Σε προηγούμενο κείμενο σχετικά με τα προβλήματα που προκύπτουν από τη προσπάθεια του κόσμου της αυτοοργάνωσης να λύσει το μεταναστευτικό προσπάθησα να συμπυκνώσω σε 3 μόνο σημεία την στρατηγική κατεύθυνση που θα έπρεπε να έχουμε στο νου μας. Στο 3ο σημείο: «Να μιλάμε, να αναλύουμε, να δημοσιοποιούμε τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού του σήμερα όλο και πιο πολύ». Και αυτό όχι από βίτσιο αλλά επειδή το πρόβλημα με τον ολοκληρωτισμό (βλέπε και εδώ) δεν είναι μόνο ότι υπάρχει. Είναι ότι δεν έχουμε βρει τους κατάλληλους μη ιδεολογικούς τρόπους να μιλάμε για αυτόν, να τον κάνουμε κατανοητό, συνειδητό. Δεν χρησιμοποιούμε τα κατάλληλα εργαλεία. Πέρα από αυτά όμως υπάρχει και το θέμα σε ποιους απευθυνόμαστε για τον ολοκληρωτισμό; Και τι τους λέμε γι’ αυτόν, ποια η «φύση» του; Με αυτά τα ερωτήματα θα ασχοληθούμε εδώ συνδέοντας τα με την συγκυρία που βιώνουμε σήμερα, το μεταναστευτικό, το ελληνικό κράτος και αυτό που αποκαλούμε ελληνική κοινωνία.
Φασισμός για ποιους;
«Το να μιλάμε για «σύγχρονο φασισμό» ξυπνάει κάποια αντανακλαστικά αλλά ούτε πείθει σοβαρά, ούτε και περιγράφει την κατάσταση με ακρίβεια.» Το σύνθημα στο οποίο αναφέρομαι στον τίτλο του κειμένου είναι «Ο φασισμός πρώτα έρχεται για τους άλλους, μετά για όλους». Όσο κι αν φαίνεται μια μικρή λεπτομέρεια η κριτική που ασκώ με την παραλλαγή μου, αυτή μας φανερώνει μερικά πράγματα.
Α) Όταν μιλάμε για φασισμό που έρχεται πρώτα για τους άλλους και μετά για όλους, τον αντιμετωπίζουμε σαν ένα φυσικό φαινόμενο που έρχεται και κατακλύζει, ανεξάρτητα από την πολιτική βούληση των υποκειμένων, τα πάντα και τους πάντες. Σαν ένα μεγάλο Κακό που όλοι τελικά στο τέλος το βλέπουν και το αναγνωρίζουν ως τέτοιο. Και αυτό του αφαιρεί την ταξικότητά του. Ότι ο φασισμός είναι καθεστώς καταπίεσης/εκμετάλλευσης από κάποιους προς κάποιους άλλους, είναι το Κακό για την εργατική τάξη και τις αποκλεισμένες ομάδες και όχι για όλους.
Β) Αυτό το σύνθημα είναι σα να προσπαθεί να νουθετήσει, διδάξει, διαφωτίσει, δια της προειδοποίησης, αυτό που καταχρηστικά λέμε κοινωνία. Να της λέει πως δεν έχει μάθει πολύ καλά το μάθημά της από το παρελθόν. Αυτό υπονοεί πως στην ιστορική ανάπτυξη του φασισμού η ανάλογη κοινωνία τότε δεν είχε πάρει χαμπάρι και δεν είχε άμεσο συμφέρον από την επιβολή του φασιστικού καθεστώτος. Αντίθετα με αυτό που συμβαίνει, δηλαδή, πως η «κοινωνία» έχει και είχε επίγνωση ότι πχ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι απάνθρωπη μεταχείριση ανθρώπινων ζώων, είναι υποτίμηση της εργατικής δύναμης και αυτό ακριβώς το θέλει και το υποστηρίζει στολίζοντας το με διάφορες ιδεολογίες περί «μαχητών του Αλλάχ» (βλέπε την σύμπλευση φιλελευθερισμού/ρατσισμού/φασισμού).
Γ) επίσης είναι σα να απευθύνεται στην κοινωνία γενικά, σε όλους τους ανθρωπιστές τέλος πάντων, που αναγνωρίζουν κάποιες πανανθρώπινες αξίες, που είναι ευαίσθητοι και μπλα μπλα. Και όχι στην τάξη των ανθρώπων (εργατική/καταπιεσμένων) που τους αφορά το ζήτημα άμεσα. Το «για όλους» προσπαθεί να δημιουργήσει αυτή την ταύτιση που έχουμε αναφέρει εδώ. Να αφυπνιστεί, λοιπόν, η κοινωνία όχι επειδή κάποιοι εκμεταλλεύονται κάποιους άλλους αλλά επειδή αυτή θα έρθει στη θέση της εκμετάλλευσης κάποια στιγμή με κάποιο ντετερμινιστικό γραμμικό τρόπο και άρα έχει άμεσο συμφέρον να το κάνει.
Όλα αυτά αποπροσανατολίζουν την κατάσταση, καθώς η συνείδηση ότι αυτό που ζούμε σήμερα είναι φασισμός αναβάλλεται συνέχεια για ένα μέλλον όπου όλοι θα το έχουν πάρει χαμπάρι. Αντί αυτών πρέπει να τονίζουμε ότι ο φασισμός ή σύγχρονος ολοκληρωτισμός ή όπως αλλιώς, είναι ένα καθεστώς από το οποίο κάποιοι έχουν όφελος να υπάρχει και αυτοί οι κάποιοι δεν είναι μόνο το 1% των πλούσιων του πλανήτη αλλά όσοι έχουν ταυτίσει τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα του κράτους τους. (Πήγα σε ένα σουβλατζίδικο και ο αλβανός μετανάστης που το είχε μου έπιασε τη κουβέντα ξεκινώντας με το πώς, στις αρχές του ’90 που ήρθε, κοιμόταν στη καρότσα ενός τρακτέρ, ψήθηκα εγώ, και κατέληξε πως σήμερα είναι χάλια τα πράγματα και πως πρέπει αυτούς τους μετανάστες να τους στέλνει πίσω το ελληνικό κράτος, ξεψήθηκα εγώ. Το αναφέρω ως παράδειγμα για να δείξω ότι και το συμφέρον δεν είναι τόσο απλό πράγμα και η συνείδησή του υπόκειται σε ιδεολογία. Χρειάζεται εργαλεία για να αναπτυχθεί η ταξική συνείδηση και ακόμα περισσότερο η αντικρατική/αντιεξουσιαστική.)
Ο ολοκληρωτισμός του ελληνικού κράτους
Ο ολοκληρωτισμός του σήμερα δεν γίνεται κατανοητός ή καλύτερα δεν γίνεται συνειδητός. Από ποιόν; Από τον πολύ κόσμο που ζητάει το σύνθημα σίγουρα. Το θέμα είναι να μιλάμε γι’ αυτόν σαν υπαρκτό καθεστώς στο εδώ και στο τώρα και όχι σαν κάτι που έρχεται, σαν μια τάση προς αυτόν. Απευθυνόμενοι σε αυτούς που τους αφορά το θέμα να μπορούμε να τον περιγράψουμε με τα κατάλληλα εργαλεία.
Γιατί όμως δεν γίνεται συνειδητός ο ολοκληρωτισμός; Η απάντηση είναι πως γίνεται και παραγίνεται απλά αυτοί που το ξέρουν πολύ καλά στο πετσί τους, αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που τον βιώνουν δεν ακούγονται, δεν έχουν φωνή. Έχοντας ως αφετηρία ότι ο ολοκληρωτισμός είναι ολοκληρωτισμός για κάποιους και όχι για όλους, πρέπει να εστιάσουμε στους λόγους για τους οποίους η φωνή αυτών των κάποιων, ο λόγος και το βίωμά τους δεν έχει κυρίαρχο ρόλο στα κινήματά μας.
Ας ξεκινήσουμε με το παράδειγμα των καταλήψεων για τους πρόσφυγες. Το να λέμε πως αυτοί που κάνουν τις καταλήψεις είναι αδέρφια ταξικά με τους μετανάστες είναι εκτός πραγματικότητας. Το χειρότερο είναι πως αποκρύπτει την σχέση ανισότητας που υπάρχει ανάμεσά τους, την προνομιακή θέση που έχουν οι καταληψίες σε σχέση με τους μετανάστες. Η κοινωνική και ταξική σύνθεση των καταληψιών είναι πολύ συγκεκριμένη (δεν χρειάζεται να την αναφέρω εδώ) και αναδεικνύει αυτό ακριβώς που γράφω. Και σε κάποιο βαθμό η αυτοοργανωμένη έστω φιλοξενία των μεταναστών (αυτοοργανωμένη από τη δικιά μας σκοπιά και μόνο) αναπαράγει αυτή την προνομιακή σχέση και δεν χτυπάει τον σύγχρονο φασισμό στην καρδιά.
Ξανά. Οι μετανάστες που βιώνουν στο κορμί τους τον ολοκληρωτισμό δεν έχουν φωνή. Ο ολοκληρωτισμός είναι μια χαρά ολοκληρωτισμός απλά για κάποιους μόνο. Και αυτοί οι κάποιοι δεν έχουν πρόσβαση στο δημόσιο λόγο. Μιλάνε κυρίως οι ελληνόφωνοι, αυτοί που έχουν περάσει από τα πανεπιστήμια, αυτοί που έχουν πρόσβαση στο δημόσιο λόγο είτε σε δημοσιογραφικά μέσα, είτε στα social media, είτε στις κινηματικές διαδικασίες, είτε αυτοί που έχουν τα προνόμια, το χρόνο και το χρήμα να μιλάνε για όλα αυτά. (ΠΡΟΣΟΧΗ! Αναφέρομαι στον δημόσιο λόγο του κινήματος και ύστερα στον ευρύτερο). Για παράδειγμα, η ντόπια εργατική τάξη που δεν τη παλεύει καθόλου, που την έχει φάει το κυνήγι της επιβίωσης και του αγώνα μάλλον δεν έχει τον χρόνο και την ενέργεια να κάνει βάρδιες στις καταλήψεις φιλοξενίας των μεταναστών. Αυτό επικυρώνεται και από τη σύνθεση που (δεν) αναφέρω πιο πάνω.
Αυτό που μπορεί να φανεί γόνιμο από αυτές τις διαδικασίες και σίγουρα θα φανεί στο μέλλον είναι οι σχέσεις που χτίζονται αλλά κυρίως η κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική ζύμωση με ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τα πράγματα πολύ διαφορετικά από το ντόπιο αυτοοργανωμένο κίνημα. Όπως το έχω ξαναγράψει:
Α) Πρέπει να πάψουμε να μιλάμε για τους μετανάστες. Να αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή, τους μετανάστες ως κάτι εξωτερικό προς εμάς. Είμαστε οι μετανάστες. Συμπεριφερόμαστε λες και ανάμεσα στο ελληνόφωνο κίνημα δεν υπάρχουν μετανάστες/ριες. Δεν εμπεριέχουμε το βίωμα, για παράδειγμα, των μεταναστών δεύτερης γενιάς στις διαδικασίες μας, στα πολιτικά μας περιεχόμενα και στο λόγο μας. Ας πάψουμε μια και καλή να κάνουμε πράγματα γι’ αυτούς αλλά να κάνουμε πράγματα με αυτούς, να κάνουμε πράγματα ως μετανάστες.
Β) Σα συνέχεια του πρώτου, πρέπει να επανεξετάζουμε συνεχώς τις μορφές και τους τρόπου οργάνωσής μας, τις διαδικασίες μας και τις δομές μας και σε ποιο βαθμό αυτές είναι αποκλειστικές για τους μετανάστες.
Αυτή είναι η βασική δουλειά που θα πρέπει να γίνει. Να διερωτηθούμε για τις διαδικασίες μας, τις συνελεύσεις, τους τρόπους που συγκροτούμαστε συλλογικά, ακόμα και για την έννοια του πολιτικού που υιοθετούμε συνειδητά ή ασυνείδητα. Η κυρίαρχη θέση ότι υπάρχει (πολιτισμικό/πολιτικό) χάσμα ανάμεσα σε εμάς και στους μετανάστες από την Ασία και άρα δεν μπορούμε να κάνουμε πράγματα είναι επικίνδυνη και στη χειρότερη λανθάνουσα ρατσιστική. Το χάσμα δε σημαίνει ότι αυτοί θα έπρεπε να ενσωματωθούν σε εμάς, να μάθουν από εμάς, να τους διδάξουμε όπως κάνουν τα δυτικά κράτη που θέλουν να υποδείξουν στους μετανάστες πώς θα ζουν και θα φέρονται. Το χάσμα σημαίνει ότι πρέπει να ανοίξουμε την πόρτα της αυτοκριτικής (που την έχουμε καλά κλειδωμένη) για τις μορφές συλλογικοποίησής μας. Έτσι ώστε αυτό που θα παραχθεί να εμπεριέχει όλη την τάξη των καταπιεσμένων εκ νέου. Όχι ενσωμάτωση και αφομοίωση. Αλλά δημιουργία του καινούριου από κοινού, με ουσιαστική συνδιαμόρφωση και συνύπαρξη του διαφορετικού. Η δικιά μας μεριά είναι η μεριά του διαφορετικού, του ζωντανού που αρνείται την εξουσία και την ομοιότητα. Δεν είναι μια φιλελεύθερη έννοια δικαιώματος στο διαφορετικό αλλά μια διαφορά που αντιπροσωπεύει και εκφράζει το ζωντανό ενάντια στο κεφάλαιο που μας νεκρώνει είτε με την εργασία, είτε με την κατανάλωση, το θέαμα και την τέχνη (για τους ντόπιους), είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις πιάτσες, στα σύνορα (για τους μη ντόπιους).
Το κίνημα θα το πάει μπροστά το υποκείμενο για το οποίο ο αγώνας δεν είναι χόμπι πολυτελείας, δεν είναι άλλοθι για τις τύψεις που νιώθει λόγω της ταξικής του θέσης ή ικανοποίηση φιλανθρωπικών συναισθημάτων ή του αισθήματος της δικαιοσύνης που η ελληνική, χριστιανική και αριστερή οικογένεια μετέδωσε στα παιδιά της. Αλλά το υποκείμενο για το οποίο ο αγώνας ενάντια στο κράτος είναι αναγκαία συνθήκη για την ίδια τη ζωή και η αντίσταση είναι στάση ζωής. Όταν αυτή η αναγκαιότητα, όταν αυτή η στάση μετατρέπεται σε πολιτική απόφαση, σε ευθύνη και οργάνωση τότε έχεις το κατάλληλο cocktail για να γίνουν τα πράγματα όπως τους αναλογεί (για μας).
Τα συντηρητικά αντανακλαστικά και η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ.
..το δεύτερο μέρος σε 2-3 μέρες..