Monthly Archives: November 2015

Ο αγώνας ενάντια στην ισλαμοφοβία (θα έπρεπε να) είναι και αγώνας ενάντια στην ιδεολογία του Ισλάμ

Με τον όρο ισλαμοφοβία εννοούμε τον ρατσισμό απέναντι στους μουσουλμάνους. Δηλαδή, την ταύτιση των πιστών μιας θρησκείας με κάποια χαρακτηριστικά όπως εγκληματίες, τρομοκράτες, βιαστές, σεξιστές ή και θετικά χαρακτηριστικά. Είναι η πρακτική της γενίκευσης στη βάση κάποιου χαρακτηριστικού, στη βάση κάποιου πράγματος το οποίο «είναι» κάποιος. Δηλαδή, πραγματοποιείται αρχικά μια ταύτιση των ανθρώπων με την έννοια «μουσουλμάνος» και ύστερα του «μουσουλμάνου» με άλλες ιδιότητες όπως «τρομοκράτης». Το πρόβλημα ξεκινά ήδη από την πρώτη ταύτιση που υπονοεί πως οι μουσουλμάνοι και ο μουσουλμανισμός είναι ένας. Ακόμα όμως και αν λέγαμε ότι οι μουσουλμανισμοί είναι πολλοί και έχουμε πολλές ταυτίσεις πάλι το πρόβλημα δε θα ξεπερνιόταν. Ας πάμε όμως σε κάτι άλλο και θα επιστρέψουμε στη συνέχεια.

Η ισλαμοφοβία ως εργαλείο στα χέρια του κράτους.

Είναι προφανές πως η ισλαμοφοβία είναι εκείνο το εργαλείο στα χέρια του κράτους που επιδιώκει την όλο και βαθύτερη υποταγή και πειθάρχηση των ανθρώπων στη σχέση κεφάλαιο. Αρχικά, ορίζοντας τον μουσουλμανισμό από τη σκοπιά της δυτικής αποικιοκρατικής λευκής ματιάς. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τον ορισμό αυτό για να ανακηρύξει τους μουσουλμάνους ως εξωτερικό ή εσωτερικό εχθρό για την «συνοχή και την ασφάλεια της κοινωνίας» ή αλλιώς για την συνέχεια της παραγωγικής διαδικασίας ως συνολικής κοινωνικής λειτουργίας. Τι σημαίνει αυτό; Η εργατική τάξη πρέπει να υποτιμηθεί. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτής είναι μετανάστες 1ης, 2ης και 3ης γενιάς. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτών είναι και μουσουλμάνοι. Πώς λειτουργεί η ισλαμοφοβία; Διαχωρίζει τους μουσουλμάνους από τους υπόλοιπους, και τους μουσουλμάνους μεταξύ τους (ανάμεσα σε αυτούς που θα εκφράσουν την πίστη τους στο δυτικό κοσμικό φιλελεύθερο κράτος και στους υπόλοιπους ή αλλιώς ανάμεσα στους πλούσιους και φτωχούς μουσουλμάνους). Επιτρέπει την αυστηρότερη νομοθετική και επιχειρησιακή διαχείριση των μεταναστών ως εργατικό δυναμικό. Ειδικές συνθήκες εργασίας για τους νόμιμους (ανάλογα με τη χρονική διάρκεια, συνεχής έλεγχος γιατί αν δε δουλεύεις και δεν έχεις ασφάλιση δεν μπορείς να μένεις στη χώρα κοκ), ειδική χρήση των μεταναστών που αφήνονται εκτός νόμου προς παραδειγματισμό για τους υπόλοιπους, για ζεστό χρήμα για ΜΚΟ και συναφείς οργανισμούς και για μαύρη εργασία. Continue reading

Το μεταναστευτικό και το Παρίσι (και οι 5 της Αγ. Παρασκευής)

Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό

Ο διαχωρισμός που κάνει το κράτος ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες έχει νομικές, εργασιακές, οικονομικές και ιδεολογικές λειτουργίες. Έχουν (ευτυχώς) γραφτεί ήδη πολλά και αξιόλογα από τη μεριά της άρνησης αυτού του διαχωρισμού. Στα σύνορα αυτός ο διαχωρισμός παίρνει υλική μορφή απάνω στα σώματα των ανθρώπων όπου οι έννοιες του κράτους κυριαρχούν με τον πιο άμεσο τρόπο. Το μισό της κρατικής κυριαρχίας, για να το πούμε απλοϊκά, πέρα από τα όπλα και την καταστολή είναι η επιβολή της δικιάς του κοσμοαντίληψης, της ιδεολογίας του.

Ο πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκαστικά φεύγει από κάπου και αυτό το «αναγκαστικά» γίνεται αντιληπτό με την έννοια του αναπόδραστου. Ο πόλεμος παρουσιάζεται περίπου όπως είναι μια φυσική καταστροφή. Η φυσική καταστροφή (ένας τυφώνας, μια πλημμύρα) παρουσιάζεται πάντα με αυτόν τον τρόπο. Ως ένα γεγονός που δεν βλέπει διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και είναι καταστροφικό. Έτσι η φυσικοποίηση του πολέμου είναι προβληματική από το παράδειγμα που χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει την μεταφορά. Μια φυσική καταστροφή δεν είναι μια καταστροφή για όλους αλλά για τους φτωχούς που δεν έχουν τις κατάλληλες τεχνικές υποδομές για να προστατευθούν. Έτσι και ο πόλεμος και οι συνέπειές του – σχετικά με το θέμα των προσφύγων – έχει ταξικά χαρακτηριστικά (πέραν του ότι ο πόλεμος διεξάγεται ως ταξικός). Ο πρόσφυγας είναι, λοιπόν, για το κράτος ο άνθρωπος που δεν είχε διέξοδο. Και γι’ αυτό είναι δικαιολογημένος. Και γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι ένας από μας, θα μπορούσες να είσαι κι εσύ στη θέση του. Κυκλοφόρησαν φωτογραφίες που δείχνουν την Δαμασκό πριν και μετά τον πόλεμο ενισχύοντας αυτή την εικόνα περί φυσικής και αναπόδραστης καταστροφής. Η Δαμασκός και οι κάτοικοι ήταν κανονικοί άνθρωποι που είχαν κανονικές ζωές και όχι βρωμιάρηδες και φτωχοί. Από την άλλη, ο μετανάστης θεωρείται ως αυτός που επέλεξε να φύγει από τον τόπο του. Δεν ήταν αναπόδραστη η φυγή του, είχε επιλογή και γι’ αυτό μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γι’ αυτή του την απόφαση.

Πέρα από το έωλο του πράγματος γύρω από το πότε κάτι είναι αναπόδραστο και πότε όχι και ποιος το κρίνει αυτό¹, εδώ συντελείται μια συγκεκριμένη λειτουργία. Η λειτουργία της ταύτισης. Αυτό έχει δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, η ταύτιση ως πράξη εγγύτητας και από την άλλη η άρνηση της ταύτισης ως πράξη ξένωσης. Αυτές οι δύο κατευθύνσεις της λειτουργίας της ταύτισης είναι κάτι που το κράτος και η εξουσία γενικά καταφέρνει να μας επιβάλλει. Και αυτό φαίνεται καθαρά στο λόγο των κινημάτων που ψάχνει να βρει ομοιότητες για να μπορέσει να έρθει κοντά με τους μετανάστες. «Είμαστε όλοι μετανάστες». Άλλοι ψάχνουν τον όμοιό τους ταξικά. Στην περίπτωση των προσφύγων το κράτος εισάγει τον διαχωρισμό επιτυγχάνοντας μια τέτοια ταύτιση και γι’ αυτό και μια τέτοια μαζική εγγύτητα και αλληλεγγύη τους τελευταίους μήνες (μαζική δεδομένης της ξενοφοβικής και ρατσιστικής ελληνικής πραγματικότητας). Οι μετανάστες, ως αιωνίως ξένοι, ως κάποια παράσιτα, παραμένουν αόρατοι παρόλο που πνίγονται στα σύνορα τόσα χρόνια τώρα και παρόλο που ζουν ανάμεσά μας – και εδώ εννοώ αόρατοι και για τα κινήματά μας και εντός αυτών.

Το ζήτημα του ολοκληρωτισμού

Ο ολοκληρωτισμός έχει δύο βασικά προβλήματα: 1) δεν γίνεται αντιληπτός ως τέτοιος στην ίδια του την εποχή με τρόπο μαζικά/κοινά/καθολικά αποδεκτό. Και αυτό είναι βασικό του χαρακτηριστικό. Δεν θα ήταν ολοκληρωτισμός αν οι υπήκοοί του θεωρούσαν ότι είναι. Και 2) κάθε φορά παίρνει διαφορετικές ιστορικές μορφές με αποτέλεσμα οι αναλογίες με το παρελθόν, οι προσπάθειες να βρεθούν ομοιότητες με αυτό να μην είναι ποτέ επαρκείς. Γι’ αυτό το λόγο οι ιδεολογίες δεν είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο για να περιγράψουμε τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Το να μιλάμε για «σύγχρονο φασισμό» ξυπνάει κάποια αντανακλαστικά αλλά ούτε πείθει σοβαρά, ούτε και περιγράφει την κατάσταση με ακρίβεια. Continue reading

Το πανεπιστήμιο είναι τμήμα του εργοστασίου (μέρος 1ο)

Αυτό το κείμενο γράφεται έχοντας στο νου το διαχρονικό ερώτημα για το πώς οι αγώνες εργατών και φοιτητών γίνονται κοινοί.

 

Το πανεπιστήμιο έχει μια δική του ιστορία που προηγείται της εγκαθίδρυσης του κεφαλαίου. Οι ιδιαιτερότητες αυτές της ιστορίας δεν γίνεται να αναλυθούν εδώ. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως από την αρχή του συγκεντρώνει ένα πλήθος ανθρώπων από ανώτερα κοινωνικά στρώματα ή τέλος πάντων αυτούς που μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτά που επιδιώκουν να μελετούν, να καταγράφουν και να ταξινομούν (άρα και να δημιουργούν) γνώση και οι οποίοι κατακτούν μια ιδιαίτερη αυτονομία και εξουσία. Έτσι φέρνουν από το παρελθόν μια ελιτίστικη αντίληψη για τα πράγματα μαζί με ένα «πάθος» για τη γνώση. Σε αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο γεννιέται και η επιστήμη. Και κάπου εκεί γεννιέται και το κεφάλαιο. Ο ισχυρισμός εδώ είναι πως κεφαλαιοκρατία και επιστήμη έχουν μια σχετική αυτονομία στην γέννησή τους και φυσικά δεν αναλύονται με κανέναν μαρξιστικό τρόπο βάσης – εποικοδομήματος. (Αυτό δεν υπονοεί καθόλου ότι η επιστήμη συνδέεται εγγενώς με κάτι επαναστατικό – ίσα ίσα θα ισχυριστούμε το αντίθετο σε άλλο κείμενο.)

Υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία που πρέπει να παραλείψουμε εδώ που έχει να κάνει με την σχέση βιομηχανικού κεφαλαίου, επιστήμης και τεχνολογίας η οποία καταλήγει με τρόπο θριαμβευτικό στην επιστημονική οργάνωση της εργασίας του Taylor. Από αυτή την ιστορική περίοδο και μετά μπορούμε να πούμε πως το πανεπιστήμιο είναι κυρίως ένας τομέας του εργοστασίου. Θα λέγαμε πως είναι ο τομέας της «Έρευνας και της Ανάπτυξης» (R&D όπως είναι στις μεγάλες εταιρείες) και ένας τομέας ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού. Έτσι παντού σήμερα στον σοβαρά οργανωμένο καπιταλισμό – αυτό που λέμε «σοβαρά δυτικά κράτη» – τα πανεπιστήμια (και γενικότερα η εκπαίδευση) επιτελεί μια τέτοια λειτουργία. Ταυτόχρονα, επιτελεί και μια ιδεολογική λειτουργία. Ιδεολογική με την έννοια πως καθορίζει τον τρόπο που οι άνθρωποι γύρω από αυτό (φοιτητές, καθηγητές) αντιλαμβάνονται τον κόσμο και την σχέση τους με αυτόν. Ανάλογα με τον κλάδο και το αντικείμενο αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη ιδεολογία κάθε φορά. Κρίσιμος παράγοντας ώστε να μην γίνεται συνειδητή η σχέση του εργοστασίου με το πανεπιστήμιο είναι αυτό που λέμε «εθνικά/κρατικά πανεπιστήμια». Και αυτό γιατί το κράτος γίνεται αντιληπτό ως ένα μέσο, ένα ουδέτερο εργαλείο (και όχι ως η οργάνωση του κεφαλαίου, ως ένας συλλογικός κεφαλαιοκράτης) του οποίου η πολιτική δεν καθορίζεται κυρίως από την ίδια τη δομή του αλλά από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. (Αυτή είναι η βασική ιδεολογική προκείμενη όλης της αριστερής ρητορικής). Όπως το «κράτος είμαστε εμείς», μας εκπροσωπεί όλους συνολικά ως έθνος, έτσι και το πανεπιστήμιο γίνεται αντιληπτό σαν ένα κοινωνικό κεκτημένο, σαν ένα πανεπιστήμιο για όλους. Με βάση αυτά ας πάμε να δούμε λίγο πιο ειδικά την περίπτωση των ελληνικών πανεπιστημίων.

Τα ελληνικά πανεπιστήμια

Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (ακόμα και του ’80 σε κάποιο βαθμό) τα πανεπιστήμια χρησίμευσαν για την στελέχωση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Ενός κράτους που έκανε προσπάθειες εκσυγχρονισμού, που από αστυνομοκρατικό έπρεπε να έρθει πιο κοντά στα ευρωπαϊκά πρότυπα (για να ενταχθεί και στην ΕΟΚ). Έτσι, πολλά παιδιά (αγόρια κυρίως) που μεγάλωσαν μες στη φτώχεια και την εξαθλίωση ψάχνοντας για δουλειά, με γονείς αγρότες, εποχιακούς εργάτες, κτηνοτρόφους μπήκαν στα πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, την ίδια εποχή υπήρξε και το μεγάλο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης από την επαρχία για τα αστικά κέντρα όπου μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας. Αυτή η διαδικασία υπήρξε – καθόλου συμπτωματικά – παράλληλη. Από τη μια μεριά, εργοστάσια, βιοτεχνίες και άνθρωποι που συγκέντρωναν κάποια χρήματα και ανοίγανε ένα δικό τους μαγαζί και από την άλλη οι ειδικευόμενοι εργάτες που φοιτούσαν στα πανεπιστήμια. Οι δεύτεροι είναι ο πυλώνας της μετέπειτα μεσαίας τάξης. Εκείνη την περίοδο το πανεπιστήμιο λειτούργησε ως θεσμός ταξικής κινητικότητας προς τα πάνω. Ένα ασανσέρ που από τη χειρωνακτική εργασία σε ανέβαζε στον όροφο της διανοητικής/διοικητικής εργασίας ή τέλος πάντων σε κάποια εργασία με κάποιο κύρος. Continue reading

Ιεραρχία και αντι-ιεραρχία: ως καθεστώς και ως εργαλείο

Στα κινήματα μας (αναρχικά, αυτοοργάνωσης, αυτονομίας) η εναντίωση στην ιεραρχική οργάνωση είναι ένα θεμελιώδες κεκτημένο και αυτονόητο ζητούμενο. Στην πράξη οι περισσότερες δομές μαστίζονται από άτυπες ιεραρχίες και σχέσεις εξουσίας που απορρέουν από αυτές και είναι λίγες γενικά οι περιπτώσεις όπου τα θέματα αντιμετωπίζεται σοβαρά, με ειλικρίνεια και χωρίς να μετασχηματίζονται σε προσωπικές κόντρες και συγκρούσεις που οδηγούν σε διασπάσεις. Ακόμη λιγότερες είναι οι περιπτώσεις όπου αυτό συμβαίνει και βοηθάει στο ξεπέρασμα τέτοιων προβλημάτων, δηλαδή, σε μια συνεχή επαγρύπνηση και ετοιμότητα για την αντιμετώπισή τους.

Το αφετηριακό σημείο δεν μπορεί παρά να είναι πως όλες/οι παράγουμε και αναπαράγουμε σχέσεις ιεραρχίας καθώς είμαστε παιδαγωγημένες από αυτόν τον κόσμο και όχι από άλλον. Αυτό που συμβαίνει πολλές φορές είναι ομάδες και συνελεύσεις να διακηρύσσουν στα ιδρυτικά τους κείμενα ότι είναι ενάντια στην ιεραρχία και να ξεκινάνε σα να θεωρούν ότι επειδή το διακήρυξαν έγινε και πραγματικότητα. Ενώ είναι κάτι που παλεύεται κάθε μέρα, σε κάθε συνέλευση και δραστηριότητα. Το γεγονός ότι δεν ξεκινάμε με δεδομένο ότι σχετιζόμαστε ιεραρχικά με τους άλλους δεν μας επιτρέπει να μπορούμε να είμαστε σε αυτή την απαραίτητη επαγρύπνηση.

Η αναφορά γίνεται για όλων των ειδών τις ιεραρχίες όπου καθεμιά από αυτές θα άξιζε και ένα ξεχωριστό κείμενο. Ιεραρχία με βάση το φύλο, την ηλικία, την ικανότητα (ableism), την εθνικότητα, ιεραρχία στη βάση της εμπειρίας, της ειδημοσύνης, των χρόνων συμμετοχής σε ένα εγχείρημα, της τάξης, της πολιτισμικής ταυτότητας ή κουλτούρας.

Σε αυτό το άρθρο θα κάνουμε μια διάκριση που μπορεί να φανεί χρήσιμη για τις διαδικασίες μας. Θα αναλύσουμε την ιεραρχία και την αντι-ιεραρχία ως καθεστώς και ως εργαλείο.

Continue reading