Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό
Ο διαχωρισμός που κάνει το κράτος ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες έχει νομικές, εργασιακές, οικονομικές και ιδεολογικές λειτουργίες. Έχουν (ευτυχώς) γραφτεί ήδη πολλά και αξιόλογα από τη μεριά της άρνησης αυτού του διαχωρισμού. Στα σύνορα αυτός ο διαχωρισμός παίρνει υλική μορφή απάνω στα σώματα των ανθρώπων όπου οι έννοιες του κράτους κυριαρχούν με τον πιο άμεσο τρόπο. Το μισό της κρατικής κυριαρχίας, για να το πούμε απλοϊκά, πέρα από τα όπλα και την καταστολή είναι η επιβολή της δικιάς του κοσμοαντίληψης, της ιδεολογίας του.
Ο πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκαστικά φεύγει από κάπου και αυτό το «αναγκαστικά» γίνεται αντιληπτό με την έννοια του αναπόδραστου. Ο πόλεμος παρουσιάζεται περίπου όπως είναι μια φυσική καταστροφή. Η φυσική καταστροφή (ένας τυφώνας, μια πλημμύρα) παρουσιάζεται πάντα με αυτόν τον τρόπο. Ως ένα γεγονός που δεν βλέπει διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και είναι καταστροφικό. Έτσι η φυσικοποίηση του πολέμου είναι προβληματική από το παράδειγμα που χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει την μεταφορά. Μια φυσική καταστροφή δεν είναι μια καταστροφή για όλους αλλά για τους φτωχούς που δεν έχουν τις κατάλληλες τεχνικές υποδομές για να προστατευθούν. Έτσι και ο πόλεμος και οι συνέπειές του – σχετικά με το θέμα των προσφύγων – έχει ταξικά χαρακτηριστικά (πέραν του ότι ο πόλεμος διεξάγεται ως ταξικός). Ο πρόσφυγας είναι, λοιπόν, για το κράτος ο άνθρωπος που δεν είχε διέξοδο. Και γι’ αυτό είναι δικαιολογημένος. Και γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι ένας από μας, θα μπορούσες να είσαι κι εσύ στη θέση του. Κυκλοφόρησαν φωτογραφίες που δείχνουν την Δαμασκό πριν και μετά τον πόλεμο ενισχύοντας αυτή την εικόνα περί φυσικής και αναπόδραστης καταστροφής. Η Δαμασκός και οι κάτοικοι ήταν κανονικοί άνθρωποι που είχαν κανονικές ζωές και όχι βρωμιάρηδες και φτωχοί. Από την άλλη, ο μετανάστης θεωρείται ως αυτός που επέλεξε να φύγει από τον τόπο του. Δεν ήταν αναπόδραστη η φυγή του, είχε επιλογή και γι’ αυτό μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γι’ αυτή του την απόφαση.
Πέρα από το έωλο του πράγματος γύρω από το πότε κάτι είναι αναπόδραστο και πότε όχι και ποιος το κρίνει αυτό¹, εδώ συντελείται μια συγκεκριμένη λειτουργία. Η λειτουργία της ταύτισης. Αυτό έχει δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, η ταύτιση ως πράξη εγγύτητας και από την άλλη η άρνηση της ταύτισης ως πράξη ξένωσης. Αυτές οι δύο κατευθύνσεις της λειτουργίας της ταύτισης είναι κάτι που το κράτος και η εξουσία γενικά καταφέρνει να μας επιβάλλει. Και αυτό φαίνεται καθαρά στο λόγο των κινημάτων που ψάχνει να βρει ομοιότητες για να μπορέσει να έρθει κοντά με τους μετανάστες. «Είμαστε όλοι μετανάστες». Άλλοι ψάχνουν τον όμοιό τους ταξικά. Στην περίπτωση των προσφύγων το κράτος εισάγει τον διαχωρισμό επιτυγχάνοντας μια τέτοια ταύτιση και γι’ αυτό και μια τέτοια μαζική εγγύτητα και αλληλεγγύη τους τελευταίους μήνες (μαζική δεδομένης της ξενοφοβικής και ρατσιστικής ελληνικής πραγματικότητας). Οι μετανάστες, ως αιωνίως ξένοι, ως κάποια παράσιτα, παραμένουν αόρατοι παρόλο που πνίγονται στα σύνορα τόσα χρόνια τώρα και παρόλο που ζουν ανάμεσά μας – και εδώ εννοώ αόρατοι και για τα κινήματά μας και εντός αυτών.
Το ζήτημα του ολοκληρωτισμού
Ο ολοκληρωτισμός έχει δύο βασικά προβλήματα: 1) δεν γίνεται αντιληπτός ως τέτοιος στην ίδια του την εποχή με τρόπο μαζικά/κοινά/καθολικά αποδεκτό. Και αυτό είναι βασικό του χαρακτηριστικό. Δεν θα ήταν ολοκληρωτισμός αν οι υπήκοοί του θεωρούσαν ότι είναι. Και 2) κάθε φορά παίρνει διαφορετικές ιστορικές μορφές με αποτέλεσμα οι αναλογίες με το παρελθόν, οι προσπάθειες να βρεθούν ομοιότητες με αυτό να μην είναι ποτέ επαρκείς. Γι’ αυτό το λόγο οι ιδεολογίες δεν είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο για να περιγράψουμε τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Το να μιλάμε για «σύγχρονο φασισμό» ξυπνάει κάποια αντανακλαστικά αλλά ούτε πείθει σοβαρά, ούτε και περιγράφει την κατάσταση με ακρίβεια.
Έτσι, αυτό που ζούμε σήμερα παρόλο που έχουμε πόλεμο με απ’ όλα δεν βιώνεται μαζικά ως τέτοιος. Έχει στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχει νεκρούς άμαχους (στα σύνορα και εντός των συνόρων), παρακολουθούνται τα πάντα, το κράτος επιβάλλεται με τρόπο άμεσο (ακόμα και η αστική δημοκρατία έχει πάει περίπατο). Το πιο σημαντικό με τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό είναι πως οι υπήκοοί του ταυτίζονται με το κράτος τους. Ταυτίζονται με τα συμφέροντά του και ζητούν όλο και καλύτερη οργάνωση του. Δηλαδή, η ιδεολογική κυριαρχία των αφεντικών πάνω στους εργάτες τους είναι τέτοια τις τελευταίες δεκαετίες που οι ίδιοι οι εργάτες απαιτούν καλύτερη οργάνωση των αφεντικών, των ίδιων αφεντικών που τους κάθονται στο σβέρκο. Και αυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να περιγραφεί και η αποδοχή του σύριζα.
Εμείς, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα γίνει μαζικά αντιληπτό ότι το κράτος είναι πάντα εναντίον μας (αν και κάτι τέτοιο μπορεί να βρίσκεται και σε καλό δρόμο). Υπάρχουν κάποια άμεσα ζητήματα που μπορούμε να δούμε σχετικά με τους μετανάστες.
Α) Πρέπει να πάψουμε να μιλάμε για τους μετανάστες. Να αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή, τους μετανάστες ως κάτι εξωτερικό προς εμάς. Είμαστε οι μετανάστες. Συμπεριφερόμαστε λες και ανάμεσα στο ελληνόφωνο κίνημα δεν υπάρχουν μετανάστες/ριες. Δεν εμπεριέχουμε το βίωμα, για παράδειγμα, των μεταναστών δεύτερης γενιάς στις διαδικασίες μας, στα πολιτικά μας περιεχόμενα και στο λόγο μας. Ας πάψουμε μια και καλή να κάνουμε πράγματα γι’ αυτούς αλλά να κάνουμε πράγματα με αυτούς, να κάνουμε πράγματα ως μετανάστες.
Β) Σα συνέχεια του πρώτου, πρέπει να επανεξετάζουμε συνεχώς τις μορφές και τους τρόπου οργάνωσής μας, τις διαδικασίες μας και τις δομές μας και σε ποιο βαθμό αυτές είναι αποκλειστικές για τους μετανάστες.
Με αυτά τα δύο προϋποτίθεται η σοβαρή αυτοκριτική για τον τρόπο που είμαστε συγκροτημένοι. Πόσο εύκολο είναι για κάποιον μετανάστη να προσεγγίσει τις δικές μας πολιτικές διαδικασίες; Τον δικό μας τρόπο οργάνωσης σε συνελεύσεις; Πόσο έχουμε προσπαθήσει να μάθουμε από τους δικούς τους τρόπους οργάνωσης και αυτό-οργάνωσης; Αυτά θα μας φέρουν στα θεμέλια της ίδιας της έννοιας της πολιτικής που υιοθετούμε και των στρατηγικών που ακολουθούμε. Αυτά μοιάζουν όμως να είναι και βασικά αν θέλουμε να σκεφτόμαστε για τα κινήματά μας με ορίζοντα τα επόμενα 10 και 20 χρόνια. Το ερώτημα είναι πως θα καταφέρουμε να μετασχηματίσουμε το κίνημά μας με τρόπο που να είναι αιχμηρό πολιτικά και ταξικά συμπαγές. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τους μετανάστες, δεν μπορεί να γίνει με τους τρόπους που ήδη ξέρουμε. Οι μετανάστες είναι εδώ και θα έρχονται όλο και περισσότεροι τα επόμενα χρόνια και θα αλλάξουν τα πάντα στις κοινωνίες μας. Πρέπει να αλλάξουμε μαζί μαθαίνοντας ο ένας από τον άλλο.
Το Παρίσι
Μέχρι εδώ αυτά είναι γραμμένα πριν τα γεγονότα στο Παρίσι. Τα γεγονότα στο Παρίσι μπορούν να αναλυθούν σε 2 άξονες. Ο πρώτος έχει να κάνει με το τι σημασία έχουν για εμάς με τρόπο άμεσο. Δηλαδή, τι κάνει το κράτος. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τη σχέση του Islamic State σε σχέση με όλα αυτά. Τον δεύτερο αν και σημαντικό θα τον παραλείψουμε προς το παρόν για άλλο κείμενο.
Τα ευρωπαϊκά κράτη κάνουν όπως είδαμε αυτόν τον διαχωρισμό προσφύγων και μεταναστών. Αναλύσαμε την ιδεολογική λειτουργία και παραλείψαμε την εργασιακή. Τα χτυπήματα στο Παρίσι δουλεύουν για το κράτος από πολλές σκοπιές. Από την ιδεολογική: ο Ολάντ κήρυξε πόλεμο. Έναν πόλεμο που θα διεξάγει το γαλλικό (και όχι μόνο) κράτος. Η φάση με τους πολέμους των κρατών ποια είναι; Θα έπρεπε να γράψω σελίδες ανάλυσης αλλά κάπου στο ίντερνετ βρήκα ένα απόσπασμα που αυτός που το «ανέβασε» γράφει ότι είναι του Orwell. Το απόσπασμα: «Ο πόλεμος, θα φαίνεται ότι επιτυγχάνει την απαραίτητη καταστροφή, αλλά ότι την καταφέρνει με ένα ψυχολογικά αποδεκτό τρόπο. Κατ’ αρχήν, θα ήταν αρκετά απλό να σπαταλιέται το πλεόνασμα εργασίας του κόσμου, οικοδομώντας ναούς και πυραμίδες, σκάβοντας τρύπες και γεμίζοντάς τες ξανά ή ακόμα και παράγοντας τεράστιες ποσότητες εμπορευμάτων και, στη συνέχεια, βάζοντας φωτιά σε αυτές. Αλλά αυτό θα παρέχει μόνο την οικονομική και όχι τη συναισθηματική βάση για μια ιεραρχική κοινωνία. Ο πόλεμος διεξάγεται από κάθε διοικούσα ομάδα κατά των δικών της υπηκόων, και το αντικείμενο του πολέμου δεν είναι να πετύχει ή να αποτρέψει εδαφικές κατακτήσεις, αλλά το να διατηρήσει ανέπαφη τη δομή της κοινωνίας».
Η υπογράμμιση δικιά μου. Η φάση πόλεμος είναι ακριβώς αυτή. Γλυτώνω κι εγώ την ανάλυση.² Ο πόλεμος που κήρυξε ο Ολάντ είναι ενάντια στους γάλλους υπηκόους, το Βέλγιο ενάντια στους δικούς του, η Ιταλία τα ίδια κοκ. Τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που επεκτείνονται για τρεις μήνες είναι μια τέτοια πολεμική πράξη. Με την κατάσταση αυτή θα περαστούν νόμοι με τους οποίους θα μπορεί το κράτος να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς καν έγκριση από το κοινοβούλιο. Οι προσλήψεις αστυνομικών θα αυξηθούν κατακόρυφα, απαγορεύονται οι διαδηλώσεις. Ακόμα και η Ένωση Δικαστικών πήρε θέση ενάντια στην κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η αριστερά κατά κανέναν τρόπο δεν πρόκειται να αντισταθεί σε όλα αυτά, αφού είναι πρωτίστως κομμάτι του κρατικού κοινοβουλευτισμού. Ακόμα και η γλώσσα είναι γραμμένη από τη μεριά των αφεντικών και γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να αντικαταστήσουμε την έννοια της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» με μία που να λέγεται λόγου χάριν «ανάγκη των αφεντικών για περαιτέρω πειθάρχηση της εργασίας».
Η κατάσταση που επικρατεί στη Γαλλία, στο Βέλγιο κτλ είναι ακόμα και από επιχειρησιακή σκοπιά πολύ σημαντική. Μια σημείωση εδώ: δεν πρέπει να θεωρούμε ότι το κράτος είναι ένα σούπερ εργαλείο, μια πολύ καλά προγραμματισμένη μηχανή που όταν πατήσεις το κουμπί θα «τρέξει» σαν πρόγραμμα υπολογιστή, ότι το κράτος είναι παντοδύναμο. Το κράτος έχει δομή, οργάνωση ανθρώπους που πρέπει να εκπαιδευτούν. Και εκπαιδεύονται, ασκούνται και μαθαίνουν όπως όλοι οι άνθρωποι μέσα από τη πράξη. Αυτή η επιχείρηση τώρα έχει και μια τέτοια οπτική που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε. Και μάλιστα και σε επίπεδο διακρατικής συνεργασίας. Το κράτος με αυτά τα χτυπήματα επεκτείνει την επιρροή του και σε τεχνικό, επιχειρησιακό, οργανωτικό επίπεδο και σε ιδεολογικό. Καμιά ανοχή σε κρατικές πολιτικές όποτε και αν αυτές ασκούνται και με όποια αφορμή. (Αυτή είναι ακριβώς η στάση που τηρούν οι αλληλέγγυοι στη Λέσβο όπως φαίνεται να επιβεβαιώνει άρθρο της Καθημερινής σχετικά με τα «προβλήματα» που δημιουργούν στην κρατική πολιτική).
Η κατάσταση που επιβάλλεται έχει ως άμεση συνέπεια τον έλεγχο και την πειθάρχηση των μεταναστών εργατών – έτσι η ανάγκη για από κοινού οργάνωση και αγώνες μεγαλώνει. Άμεση συνέπεια στην διακρατική συνεργασία ενάντια στους αγωνιζόμενους – από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να δούμε την περίπτωση των 5 συλληφθέντων της Αγ. Παρασκευής και να επιδιώξουμε την μη έκδοσή τους (παρόλο που ο αγώνας, έτσι όπως αποφάσισαν να τον διεξάγουν έχει χίλια στραβά κι ανάποδα – που θα θίξω σε κείμενο μετά και την απόφαση του Συμβουλίου Εφετών). Μπορεί οι ίδιοι και ο κινηματικός τους περίγυρος να μην έχουν την πολιτική ωριμότητα να διεξάγουν έναν αγώνα που να αντιστοιχεί στην συγκυρία αλλά αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να παραμένουμε ακολουθητές σε αυτές τις στρατηγικές.
Η έννοια της αλληλεγγύης είναι πολύ σημαντική για εμάς. Και αυτή την έννοια την έχει – ειδικά τα τελευταία χρόνια – περιλάβει το κράτος και προσπαθεί να την ορίσει. Το κάνει ο σύριζα με την «αλληλεγγύη στους πρόσφυγες», το κάνει το γαλλικό κράτος ζητώντας αλληλεγγύη σε αξίες, έθνος που σημαίνει αλληλεγγύη στο γαλλικό κράτος. Ας είμαστε σε εγρήγορση για αυτή την κίνηση του κράτους και για τον αυτοκαθορισμό και την εκλέπτυνση της έννοιας της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη δεν είναι μια εγγύτητα στη βάση της ομοιότητας αλλά στη βάση της διαφοράς. Είναι η εγγύτητα με τον Άλλον, τον ξένο, τον άνγωστο που δεν μπορείς να ταυτοποιήσεις. Η αλληλεγγύη στην βάση της ομοιότητας είναι αυτή που επιβάλλει η εξουσιαστική σχέση, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω για τους πρόσφυγες, όπως συμβαίνει με τους 5 που μας μοιάζουν ή με τους απεργούς άντρες αναρχικούς. Γιατί η αλληλεγγύη για την Εύη Στατήρη δεν ήταν η ίδια, γιατί για τους μετανάστες μέχρι τώρα δεν κάναμε καταλήψεις στέγης, γιατί η αλληλεγγύη στον αγώνα της Sanaa Taleb είναι σχεδόν ανύπαρκτη; Αυτά πρέπει να απαντηθούν πρακτικά. Άμεσα.
¹ Προφανώς, δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό κριτήριο για το πότε κάτι είναι αναπόδραστο. Πχ είναι αναπόδραστο για τους ντόπιους πτυχιούχους πανεπιστημίων να πάνε στον ευρωπαϊκό βορρά για μια καλύτερη δουλειά; Αν ρωτήσεις κάποιους από αυτούς θα σου πούνε ναι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το ιστορικό επίπεδο αναγκών όταν ανοίγουμε τέτοιες συζητήσεις.