Ο πόλεμος των εννοιών και των λέξεων που χρησιμοποιούμε είναι εξίσου σημαντικός με όλες τις άλλες πτυχές του κοινωνικού πολέμου.
Ας πούμε, τα κυρίαρχα μέσα και το κράτος χρησιμοποιούν σαν μομφή και ηθική κριτική την λέξη «κατάληψη». Στα αυτιά ενός ανθρώπου που δεν έχει εντρυφήσει σε πολιτικά λεξιλόγια η λέξη «κατάληψη» αντηχεί σε κάτι που είναι βλαπτικό, άδικο και έχει ιδιοτελείς σκοπούς– και σωστά αντηχεί σε κάτι τέτοιο. «Κατάληψη» είναι γι’ αυτόν όταν κάποιος έρχεται στην αυλή σου και σου μπαστακώνεται, τρώει από αυτά που εσύ δημιουργείς ή από τον κοινό κορβανά και ιδιωτεύει σε βάρος των πολλών. Θα προσπεράσω, για χάριν αυτού που θέλω να αναδείξω, ότι όντως πολλές καταλήψεις, στέκια, κοινωνικά κέντρα λειτουργούν περίπου έτσι. Δε θέλω να γίνω κακός χρονιάρες μέρες.
Σε αυτή την χρήση των εννοιών έχει προταθεί από τη μεριά των κινημάτων να οικειοποιηθούμε τους χαρακτηρισμούς που μας αποδίδουν ως κάτι θετικό. Η έννοια του queer είναι μια τέτοια. «Είμαστε ανώμαλες» μια άλλη.
Έχει προταθεί και το αντίστροφο, να πάρουμε τις καλές έννοιες που είναι διαδομένες κοινωνικά και να τις χρησιμοποιήσουμε. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του ’90 το «είμαστε ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας» – φράση που την είχε πει ένας εκπρόσωπος του κράτους για τους μπάτσους μετά την αποφυλάκιση του Μελίστα, αν δε κάνω λάθος. Και άλλα παραδείγματα θα υπάρχουν.
Άρα, έχουμε 2 τακτικές: μια θετική οικειοποίηση όρων που γενικά για την κοινωνία είναι κακές και μια οικειοποίηση καλών όρων που ποτέ δεν θα απέδιδαν σε εμάς οι κυρίαρχοι.
Εμένα μου αρέσει και μια τρίτη τακτική που νομίζω την χρησιμοποιούμε λιγότερο. Να χρησιμοποιούμε τις κακές έννοιες για την δικιά τους δραστηριότητα. Για παράδειγμα, γιατί δεν λέμε ότι κάνουν κατάληψη (και μάλιστα μόνιμη) στ’ Άγραφα για τις ανεμογεννήτριες. Γιατί δεν αποκαλούμε τις δικές μας καταλήψεις ως «αξιοποίηση του κοινωνικού πλούτου για το κοινό όφελος»; Και άλλα τέτοια πολλά μπορούμε να φανταστούμε.
Ο ορισμός των εννοιών και των περιεχομένων τους είναι μια κρίσιμη μάχη. Η χρήση γενικών εννοιών και λέξεων μπορεί να αποδειχθεί και πράξη χειραφέτησης και πράξη χειραγώγησης. Το να καθορίζουν τα κανάλια με την ισχύ τους τις έννοιες στους υποτελείς και κατά βάση φτωχούς ανθρώπους, μπορεί να τους ορίζει το φαντασιακό τους, τον αντιληπτικό τους ορίζοντα, το πλαίσιο των επιλογών τους. Δηλαδή, να τους χειραγωγεί απόλυτα.
Σε γενικές γραμμές, οι κακές λέξεις είναι κακές σε λαϊκή, μαζική κλίματα γιατί κάτι ουσιαστικό κι αληθινό ήθελαν να πουν όταν διαμορφώθηκαν κοινωνικά. Παρόλο που σήμερα μπορεί να πρέπει να αποσυρθούν. Αυτές, όμως, που είναι ακόμα σε χρήση και έχει νόημα να είναι γιατί λένε κάτι αληθινό, μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η «κατάληψη» σε μια εποχή τρομαχτικής επέκτασης των κυριαρχικών καπιταλιστικών σχέσεων είναι μια τέτοια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος καταληψίας από τις εταιρείες και το κράτος. Σε αυτή τη περίπτωση, η οικειοποίηση των εννοιών που μιλάνε για «κακά» πράγματα για την συντριπτική πλειοψηφία των υποτελών μπορεί να είναι χειραφετητική, να είναι διαφωτιστική. Να φωτίζει αυτό που βλέπουμε κάθε μέρα μέσα από τα φώτα των καναλιών και μας φαίνεται αστραφτερό και καθαρό ως αυτό που είναι: σκοτάδι, παρακμή και θάνατος.
Υπάρχει ένα ακόμη βαθύτερο πρόβλημα με τις λέξεις – κάτι ήδη γνωστό
στους εμπειροπόλεμους των Ψ-επιχειρήσεων, όπως κ σε κάποια δόγματα
του Ζεν.
Η συχνή επανάληψη μιας οσοδήποτε ενδιαφέρουσας λέξης μπορεί να την κάνει να ακουστεί σαν κενός ήχος – δοκιμάστε μια ατέρμονη επανάληψη σε ένα άδειο δωμάτιο για να απολαύσετε αυτό το αποτέλεσμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πόλεμος των λέξεων πρόσφατα επεξέτεινε τα χαρακώματα του σε ακαδημαικά πεδία μέσω επίσημων χρηματοδοτήσεων
https://warroom.org/2022/12/16/exc-government-funding-research-into-correcting-false-beliefs-from-misinformation/
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον γενικότερο πόλεμο κατά του νοήματος με πιθανότερη απώτερη κατάληξη ακριβώς την απόλυτη κένωση
των πάντων όλων.
Απλούστερα, αν δεν μπορεί να κατασκευαστεί ακόμη το λεξικό μιας
Oργουελιανής νεο-ομιλίας (“newspeak”), μπορεί κάλλιστα να
οδηγηθεί το πράγμα στην απόλυτη σύγχιση, ώσπου η εκφορά μιας λέξης
όπως πχ, ελευθερία να μην μπορεί να αντιστοιχηθεί με σαφήνεια σε κανένα
υποκειμενικό βίωμα.
Πραγματική διαφυγή σε ένα τέτοιο παίγνιο δεν είναι απλά η ’μεταστροφή’, κάτι το οποίο υπήρχε ήδη πριν τους Σιτού στον Ζαν Ζενέ μέσω της εμπειρίας της κράτησης – φυλάκισης, αλλά η δημιουργικότητα που δεν μπορεί να αναχθεί σε προυπάρχοντα δεδομένα, η λεξιπλασία και η επινόηση που δεν
αφομοιώνεται υπο μορφή υποκουλτούρας, με άλλα λόγια μια γνήσια αντι-κουλτούρα η οποία έχει ουσιαστικά εκλείψει κάτι δεκαετίες τώρα.