτή η εκμετάλλευση δεν είναι μετρήσιμη, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Τέλος πάντων είναι μεγάλο το θέμα με την μέτρηση και κατά πόσο μπορεί να είναι ένας δικός μας τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο (δεν είναι, στο λέω χύμα).
Πέρα από αυτό η μισθωτή εργασία είναι κυρίως και μια σχέση πειθαρχίας του σώματος και του νου, μια σχέση εξουσίας που σε υποβιβάζει σε εργαλείο, σε μέσο παραγωγής. Αυτή η εμπειρία δεν μπορεί επίσης να μετρηθεί. Μπορεί μόνο να εμφανιστεί στις αγχωτικές ανάσες, στις διαγνώσεις της ψυχολογικής επιστήμης και όταν ξεχνάς να νιώθεις άνθρωπος μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Η μισθωτή εργασία είναι και μια σχέση εξουσίας που πέρα από ωμή καταπίεση μπορεί να εμφανίζεται (και εμφανίζεται) και ως μια σχέση προωθητική, δημιουργική για τον εαυτό ως μέσο παραγωγής. Και εδώ φτάνω σε αυτό που θέλω να πω και έχουμε μάθει να ξεχνάμε.
Η μισθωτή εργασία είναι και εκπαίδευση. Εκπαιδεύεσαι να γίνεσαι εργάτης, να υπακούς, να βρίσκεις νόημα στην εργασία σου, να σκέφτεσαι γι’ αυτήν, να την ονειρεύεσαι τα βράδια (με εφιάλτες ή χωρίς), να αποκτάς την κουλτούρα της δουλοπρέπειας και της υποταγής, να προσπαθείς να βρεις τρόπους να την βελτιώσεις. Αυτή η διαδικασία εκφράζεται συνήθως όταν οι εργαζόμενοι έχουν φτάσει να ταυτίζουν τον εαυτό τους με την εταιρεία που δουλεύουν, όταν αρχίζουν να μιλάνε με ένα «εμείς» που συμπεριλαμβάνει αφεντικά, διευθυντές και εργάτες. Όλη αυτή η διαδικασία, ως διαδικασία εκπαίδευσης, σε μετασχηματίζει σαν άνθρωπο. Στο επίπεδο του σώματος, των συναισθημάτων, των αντιλήψεων. Σε κάνει να είσαι έτσι γενικά. Φτιάχνει τον ανθρωπότυπο του εργάτη. Ο εργάτης εδώ δεν πρέπει να γίνει κατανοητός ως μια θέση στον καταμερισμό εργασίας και την κυκλοφορία του εμπορεύματος αλλά ως ένα είδος ανθρώπινης συμπεριφοράς και πολιτισμικής αντίληψης. Αντίστοιχα πράγματα ισχύουν για κάθε θέση μέσα στην κυκλοφορία του εμπορεύματος. Ο καταναλωτής δεν είναι σήμερα αυτός που αγοράζει εμπορεύματα με τα χρήματά του, είναι και ο άνθρωπος που καταναλώνει πληροφορίες και ειδήσεις, που καταναλώνει σώματα με το βλέμμα ή το σεξ και ούτε καθεξής. Ο εργαζόμενος στον τριτογενή μετατρέπεται σταδιακά σε έναν άνθρωπο υπηρέτη. Ότι υπηρετεί τους άλλους (το χαμόγελο, η καλή διάθεση, η ομορφιά, η σεξουαλικότητα) γίνεται κομμάτι που συγκροτεί τον εαυτό του.
Όλα αυτά γινόμαστε. Δεν είναι απλά εξωτερικές σχέσεις που μας ακουμπάνε κάποιες ώρες την ημέρα. Και αν γινόμαστε έτσι, σημαίνει πως υπηρετούμε αυτές τις σχέσεις εξουσίας κι εκμετάλλευσης με όλη μας την ειλικρίνεια, με τον αληθινό μας εαυτό με τον τρόπο που πραγματικά είμαστε. Γιατί έχουμε ξεχάσει να είμαστε κάτι άλλο. Γιατί είμαστε αυτό που κάνουμε, είμαστε και γινόμαστε ο τρόπος που σχετιζόμαστε με τον κόσμο.
Η αντιεξουσία ως σχολείο(;)
Η πραγματικότητα που περιγράφω νομίζω ότι είναι αντιληπτή στον καθένα και την καθεμία που έχει ακόμα την δυνατότητα να κριτικάρει και να παρατηρεί την καθημερινή εμπειρία. Αυτή η πραγματικότητα μας αναγκάζει να αντιλαμβανόμαστε και τους δικούς μας τρόπους πολιτικής, παρέμβασης, κοινωνικής ζωής με τρόπους που να την αντιμετωπίζουν. Είμαστε υποχρεωμένοι με τον τρόπο που κάνουμε τα πράγματα να αλλάζουμε τον εαυτό μας και τους ανθρώπους, είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε σχολείο.
Δεν αναφέρομαι εδώ σε διαδικασίες αυτομόρφωσης, θεωρητικής κατάρτισης και εκπαίδευσης σε διάφορες τεχνικές. Όλα αυτά τα κάνουμε – αν και τα κάνουμε εντελώς αποσπασματικά. Δεν αναφέρομαι σε καμιά διαχωρισμένη δραστηριότητα στο πλάι άλλων διαδικασιών ή στην δημιουργία ενός ελευθεριακού σχολείου ή ενός αντιεξουσιαστικού κύκλου μόρφωσης – πράγματα που πρέπει να γίνονται με πολύ πιο οργανωμένο και συστηματικό τρόπο ούτως ή άλλως.
Αναφέρομαι στους τρόπους που υπάρχουμε στην καθημερινότητα, στις διαδικασίες και στις παρεμβάσεις. Όχι σε ένα διαχωρισμένο σχολείο. Ο τρόπος που υπάρχουμε σε κάθε σχέση μας πρέπει πέρα από το να κάνει τη δουλειά που πρέπει να γίνει (αποτελεσματικότητα του αγώνα), να παιδαγωγεί και να σχηματίζει τον άλλο άνθρωπο, τις άλλες σχέσεις.
Η κυρίαρχη αντίληψη που επικρατεί και τα κίνητρα των περισσότερων ανθρώπων στους χώρους μας δυστυχώς κινούνται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Θεωρούμε οι περισσότεροι ότι συμμετέχουμε στο κίνημα επειδή είμαστε γαμάτοι και τέλειοι και τα ξέρουμε όλα. Επειδή είμαστε οι διαφωτιστές, οι ξεχωριστοί, κάποιου τύπου περιούσιος λαός (η θεολογία είναι κι εδώ παρούσα). Αυτό μας αφαιρεί κάθε δυνατότητα μετασχηματισμού του εαυτού μας, των σχέσεων και του κόσμο. Χάνουμε την ικανότητα της μάθησης. Ποιος άνθρωπος που θεωρεί ότι τα ξέρει όλα μπορεί να μάθει; Κανείς. Ποιος άνθρωπος που αισθάνεται καλά με τον εαυτό έτσι όπως υπάρχει μέσα στο κίνημα σήμερα, που ικανοποιούνται τέλος πάντων τα κίνητρά του (που συνήθως είναι άσχετα με κάθε έννοια κοινωνικής απελευθέρωσης) μπορεί να μετασχηματιστεί; Κανείς.
Δάσκαλοι και μαθητές
Για να γίνουμε σχολείο πρέπει να είμαστε δάσκαλοι και μαθητές. Ας αφήσουμε για λίγο αυτή την κριτική στην ιεραρχία της μάθησης και την εξουσία της εκπαίδευσης. Χρησιμοποιώ τις έννοιες αυτές διαφορετικά. Πάντοτε σε όλες τις κοινωνίες υπάρχουν δάσκαλοι και μαθητές. Υπάρχουν αυτοί που μαθαίνουν και αυτοί από τους οποίους μαθαίνουμε. Φυσικά, αυτοί δεν είναι σταθεροί ρόλοι με σταθερά πρόσωπα. Έχουν να κάνουν με τη συνθήκη και την σχέση. Ας σκεφτούμε λίγο πόσα πράγματα έχουμε μάθει από τους ανθρώπους γύρω μας, από συντρόφους και συντρόφισσες, από τους φίλους και τις φίλες, από μια συζήτηση στο σταθμό του τρένου με κάποια άγνωστη, από τις ερωμένες μας και τους εραστές μας. Ας σκεφτούμε πόσα πράγματα ξέρουμε, τα έχουμε καταλάβει σε αρκετά καλό βαθμό και πόσα από αυτά θα μπορούσαμε να τα διδάξουμε. Πώς φτιάχνουμε μια πορτοκαλόπιτα, πώς φτιάχνουμε ένα μέσο καταστροφής των υποδομών του κεφαλαίου, πώς κάνουμε μια συνέλευση να λειτουργεί προωθώντας την ισότητα, τι σημαίνει πραγματικά συνδιαμόρφωση (βλέπε και αυτό).
Όπως είπα αυτοί οι ρόλοι δεν είναι σταθεροί. Ένας δάσκαλος είναι υποχρεωμένος να είναι πάντοτε και μαθητής. Ταυτόχρονα όμως. Δεν μπορεί να διδάξει, αν δεν μπορεί να μάθει. Αντίθετα, ένας μαθητής δεν είναι υποχρεωμένος να είναι δάσκαλος την ίδια στιγμή. Από αυτή την αντίθεση ξεκινά η εξουσία και δημιουργεί σχέσεις πειθαρχίας. Εμείς τι έχουμε να αντιπροτείνουμε; Δεν είναι λύση να λέμε ότι δεν υπάρχει αυτή η διαφορά ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές. Η λύση είναι την αναγνωρίσουμε και να την εντάξουμε σε σχέσεις ισοτιμίας. Δεν είναι απαραίτητο ότι κάποιος που έχει κάτι να διδάξει θα το κάνει αυταρχικά. Είναι σημαντικό να βλέπουμε ότι μπορούμε να μάθουμε πράγματα από τους άλλους. Να μην τους αντιμετωπίζουμε ούτε υποτιμητικά, ούτε ανταγωνιστικά.
Το πιο σημαντικό για το σχολείο στο οποίο αναφέρομαι (επειδή ακριβώς δεν είναι διαχωρισμένο) είναι να φερόμαστε παραδειγματικά. Δηλαδή, να διδάσκουμε χωρίς προσπάθεια, να διδάσκουμε με τον τρόπο που υπάρχουμε. Και από την άποψη της μάθησης. Πρέπει να έχουμε όρεξη να μαθαίνουμε. Δεν γίνεται να θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα. Η άποψη δεν είναι γνώση. Η σημερινή κυριαρχία των απόψεων χωρίς καμιά μάθηση πίσω από αυτή, καμιά προεργασία και αναζήτηση είναι σύμπτωμα του ατόμου του φιλελευθερισμού και του twitter. Και εμείς αυτή την κυριαρχία πρέπει να την πολεμήσουμε. Και για να έχουμε όρεξη να μαθαίνουμε, πρέπει να μας εμπνέουν και οι τρόποι που κάνουμε τα πράγματα. Πόσοι άνθρωποι με τέτοια όρεξη μπαίνουν στους χώρους μας, συναντιούνται με τις χειρότερες συμπεριφορές, εξουσιαστικές και αυταρχικές, αντίθετες με κάθε έννοια μάθησης, αυτοκριτικής και γνήσιας ελευθεριακής κουλτούρας και αποχωρούν απογοητευμένοι από τα πράγματα (και καλά κάνουν), ψάχνοντας άλλους τόπους και τρόπους για να αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο; Πολλοί και πολλές. Και αυτό πρέπει να μας απασχολεί συνέχεια. Και να βρίσκουμε τρόπους να γινόμαστε σχολείο όλο και πιο πολύ.
Το πιο σημαντικό όμως δεν είναι να βρούμε πρακτικούς τρόπους για το πώς να είμαστε σχολείο. Να αραδιάσω εγώ τώρα 4-5 τρόπους. Το πιο σημαντικό είναι να κοιτάξουμε μέσα μας για τα πραγματικά μας κίνητρα, να κοιτάξουμε στο βάθος των σχέσεων μας με τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας, να αποκτούμε πραγματικές και βαθιές σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω μας (ανεξάρτητα από την ένταξή τους ή μη). Έτσι μπορούμε να γινόμαστε για το κίνημα και την κοινωνία (που το πρώτο είναι κομμάτι της δεύτερης) μια πρακτική παιδαγωγικής του ελεύθερου κόσμου. Και μόνο έτσι μπορούμε να παλέψουμε πραγματικά ενάντια στον κόσμο της εξουσίας. Όταν υπαρξιακά, συναισθηματικά και ψυχικά θα βιώνουμε τον άλλον κόσμο, τότε μόνον θα μπορούμε να τον δείχνουμε απλά με την ύπαρξή μας. Και αυτό είναι το λιγότερο που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, όσοι και όσες προτάσσουμε τον κόσμο της ελευθερίας και της ισότητας.
Τώρα που ανοίγουν τα κανονικά σχολεία του κράτους, ας σκεφτούμε κι εμείς πως αυτά που κάνουμε θα λειτουργούν ως σχολεία της ελευθερίας.