Black Athena

Μαύρος Δεκέμβρης ή και όχι.

Είναι γεγονός πως την τελευταία δεκαετία πολύς κόσμος ενημερώνεται μέσω διαδικτύου. Ειδικά ο κόσμος των κινημάτων αλλά και γενικά η κοινωνία με έμφαση στις νεαρότερες ηλικίες. Ένα από τα χαρακτηριστικά του διαδικτύου από την εποχή των social media και μετά είναι η γρήγορη μετάδοση των πληροφοριών αλλά επίσης και ο πολλαπλασιασμός τους.

Αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «δημόσιο λόγο» ή «δημόσια σφαίρα» έχει μετατοπιστεί για πολλούς ανθρώπους στο διαδίκτυο και ειδικά στα social media. Για μας τους ανθρώπους των κινημάτων η δημόσια σφαίρα και η έκφραση του δημοσίου λόγου ήταν παραδοσιακά ο δρόμος. Τα social media ακριβώς λόγω των χαρακτηριστικών τους (να δημιουργούν μια αίσθηση κοινού, κοινωνίας), ειδικά τα πρώτα χρόνια κυριαρχούνταν από κινηματικούς (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) ανθρώπους.

Σε αυτό το πλαίσιο (πολλαπλασιασμός, ταχύτητα, δημόσια σφαίρα, διαδίκτυο) τα καλέσματα για έναν «Μαύρο Δεκέμβρη» έχουν κατακτήσει ένα μεγάλο κομμάτι της ιντερνετικής δημόσιας σφαίρας (είναι στα κεντρικά του indymedia και σε πολλά άλλα κινηματικά sites και blogs). Επειδή το μέγεθος αυτού του κομματιού δεν ανταποκρίνεται στην δημόσια σφαίρα του δρόμου, των βιωμάτων και των καθημερινών εμπειριών πολλών από εμάς είναι απαραίτητο να γραφτεί και να καταγραφεί μια διαφορετική και αντιδιαμετρική άποψη για το θέμα η οποία θα εμφανιστεί στο διαδίκτυο. Και αυτό γιατί μόνο μέσα από τις διαφορετικές απόψεις και τάσεις μπορεί μια δημιουργική κριτική και σύνθεση να μας βοηθήσει να πάμε παραπέρα.

Αν δεν κάνω λάθος το πρώτο κάλεσμα για έναν «Μαύρο Δεκέμβρη» έγινε από την επιστολή των Ρωμανού και Αργυρού με ημερομηνία 11/11/2015. Στο πρώτο μέρος του κειμένου αυτού γίνεται αναφορά στον Δεκέμβρη του 2008 και στις στιγμές που ζήσαμε τότε καλώντας στο τέλος του να θυμηθούμε εκείνες τις μέρες και να τις ξαναζήσουμε. Στο δεύτερο μέρος γίνεται αναφορά για την ανάγκη για «μια στρατηγική με πυρήνα την πολύμορφη αναρχική δράση» και προσπαθούν σε λίγες γραμμές να κάνουν μιαν ανάλυση της συγκυρίας. Στη συνέχεια αναφέρουν τι πρέπει να κάνουν τώρα οι αναρχικοί, δηλαδή, να απορρυθμίσουν, να καταστρέψουν, να σπάσουν κτλ.

Για το πρώτο κομμάτι είναι προφανής μια λησμονιά για τις παλιές μέρες. Που δεν βοηθάει ούτε την πολιτική μας ωρίμανση και ανάπτυξη, ούτε και τον αγώνα με κάποιο τρόπο. Μια ρομαντική αναπόληση των ημερών του Δεκέμβρη. Και η ρομαντικοποίηση της ιστορίας μπορεί να γεννήσει τέρατα και να θρέψει την αφέλεια. Στο δεύτερο κομμάτι, η ανάλυση που επιχειρείται δεν είναι ακριβώς ανάλυση αλλά μια συρραφή προτάσεων γενικής κριτικής σε αυτό τον κόσμο – δικαιολογημένο θα έλεγε κανείς λόγω χώρου. Αλλά και σαν ανάλυση να το δει κάποια όταν γράφουν πως «η ιστορική αφήγηση των εθνών-κρατών που εξυπηρέτησε για αρκετές δεκαετίες την καπιταλιστική ανάπτυξη, μέσω των εθνικών οικονομιών, καταρρέει» σε μια εποχή που τα έθνη-κράτη ζουν και βασιλεύουν σε πορεία ανάτασης μάλιστα τότε δεν μπορούμε να την πάρουμε και πολύ στα σοβαρά. Στο κάλεσμα για την γενική απορρύθμιση και την επιβολή τους χάους για χάριν της διαρκούς αναρχικής εξέγερσης υπάρχει ένα βασικό σημείο κριτικής που πρέπει να ειπωθεί.

Η κατάσταση χάους, αποδιοργάνωσης, εξέγερσης δεν μπορεί παρά να είναι ένα μέσο για κάποιο σκοπό. Δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός εφόσον μιλάμε για κοινωνία. Όταν μιλάμε για κοινωνία μιλάμε για αναπαραγωγή και άρα οργάνωση. Η εξέγερση και η απορρύθμιση μπορεί να είναι ένα μέσο για τους δικούς μας αγώνες στο βαθμό που υπηρετούν μια στρατηγική. Η επιβολή χάους ευνοεί ιστορικά πάντοτε τις ήδη υπάρχουσες οργανωμένες μειοψηφίες. Αν εμείς είμαστε μια τέτοια, καλώς να εξεγερθούμε ενάντια στο κράτος. Στην παρούσα συγκυρία δεν είμαστε εμείς όμως. Ποιος είναι; Το κράτος. Έτσι οποιαδήποτε χαοτική εκτόνωση που δεν έχει από πίσω της γερά θεμέλια και δεν σκοπεύει κάπου θα ευνοεί το κράτος.¹ Και ακόμα παραπέρα αν η αποδιοργάνωση σκοπεύει και τομείς κρίσιμους για την κοινωνική αναπαραγωγή τότε ουσιαστικά βοηθάς το κράτος να νεκραναστηθεί, να νομιμοποιηθεί εκ νέου στο κοινωνικό σώμα. Το βοηθάς όπως και να ‘χει να αποκτήσει λόγο ύπαρξης. Και αυτό δεν βοηθάει τον αναρχικό, αντιεξουσιαστικό αγώνα από καμία σκοπιά. Μονάχα ίσως από μία. Την πρακτική άσκηση διαφόρων μεθόδων καταστροφής, σαμποτάζ κτλ (δε χρειάζεται να επεκταθώ). Αλλά αυτός δεν είναι λόγος για κανέναν «Μαύρο Δεκέμβρη». Αυτονόητα όλα αυτά αλλά χρειάζεται να ειπωθούν.

Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια αφοριστική κριτική σε αυτήν την τάση του αναρχικού χώρου που εκφράζεται τόσο γλαφυρά από τα παρόμοια κείμενα αλλά αυτό είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να συνομιλήσουμε με τρόπο γόνιμο και προωθητικό. Η τάση αυτή η αντικοινωνική, η μηδενιστική, η εξεγερσιακή έδειξε για τον περισσότερο κόσμο το όριο της ακριβώς με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Και αυτό διότι πραγματοποιήθηκε ακριβώς αυτή η εξέγερση και έγινε φανερό ότι η εξέγερση δεν είναι κάτι περισσότερο από την έκφραση και την εκτόνωση μιας κοινωνικής κατάστασης. Μιας κατάστασης βαθιάς αλλοτρίωσης, θυμού και καταπίεσης. Γι’ αυτό και αμέσως μετά οι συμμετέχοντες σε αυτήν προσπάθησαν να δημιουργήσουν. Και δημιούργησαν συνελεύσεις, νέες πολιτικές ομάδες, νέες πρακτικές. Είναι ακριβώς αυτό που αναφέρεται πιο πάνω για το χάος και την οργάνωση. Όλα αυτά τα χρόνια μετά τον Δεκέμβρη έχουν δημιουργηθεί πολλά πράγματα και το κίνημα έχει πλατύνει σε επίπεδο αριθμών και βαθύνει σε επίπεδο αναλύσεων και απαντήσεων που δίνει απέναντι στα πράγματα. Όλος αυτός ο πλούτος δεν θα ήταν φυσικά ο ίδιος αν δεν είχε προηγηθεί η συνάντηση. Κι εδώ είναι που το κείμενο αναφέρει κάτι παρόμοιο: «Να συναντηθούμε στα στενά της πόλης και να ζωγραφίσουμε με στάχτες πάνω στα άσχημα κτήρια των τραπεζών, των αστυνομικών τμημάτων, των πολυεθνικών, των στρατοπέδων, των τηλεοπτικών στούντιο, των δικαστηρίων, των εκκλησιών, των φιλανθρωπικών ομίλων». Αυτή η συνάντηση των εξεγερμένων, των ανθρώπων που αρνούνται εμπράκτως ήταν και είναι σημαντικό πράγμα.

Αυτή η εξέγερση ήταν, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό² μια έκφραση οργής, μια εκρηκτική άρνηση, μια εναντίωση σε κάθε καταπιεστικό και αλλοτριωτικό θεσμό. Και γι’ αυτό είχε στον πυρήνα της και τέτοιου είδους υποκείμενα, όπως γόνους πλούσιων και μεγαλοαστικών οικογενειών. Γιατί η αλλοτρίωση στη σχέση «κεφάλαιο» δεν είναι μόνο «προνόμιο» της εργατικής τάξης αλλά και των αφεντικών (μεγάλη κουβέντα αυτή, αξίζει ειδική ανάλυση). Αλλά ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας της έθεσε και ένα όριο. Όντας πρωτίστως έκφραση εναντίωσης στην αλλοτρίωση δεν πατούσε στην ανάγκη. Και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να συνδεθεί με άλλα υποκείμενα όπως των εργατών. Και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να χτίσει ποτέ μια στρατηγική με ορίζοντα και συγκεκριμένους στόχους εντός του ταξικού πολέμου. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να μας διδάξουν πολλά και για τα υποκείμενα που διαμορφώθηκαν ύστερα από αυτή την εξέγερση (είτε συνελεύσεις γειτονιών, είτε πολιτικές ομάδες) για το πώς η χάραξη στρατηγικής δεν ήταν στις βασικές τους επιδιώξεις και ήταν κυρίως, αν όχι μόνο, ομάδες αντίστασης και αλληλεγγύης. Σε αντίθεση με κάποιες πολιτικές ομάδες (όπως κομμάτι των αυτόνομων) ή ακόμα όπως κάνουν τα πολιτικά κόμματα που εκφράζουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Το κίνημα σε μεγάλο βαθμό δεν καταφέρνει να εκφράσει συστηματικά και με σχέδιο τα συμφέροντα των από τα κάτω.

Πάντως, ο τρόπος που γίνονται και ακολουθούνται τέτοια καλέσματα δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ζύμωση και το χτίσιμο πολιτικών σχέσεων για την επιδίωξη οποιασδήποτε κοινής στρατηγικής ή πλατφόρμας συντονισμού. Ίσα ίσα έρχονται και σε αντίθεση με αναρχικά ή/και αυτόνομα προτάγματα. Είναι τουλάχιστον έκφραση μιας ιεραρχικής σχέσης αρχηγών και ακολούθων όταν κάποιοι³ μέσα από τη φυλακή κάνουν καλέσματα και ακολουθεί κόσμος έτσι χωρίς συγκεκριμένες αυτόνομες, αυτοοργανωμένες από κοινού διαδικασίες. Και έχει ως όριο αυτόν τον συναισθηματισμό που δε βλέπει στρατηγικές και αναλύσεις και πολλές φορές βρίσκεται εντός του παιχνιδιού που η εξουσία στήνει. Όπως ήταν για παράδειγμα η χθεσινή πορεία.

Αυτός ο συναισθηματισμός, το εξεγερσιακό πάθος, η οργή απέναντι στην αλλοτρίωση δεν είναι πράγματα που περισσεύουν. Είναι πράγματα απαραίτητα που μας δίνουν νόημα και μας κινούν. Το ερώτημα είναι κάθε φορά πώς να τα συνδυάσουμε αρμονικά με την σοβαρή και συντεταγμένη πολιτική ζύμωση και επικοινωνία και την αυτόνομη στρατηγική. Πώς να συνθέσουμε το πάθος για την ελευθερία με τον αγώνα της ανάγκης.

Και αυτό το ερώτημα δεν έχουμε παρά να το απαντάμε καθημερινά μέσα από τη μορφή των διαδικασιών μας (συνελεύσεων) και το περιεχόμενο των δομών μας. Πότε επαναλαμβάνοντας τα λάθη του παρελθόντος και πότε εφευρίσκοντας νέους τρόπους.

 

¹ Δεν υπονοείται εδώ πουθενά να μην εναντιωνόμαστε/εξεγειρόμαστε ενάντια στο κράτος. Απλά να το κάνουμε σοβαρά και οργανωμένα. Και αν δεν το κάνουμε έτσι, και αν έτυχε να συμβεί όπως το 08 ας αναλύουμε και ας βλέπουμε τι μάθαμε, τι πήραμε από όλα αυτά, αν χάσαμε και πως και όχι να τα λησμονούμε και να λέμε για εκείνες «τις παλιές καλές μέρες» χωρίς στρατηγικούς ορίζοντες.

 

² Υπάρχει και ένα σημαντικό κομμάτι που δεν αναφέρεται συχνά. Ότι αυτή η εξέγερση πραγματοποιήθηκε πατώντας πάνω σε κάποια πολύ συντηρητικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κατάστασης. Ο Γρηγορόπουλος ήταν/παρουσιάστηκε σαν ένα αθώο 15χρονο καλό παιδί καλής και ευγενούς οικογένειας. Δεν είναι σκοπός εδώ να υποστηρίξουμε κάτι άλλο. Απλά να τονίζουμε ότι τα αντανακλαστικά αυτά εφορμούν από την προστασία και την φροντίδα που έχει η ελληνική οικογένεια για τα παιδιά της (γενικά το ζήτημα της κοινωνικής κατασκευής της παιδικής ηλικίας στην εποχή μας). Και επίσης το γεγονός ότι ήταν από καλή και πλούσια οικογένεια έπαιξε σημαντικό ρόλο για την ευρεία κοινωνική νομιμοποίηση της εξέγερσης (να σκεφτούμε χαρακτηριστικά την κοινωνική ανοχή και στήριξη στις μαθητικές αντιδράσεις). Δεν θα γινόταν – και αυτό μπορούμε να το πούμε με απόλυτη βεβαιότητα – αν το ίδιο είχε γίνει για ένα παιδί μετανάστη (και 2ης γενιάς) ή ακόμα και για ένα παιδί ελλήνων από μια φτωχή οικογένεια, όπου τότε θα ήταν και λίγο αλητόπαιδο – άρα θα προκάλεσε τον μπάτσο με κάποιο τρόπο.

 

³ Κάποιοι που η συμμετοχή τους στους ευρύτερους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες μάλλον δεν είναι σημαντική.

Leave a Reply

Your email address will not be published.